Του Τζωρτζ Μενεσιάν*
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Συρία δεν αποτελεί μία απλή σύρραξη μεταξύ δύο αντιμαχόμενων πλευρών της συριακής κοινωνίας. Στον πόλεμο αυτόν συμμετέχουν πολλές δυνάμεις, γεγονός που καθιστά την κατάσταση στην Συρία πολυσύνθετη και δύσκολα αντιμετωπίσιμη. Η Τουρκία αποτελεί μία από τις ξένες δυνάμεις που διατηρεί πλέον στρατεύματα εντός του συριακού εδάφους, χωρίς την συγκατάθεση της κυβέρνησης Assad.
Η εμπλοκή της Τουρκίας στον συριακό εμφύλιο πόλεμο ξεκίνησε νωρίτερα από την παρουσία των στρατευμάτων της στο συριακό έδαφος. Ήδη, από την έναρξη του πολέμου το 2011, ο Recep Tayyip Erdogan τάχθηκε κατά της κυβέρνησης Assad και υποστήριξε έμπρακτα τον αντιπολιτευτικό Ελεύθερο Συριακό Στρατό (FSA).
Η ηγεσία της Τουρκίας χρηματοδότησε τους αντάρτες του FSA στην Συρία, τους παρείχε πολιτική υποστήριξη, ενώ φημολογείται ότι μαχητές της αντιπολίτευσης (συμπεριλαμβανομένων πολλών ισλαμιστών μαχητών) εκπαιδεύτηκαν σε στρατόπεδα εντός Τουρκίας πριν περάσουν στο συριακό έδαφος. Το 2015, όταν το αντικαθεστωτικό μπλοκ (με κύριο κορμό τον FSA και τους διαδόχους του) είχε κατακερματιστεί και είχαν επικρατήσει ως επί το πλείστον ακραίες ισλαμιστικές ομάδες, όπως το μέτωπο Al Nusra, καθώς και το Ισλαμικό Κράτος, ο Erdogan άλλαξε την πολιτική του αναφορικά με τον Πόλεμο στην Συρία. Από τη μία συνέχισε να υποστηρίζει την ιδεολογικώς συγγενή συριακή αντιπολίτευση, η ηγεσία της οποίας δραστηριοποιούταν από την Κωνσταντινούπολη, το Λονδίνο και άλλες δυτικές ή αραβικές πόλεις και της οποίας είχαν απομείνει μόνο κάποια ισχνά απομεινάρια εντός συριακού εδάφους, κυρίως στη νότια Συρία και σε κάποιες συνοικίες αστικών κέντρων.
Από την άλλη, η Τουρκία άρχισε να συνεργάζεται μυστικά με το Ισλαμικό κράτος, πραγματοποιώντας αγορές πετρελαίου από την τρομοκρατική αυτή οργάνωση, επιτρέποντας την ελεύθερη κίνηση των μαχητών και γενικότερα εγκαθιδρύοντας αυτή τη μυστική συμμαχία Τουρκίας-Ισλαμικού Κράτους εναντίον των κοινών εχθρών, δηλαδή των Κούρδων αυτονομιστών και της κυβέρνησης Assad. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε μέχρι το καλοκαίρι του 2016, όταν η Τουρκία αποφάσισε τα πολεμήσει το Ισλαμικό Κράτος, αφενός επειδή οι τζιχαντιστές είχαν πραγματοποιήσει μια σειρά από τρομοκρατικές επιθέσεις σε τουρκικές πόλεις και αφετέρου επειδή η διεθνής κοινότητα πίεζε την Τουρκία να βοηθήσει στην καταπολέμηση του Χαλιφάτου, ιδιαίτερα μετά την γνωστοποίηση γεγονότων που αποκάλυπταν την άτυπη, κρυφή συνεργασία μεταξύ Τουρκίας και Ισλαμικού Κράτους. Ωστόσο, ο πραγματικός λόγος της αλλαγής της στάσης της Τουρκίας φαίνεται να ήταν άλλος: το Ισλαμικό Κράτος άρχισε να αποδυναμώνεται και να χάνει εδάφη σε Συρία και Ιράκ. Από την άλλη, οι Κούρδοι της Συρίας είχαν αυξήσει τα εδάφη τους και είχαν δημιουργήσει ένα ενιαίο de facto αυτόνομο κράτος από το Qamishli της ΒΔ Συρίας μέχρι το Kobane. Σκοπός των Κούρδων ήταν να ενώσουν τα εδάφη αυτά με το κουρδικό Afrin και να ελέγχουν εξ ολοκλήρου τα βόρεια σύνορα της Συρίας.
