Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Η Αγγλία είναι Ευρωπαϊκή οικονομία που λειτουργεί με υψηλό βαθμό ανταγωνισμού, ενώ παράλληλα διαθέτει σημαντική σχέση με την Αμερικάνικη αγορά, κάτι που την καθιστά πιλοτική αγορά σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, που δείχνει παγκόσμιες τάσεις πριν αυτές εκδηλωθούν σε άλλες αγορές.
Στην αγορά λιανεμπορίου τροφίμων διακρίνονται τρείς βασικές κατηγορίες εταιριών.
Τα μεγάλα σουπερμάρκετ με επώνυμες μάρκες, όπως το Sainsburys, Tesco, Asda, Morissons. Τα μεγάλα σουπερμάρκετ με προϊόντα κυρίως δικής τους επωνυμίας (private label), όπως το Lidl και Αldi. Και τα περιφερειακά μικροκαταστήματα (convenience stores) όπου συμμετέχουν μικρές οικογενειακές εταιρίες, αλλά και έχουν μπει δυναμικά μεγάλες εταιρίες (Sainsburys, Tesco, Morissons) με δικά τους μικροκαταστήματα διεκδικώντας σοβαρό μερίδιο.
Ο πόλεμος τιμών είναι αδυσώπητος, αλλά υπάρχει και πόλεμος ποιότητας. Οι εταιρίες για να διασφαλίσουν πελάτες, δίνουν εκπτωτικά κουπόνια 2-20 λιρών ανά εβδομάδα, ανάλογα με το σύστημα που διαθέτουν και την κατανάλωση του πελάτη, ώστε να διασφαλίσουν συνεχή κατανάλωση από καλούς πελάτες. 20 λίρες την εβδομάδα είναι 1000 λίρες το χρόνο, δηλαδή ένα σημαντικό ποσό ανά πελάτη. Αυτό μπορεί να είναι και 12% έκπτωση μεσοσταθμικά για πελάτες που ψωνίζουν τακτικά. Αυτό με την σειρά του, δίνει περιθώρια σε εταιρίες σαν την Tesco να ζητήσουν καλύτερες τιμές στους προμηθευτές.
Το όφελος δεν είναι ορατό από την πρώτη χρονιά, αλλά φαίνεται μερικούς μήνες αργότερα! Τον Απρίλιο, μετά το κλείσιμο έτους- στην Αγγλία το έτος κλείνει 31 Μαρτίου και όχι Δεκέμβριο, όπως στην Ελλάδα, η Tesco, ηγέτιδα εταιρία του κλάδου, ανακοίνωσε ζημίες ρεκόρ 6 δις λιρών, ενώ σε δύσκολα αποτελέσματα βρέθηκαν λίγο-πολύ και οι άλλες μεγάλες εταιρίες του κλάδου.
Η Asda, για παράδειγμα, θυγατρική της αμερικανικής Walmart, της μεγαλύτερης εταιρίας σουπερμάρκετ στον κόσμο, ανακοίνωσε κέρδη στην Αγγλία που ήταν τα χειρότερα των τελευταίων 25 ετών. Όμως μετά τον Απρίλιο του 2016, πλέον, φαίνεται μια σημαντική στροφή των πελατών. Η στρατηγική των μεγάλων εταιριών πέτυχε. Η αγορά μικραίνει, οι χρεοκοπίες μικρών εταιριών αυξήθηκαν 60%, τα κέρδη τους μειώθηκαν κατά 40% (από 3,5% σε 2,1%), τη στιγμή που τα περιθώρια κέρδους των μεγάλων εταιριών ενισχύονται πλέον στα προηγούμενα επίπεδα και μάλιστα ενισχύονται σε 5,4% από 5,2%.
Προφανώς η μάχη των τιμών κερδήθηκε υπερ των μεγάλων σουπερμάρκετ, αλλά όχι και ο πόλεμος. Η μάχη τιμών κερδήθηκε καθώς καταφέρνουν να έχουν χαμηλότερες τιμές προμήθειας κατά 2% περίπου μεσοσταθμικά σε σχέση με μικρά καταστήματα. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι χάθηκε ο πόλεμος. Τα μικροκαταστήματα συνεχίζουν να έχουν κερδοφόρες δραστηριότητες όταν ξεφεύγουν από το πλαίσιο άμεσου ανταγωνισμού των σουπερμάρκετ.
Μικροκαταστήματα, για παράδειγμα, που προσφέρουν μόνο Αραβικά και Μεσογειακά προϊόντα, ή προσφέρουν μόνο Κινεζικά και Ιαπωνικά, διατηρούν υψηλά περιθώρια κέρδους, αυξανόμενους πελάτες και αυξημένα κέρδη. Και είναι εντελώς αδύνατο για τα σουπερμάρκετ να καλύψουν όλες τις ειδικές αυτές κατηγορίες προϊόντων, για λόγους που έχουν να κάνουν με τη δομή κόστους τους και τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα.
Ίσως εκεί βρίσκεται, επομένως η μάχη του μέλλοντος, η οποία θα έχει δυο κατηγορίες καταστημάτων στα τρόφιμα, όχι μόνο στην Αγγλία αλλά και σε άλλες χώρες, ενδεχομένως και την Ελλάδα. Τα ειδικά μικροκαταστήματα με ειδίκευση σε κατηγορίες όπως προϊόντα από συγκεκριμένες χώρες ή για συγκεκριμένους καταναλωτές, η οποία διακρίνεται από μικρούς όγκους πωλήσεων αλλά μεγάλα περιθώρια κέρδους και αυξανόμενους πελάτες, και στα σουπερμάρκετ που απευθύνονται στα στάνταρ προϊόντα για το ευρύ κοινό.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.