Ό,τι και να πιστεύει κανείς για τον Ντόναλντ Τραμπ και τους κλώνους του και είναι γνωστό τι πιστεύουμε εμείς για αυτή τη «Διεθνή της Άκρας Δεξιάς», παραμένει γεγονός ότι με το smartphone του έκανε την πλατφόρμα Twitter βασικό εργαλείο της πολιτικής επικοινωνίας παγκοσμίως, όταν την επέλεξε για να επικοινωνεί αδιαμεσολάβητα με τους Αμερικανούς, χωρίς το φίλτρο των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ.
Η συνθήκη που δημιούργησε ήταν πολύ προβληματική ακριβώς επειδή απουσίαζε το φίλτρο της δημοσιογραφικής δεοντολογίας που λειτουργεί και ως εγγυητής της καλής λειτουργίας κάθε δημοκρατίας.
Από τον λογαριασμό του στο τουίτερ ο Τραμπ συνήθιζε να προβοκάρει τους πάντες και να σχολιάζει τα πάντα προσπερνώντας όλες τις λεγόμενες επιταγές του αξιώματός του με αποτέλεσμα να έχει καταφέρει να ορίζει εκείνος τη ροή των ειδήσεων και να επιβάλλει τη δική του ατζέντα συζήτησης όχι μόνο στη χώρα του αλλά σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Το Twitter από την πλευρά του, χρωστάει πολλά στον Τραμπ αφού χάρις σε εκείνον πολλαπλασίασε τους χρήστες του αλλά το σημαντικότερο είναι ότι αναβάθμισε το κύρος του ως πομπός παραγωγής ειδήσεων και πληροφοριών.
Πολύ πριν ο Τραμπ αποκτήσει κυρίαρχη θέση στα πολιτικά πράγματα των ΗΠΑ είχε ξεκινήσει η συζήτηση για την ανάγκη ελέγχου και ρύθμισης της λειτουργίας των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης.
Μέχρι που, πριν από ένα χρόνο ακριβώς, συνέβησαν τα γεγονότα της εισβολής στο Καπιτώλιο, αφού βέβαια είχε γίνει σαφές ότι ο Τζο Μπάιντεν είχε συγκεντρώσει τον απαιτούμενο αριθμό εκλεκτόρων και θα ήταν εκείνος ο πρόεδρος. Μόνο τότε οι δύο μεγάλες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, απαγόρευσαν στον Τραμπ, εκ του ασφαλούς πλέον, να τις χρησιμοποιεί.
Την ίδια απόφαση πήρε το τουίτερ, προ ημερών, για τη βουλευτή των Αμερικανών από την Πολιτεία της Τζόρτζια Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν γιατί διέσπειρε συστηματικά ψευδείς ειδήσεις για την πανδημία και τον εμβολιασμό.
Μόνο που αυτή τη φορά, το τουίτερ, απενεργοποίησε τον προσωπικό της λογαριασμό και όχι αυτόν με τον οποίο τουϊτάρει ως βουλευτής. Είναι σαφές ότι η συζήτηση που ξέσπασε την επομένη του αποκλεισμού του Ντόναλντ Τραμπ έδειξε ότι δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα για τις πλατφόρμες.
Πολλοί υπερασπίζονται αυτές τις ενέργειες της πλατφόρμας, κάποιοι φιλελεύθεροι εκφράζουν σταθερά επιφυλάξεις ακριβώς γιατί η επιδραστικότητα και το μέγεθος των Μέσων αυτών τους έχουν δώσει δεσπόζουσα θέση «στην αγορά της επικοινωνίας». Πώς μπορείς να αποκλείεις από αυτή τον επικεφαλής και τη βουλευτή ενός κόμματος που το ψήφισαν εκατομμύρια πολιτών;
Η απόφαση των τεχνολογικών κολοσσών να αποκλείουν αιρετούς από τη χρήση των πλατφορμών αποδείχθηκε ιδιαιτέρως βολική και για τον Πρόεδρο Μπάιντεν που μέχρι σήμερα και αυτός με τη σειρά του, παράγει μηνύματα και επικοινωνεί τις πολιτικές του, ορίζοντας τη ροή των ειδήσεων, χωρίς να έχει να διαχειριστεί και τις προκλητικές παρεμβολές του Τραμπ που είναι βέβαιο ότι αν μπορούσε να τις κάνει μέσω του τουίτερ, το πολιτικό κλίμα στις ΗΠΑ θα ήταν εντελώς διαφορετικό.
Για να μην μιλήσουμε για τον ανεξέλεγκτο τρόπο που τα λεγόμενα troll factories από την Κίνα και τη Ρωσία μπορούν να διασπείρουν ψευδείς ειδήσεις, ακόμα και να παρεμβαίνουν σε εκλογικές διαδικασίες ανά τον πλανήτη. Οι πλατφόρμες έχουν κάνει ελάχιστα, σχεδόν τίποτα, για να εμποδίσουν αυτή τη δραστηριότητα.
Με την πολιτική αυτή όλοι είναι κερδισμένοι. Και οι Δημοκρατικοί απολαμβάνουν σχετικής ησυχίας, ο Πρόεδρος Μπάιντεν μπορεί να ορίζει εκείνος ανενόχλητος τα μηνύματα και την ατζέντα και οι πλατφόρμες που απειλούνταν από τους Δημοκρατικούς με ρύθμιση ακόμα και διαμελισμό, για την ώρα αισθάνονται ασφαλείς επειδή καταφέρνουν να κρατούν τον Τραμπ και τους ακραίους Ρεπουμπλικάνους μακριά.
Θύμα μόνο η ελευθερία της έκφρασης που για μια ακόμα φορά, με μια σειρά εκλογικεύσεων και λογικών χασμάτων, περιορίζεται στο όνομα της δημοκρατίας και του «καλού του λαού».
Μπορούμε να θυσιάζουμε την ελευθερία της έκφρασης «για το καλό των πολιτών»; Αυτή η ερώτηση πρέπει, πλέον, να απαντηθεί.