Ο 65χρονος που είχα απέναντι μου ήταν χαροκαμένος, 80 χρονών έμοιαζε απ’ τον καημό του. Και πως να μην έχει λυγίσει, πριν δυο μήνες είχε χάσει τον 35χρονο γιο του, ένα ορφανό έμεινε πίσω. Μ’ έβαλε απέναντι και με μια οργισμένη διήγηση βάλθηκε να μου εξηγήσει πως «οι εγκληματίες γιατροί έφαγαν το παιδί». Τον άκουγα δίχως να μπορώ να αρθρώσω αντίλογο. Τι να πεις σ’ έναν γονιό που θρηνεί; Ότι μόνος του το ‘φαγε το κεφάλι του ο γιος του; Λέγονται αυτά;
Όχι δεν λέγονται. Όσο κι αν η λογική ανεβαίνει ως τα χείλη, δεν τολμά να βγει έξω και να λούσει τον απέναντι με τα προφανέστερα των επιχειρημάτων, με πρώτο το «σας τα λέγαμε τόσο καιρό». Φρενάρει μπροστά στον πόνο του πατέρα που έθαψε το παιδί του. Οπότε δεν μου έμενε άλλη επιλογή από το να κάτσω σιωπηλός και ν’ ακούσω την εκδοχή του, να καταβυθιστώ δηλαδή μέσα στα τάρταρα της απελπισίας του.
Ανεμβολίαστος ο γιος, όχι μόνο κόλλησε Covid αλλά αρνιόταν να πάει και στο νοσοκομείο διότι «δεν ήθελε να γίνει πειραματόζωο». Τον πήγαν σηκωτό όταν το οξυγόνο του ήταν στο 75 (κάτω από 92 τους διασωληνώνουν). Τον έβαλαν κατ’ ευθείαν σε ΜΕΘ, δεν τα κατάφερε. Και τώρα ο πατέρας ψάχνει τις «εγκληματικές πράξεις και παραλείψεις» των «φονιάδων» γιατρών. Με την επιστράτευση λεπτομερειών και ενδείξεων που μόνο ένας συφοριασμένος από την απελπισία νους μπορεί ν’ ανακαλύψει.
Τον άκουγα σιωπηλός να μιλά για το «κρίσιμο τρίλεπτο» που άργησαν να επέμβουν, για τη μεταφορά του παιδιού σε κείνη κι όχι στην άλλη ΜΕΘ, για τη νοσοκόμα που κάτι αλλόκοτο του είπε σε άσχετο χρόνο, για το υπονοούμενο που άφησε κάποιος άλλος γιατρός από άλλη πτέρυγα, για κάποια μαρτυρία που αλίευσε από άλλον συγγενή έξω από τη μονάδα που περίμενε με τις ώρες. Κι όλα αυτά τα δευτερεύοντα και επουσιώδη, ενωμένα το ένα δίπλα στ’ άλλο, συγκροτούσαν εντός του ένα πελώριο έγκλημα που «σκότωσε» το παιδί του.
Και τώρα ψάχνει εκ’ των υστέρων μαρτυρίες, μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο αναζητώντας ιατρικούς φακέλους και τηλέφωνα συγγενών άλλων ασθενών που είχε γνωρίσει εκεί, κυνηγά νοσοκόμες στους διαδρόμους και τραυματιοφορείς στο προαύλιο, για να μαζέψει «στοιχεία» και να στείλει τους «φονιάδες» στη δικαιοσύνη. Και τα βάζει με διοικητές και με διευθυντές, καταριέται γιατρούς και νοσηλευτές και επιτροπές και υπουργούς, όλοι γύρω του πήραν μέρος στη συνωμοσία που σκότωσε τον γιο του κι άφησε ορφανό το εγγόνι του. Και μ’ έβαλε απέναντι και προσπαθούσε να με πείσει να τον βγάλω στην τηλεόραση να τους ξεφτιλίσει τους «δολοφόνους».
Κουβέντα δεν τόλμησα να του πω, σας το εξομολογούμαι. Εγώ που με κάτι τέτοιους τσακώνομαι στο τσακ-μπαμ, τούτη τη φορά σιώπησα απολύτως. Απέπνεε τόσο πόνο και απελπισία ο άνθρωπος, που κανένας αντίλογος δεν είχε νόημα. Απλώς σκεφτόμουν ότι μια ολόκληρη ώρα μου μιλούσε για όλους και για όλα, αλλά μια φορά –έστω εν είδει εσωτερικού αναστεναγμού- δεν είπε στον πεθαμένο γιό του ένα «αχ βρε παλικάρι μου, γιατί δεν είχες εμβολιαστεί;»