Έτσι, τον Αύγουστο του 2016, οι κουρδικές δυνάμεις κατέλαβαν την πόλη Manjib από το Ισλαμικό Κράτος, πλησιάζοντας περαιτέρω το Afrin. Η Τουρκία, φοβούμενη την δημιουργία ενός δεύτερου αυτόνομου κουρδικού κράτους στα νότια σύνορά της, εισέβαλε στην Συρία στις 22 Αυγούστου του 2016 και μαζί με τους Σύρους αντικαθεστωτικούς συμμάχους της κατέλαβε την πόλη Jarabulus εμποδίζοντας τους Κούρδους μαχητές να προελάσουν προς δυσμάς. Στη συνέχεια, η Τουρκία και οι αντάρτες σύμμαχοί της κατέλαβαν τα υπόλοιπα εδάφη των τούρκο-συριακών συνόρων εκδιώκοντας τους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους και αποκόπτοντάς τους Κούρδους από την δυνατότητά τους να προελάσουν προς το Afrin. Η παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στην Συρία αυξήθηκε με την εισβολή στο Afrin στις αρχές του 2018, γεγονός που οδήγησε στην κατοχή του Afrin από την Τουρκία και τους συμμάχους της, καθώς και στην εκδίωξη των Κούρδων μαχητών, αλλά και αμάχων, από τον τέως κουρδικό θύλακα.
Οι λόγοι της εμπλοκής της Τουρκίας στον συριακό εμφύλιο πόλεμο, καθώς και η στρατιωτική παρουσία της στο συριακό έδαφος είναι ποικίλοι. Από την έναρξη του πολέμου ο αντικειμενικός πολιτικός σκοπός του Erdogan είναι η αποπομπή του Προέδρου Assad. Η στάση αυτή του Τούρκου Προέδρου οφείλεται σε δύο παράγοντες. Καταρχάς, ήθελε να ικανοποιήσει τις βλέψεις τών συμμάχων του στη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ, οι σημαντικότερες χώρες της ΕΕ, κατ'επέκταση το ΝΑΤΟ καθώς και τα φιλικά προς την Τουρκία αραβικά Βασίλεια και Εμιράτα του Κόλπου, επιζητούσαν εξαρχής την κατάρρευση του μπααθιστικού καθεστώτος της Συρίας. Κατά δεύτερο λόγο, ένας σημαντικότερος παράγοντας που εξηγεί την στάσης του Erdogan αποτελεί η ιδεολογική ταυτότητα του ιδίου και του κόμματος του, που περιέχει μεγάλη δόση νέο-οθωμανισμού. Ο νέο-οθωμανισμός, δεν έχει να κάνει με την εγκαθίδρυση σουλτανάτου, όπως ίσως νομίζουν μερικοί, ούτε με την ενσωμάτωση όλων των πρώην οθωμανικών κτήσεων στο τουρκικό κράτος.
Θεωρώ ότι ένας πραγματικός στόχος του νέο-οθωμανισμού είναι μεταξύ άλλων η δημιουργία καθεστώτων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή που θα έχουν τη μορφή μιας ήπιας Ισλαμικής Δημοκρατίας (κάτι αντίστοιχο με την χριστιανοδημοκρατία στη Δύση) και τα οποία θα έχουν ως φυσικό τους ηγέτη την Τουρκία. Τα καθεστώτα αυτά μπορούν εύκολα να εγκαθιδρυθούν με την ανάδειξη ισλαμικών κομμάτων στα κράτη της Μέσης Ανατολής. Κύριος εκπρόσωπος των κομμάτων αυτών αποτελεί η Μουσουλμανική Αδελφότητα. Κατά αυτόν τον τρόπο, η λεγόμενη Αραβική Άνοιξη, έδωσε στον Erdogan την ευκαιρία να πραγματοποιήσει το φιλόδοξο όραμά του. Στην αρχή φάνηκε να υλοποιείται το σχέδιό του, με την εκλογή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και του Morsi στην Αίγυπτο το 2012. Ωστόσο, η ανατροπή τού Morsi από τον στρατηγό Al Sisi το 2013, καθώς και η παραμονή του Assad στην ηγεσία της Συρίας, διέψευσαν τις νέο-οθωμανικές φιλοδοξίες τού Τούρκου Προέδρου.
Ένας ακόμη σημαντικός λόγος για την επέμβαση τού τουρκικού στρατού στην Συρία, αποτελεί το κουρδικό ζήτημα. Για την Τουρκία, ανεξαρτήτως του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία, το κουρδικό ζήτημα επηρεάζει τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα της και την ακεραιότητα του τουρκικού κράτους. Ήδη, από την δημιουργία της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, ο κουρδικός εθνικισμός και αλυτρωτισμός αποτελούν πάγια απειλή για την χώρα. Η απειλή αυτή έγινε μεγαλύτερη με την ίδρυση και δραστηριοποίηση του PKK (ανταρτοπόλεμος, τρομοκρατικές ενέργειες κλπ) το 1978. Το 2003, με τον Πόλεμο του Ιράκ και την ανατροπή του Saddam Hussein, το ιρακινό Κουρδιστάν απέκτησε μεγαλύτερη αυτονομία, με αποτέλεσμα η Τουρκία να έχει στα νότια σύνορά της ένα κουρδικό αυτόνομο κράτος με δικές του ένοπλες δυνάμεις, το οποίο, αν και δεν έχει κάποια σχέση με το PKK, δημιουργεί διλήμματα ασφαλείας στην Τουρκία. Στη συνέχεια, με το ξέσπασμα του πολέμου στην Συρία, οι Κούρδοι αυτονομιστές μαχητές (πολιτικοί σύμμαχοι του PKK), πήραν υπό τον έλεγχό τους εδάφη και δημιούργησαν ένα de facto αυτόνομο κράτος, την Rojava. Σήμερα, οι Κούρδοι μαχητές ελέγχουν το 26,7% των συριακών εδαφών και χωρίς την στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας θα ήλεγχαν το σύνολο της βόρειας Συρίας που συνορεύει με την Τουρκία. Η επιβίωση της Rojava αποτελεί κατά την Τουρκία ένα ζήτημα εθνικής ασφαλείας, καθώς ολόκληρα τα νότια σύνορα της Τουρκίας θα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο κουρδικών πολιτικών οντοτήτων.
Γι αυτόν το λόγο, η είσοδος τουρκικών στρατευμάτων στην Συρία (και το Ιράκ), η εισβολή στο Afrin, ακόμα και η άτυπη συνεργασία με το Ισλαμικό Κράτος, φαίνονται νομιμοποιημένα στην σκέψη της τουρκικής ηγεσίας, καθώς αποτρέπουν την πολιτική ένωση κουρδικών εδαφών και μια ενδεχόμενη διευρυμένη αυτονομία ή ανεξαρτησία του Κουρδιστάν, το οποίο ίσως θελήσει να απελευθερώσει τους κουρδικούς πληθυσμούς που κατοικούν στην νοτιοανατολική Τουρκία.
Τέλος, η παρέμβαση της Τουρκίας στη Συρία, προκαλείται και από την φιλοδοξία του Erdogan καταστήσει την Τουρκία μία περιφερειακή (υπέρ-) δύναμη που θα έχει λόγο για όλα τα ζητήματα της ευρύτερης περιοχής, θα αποτελεί το ισχυρότερο κράτος της Ανατολικής Μεσογείου και θα έχει σφαίρες επιρροής στη Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια, τον Καύκασο, την Κεντρική Ασία και τη Βόρεια Αφρική (Μαγκρέμπ). Η φιλοδοξία αυτή εντάσσεται εν μέρει στο ιδεολογικό υπόβαθρο της τουρκικής ηγεσίας δηλαδή στο νέο-οθωμανισμό. Με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις σε τρίτες χώρες όπου διακυβεύονται τουρκικά εθνικά συμφέροντα, ο Erdogan θέλει να δείξει την θέληση της Τουρκίας να γίνει μία Μεγάλη Δύναμη, που θα έχει λόγο σε όλα και θα μπορεί να επεμβαίνει όποτε εκείνη το κρίνει αναγκαίο.
Εν κατακλείδι, φαίνεται ότι η Τουρκία θα διατηρήσει τα στρατεύματά της στη βόρεια Συρία το αμέσως επόμενο διάστημα, ώστε να πετύχει τους στόχους της, δηλαδή την αποδυνάμωση των Κούρδων και την ενδυνάμωση των συμμάχων της, δηλαδή της συριακής αντιπολίτευσης και του Συριακού Εθνικού Συνασπισμού. Επίσης, δεν αποκλείεται μια νέα στρατιωτική επέμβαση στη Manjib, όπως είχε διαμηνύσει ο Erdogan, αν και μία τέτοια κίνηση θα είχε πολλές αρνητικές συνέπειες λόγω της παρουσίας των ΗΠΑ στην περιοχή. Επιπλέον, πρέπει να καταστεί σαφές, ότι τα τουρκικά στρατεύματα θα παραμείνουν στην περιοχή μόνο με την ανοχή και έγκριση της Ρωσίας. Η Ρωσία έχει κυρίαρχο ρόλο στις εξελίξεις στην Συρία λόγω της ισχυρής της στρατιωτικής παρουσίας και λόγω των γεωπολιτικών συμφερόντων της στην περιοχή. Μία ρήξη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας θα ανάγκαζε τον Erdogan να απομακρυνθεί από την περιοχή. Για αυτό παρατηρείται μία προσπάθεια φιλικής προσέγγισης της Ρωσίας και του Ιράν από την Τουρκία. Η Τουρκία λοιπόν θεωρεί ότι έχει σημαντικούς πολιτικούς και στρατηγικούς στόχους τους οποίους πιστεύω πως εξυπηρετεί η στρατιωτική της παρουσίας στη Συρία.
*O κ. Τζωρτζ Μενεσιάν είναι απόφοιτος του Τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Πάντειου Πανεπιστημίου.