Του Χαρη Τσιλιώτη*
Σύμφωνα με δημοσιεύματα και πληροφορίες από το κυβερνητικό στρατόπεδο η κυβέρνηση προετοιμάζεται εντατικά για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος εντός των επόμενων εβδομάδων με πρώτο στόχο την αντικατάσταση του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής που ψήφισε η Βουλή κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο το καλοκαίρι του 2016 (Ν. 4406/2016) και το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 1 Σ θα ισχύσει στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν αυτές διεξαχθούν. Άλλωστε, υπήρξε μία από τις κορυφαίες προεκλογικές δεσμεύσεις της ΝΔ όταν ήταν στην Αντιπολίτευση, η κατάργηση του συστήματος της απλής αναλογικής που καθιέρωσε η προηγούμενη κυβέρνηση, δεν ήταν όμως το ίδιο σαφές προεκλογικά από ποιο εκλογικό σύστημα θα αντικαθίστατο η απλή αναλογική, η οποία στην χώρα μας έχει συνδεθεί ιστορικά και όχι άδικα με την ακυβερνησία. Οι σκέψεις που υπάρχουν, ακόμη και στον ίδιο τον Πρωθυπουργό, είναι η καθιέρωση ενός εκλογικού συστήματος που θα προσιδιάζει στο γερμανικό μοντέλο των δύο τύπων εκλογικών περιφερειών. Ενός τύπου που θα αποτελείται κατά το ήμισυ από στενές, μονοεδρικές περιφέρειες και ενός τύπου για το υπόλοιπο ήμισυ των εδρών που θα αποτελείται από ευρείες, πολυεδρικές.
Η αλλαγή του εκλογικού συστήματος συνδέεται, μέχρι στιγμής ανεπίσημα, με την αναθεώρηση του άρθρου 54 παρ. 1 Σ, που προβλέπει την ισχύ του εκλογικού συστήματος που θα ψηφισθεί σε μία κοινοβουλευτική περίοδο από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός κι αν το σχέδιο ή η πρόταση νόμου που το καθιερώνει υπερψηφισθεί από τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον 200 βουλευτές. Εξυπακούεται ότι σε περίπτωση αναθεώρησης της διάταξης προς την κατεύθυνση της μείωσης του ορίου για την ισχύ του εκλογικού συστήματος από τις επόμενες εκλογές (π.χ. τα τρία πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον 180 βουλευτές) και υπερψήφισης του νέου εκλογικού συστήματος με αυτήν την συγκριτικά μειωμένη πλειοψηφία, θα άλλαζε τον χρόνο ισχύος του εκλογικού συστήματος από τις μεθεπόμενες στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Σημειωτέον ότι το άρθρο 54 παρ. 1 Σ είναι στα αναθεωρητέα άρθρα, εφόσον η αναθεώρησή του ψηφίσθηκε από την προηγούμενη Βουλή με 155 ψήφους, πλην, όμως, η κατεύθυνση που δόθηκε στην αναθεώρηση αυτής της διάταξης ήταν προς την καθιέρωση πάγιου αναλογικού εκλογικού συστήματος και όχι της ρήτρας περί του χρόνου ισχύος του εκλογικού συστήματος που καθιερώθηκε για πρώτη φορά με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001.
Εδώ θα πρέπει να επισημανθούν ορισμένα ζητήματα, που καλό είναι να τα έχει υπόψη της η κυβέρνηση κατά τους σχεδιασμούς της:
Πρώτον, όπως ήδη ο γράφων έχει υποστηρίξει σε άλλη θέση (βλ. «Συνέντευξη στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» της 2 Αυγούστου 2019) το γερμανικό εκλογικό σύστημα, το οποίο είναι κατά βάση μικτό εκλογικό σύστημα, έχει πολλά πλεονεκτήματα, έχει χαρακτηρισθεί ως «δίκαιο» στην Γερμανία, όπου ισχύει αναλλοίωτο με δευτερεύουσες τροποποιήσεις εδώ και δεκαετίες, πλην, όμως, η συνολική κατανομή των εδρών σε εθνικό επίπεδο γίνεται με το σύστημα της απλής αναλογικής. Άρα η καθιέρωσή του ως έχει στην χώρα μας δεν θα αλλάξει στο τέλος πολλά σε ό,τι αφορά την τελική κατανομή των εδρών και την δυνατότητα σχηματισμού βιώσιμων κυβερνήσεων σε σχέση με το ισχύον σύστημα της απλής αναλογικής, το οποίο «ξορκίζει» η κυβέρνηση. Συνεπώς ενδεχόμενη καθιέρωσή του για την επίτευξη του στόχου της κυβερνησιμότητας θα πρέπει να «νοθευθεί», εάν αυτό είναι τεχνικά δυνατό, με στοιχεία «ενισχυμένης» αναλογικής ή πλειοψηφικού συστήματος.
Δεύτερον, η ισχύς του οποιουδήποτε εκλογικού συστήματος προκρίνει η κυβέρνηση από τις επόμενες εκλογές προσκρούει σε πολλά εμπόδια, πολιτικού και συνταγματικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα:
Η αναθεώρηση του άρθρου 54 παρ. 1 Σ από την παρούσα Αναθεωρητική Βουλή ως προς την ρήτρα του χρόνου ισχύος του εκλογικού συστήματος, απαιτεί πλειοψηφία τουλάχιστον των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών (180) σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 3 Σ, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, η αναθεώρηση αυτής της διάταξης υπερψηφίστηκε μεν από την απόλυτη πλειοψηφία, όχι, όμως, από την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλαδή με πλειοψηφία άνω των 151 όχι όμως και 180. Σε αυτή την περίπτωση, με δεδομένη την κατηγορηματική άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, απαιτείται η σύμπραξη οπωσδήποτε του ΚΙΝΑΛ (158 βουλευτές ΝΔ + 22 βουλευτές ΚΙΝΑΛ = 180 βουλευτές), κάτι που δεν είναι βέβαιο.
Εδώ, όμως, υπάρχουν και συνταγματικά προβλήματα, εφόσον σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στην θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου, αλλά και κυρίως της συνταγματικής πρακτικής που αποδέχθηκαν οι Ζ΄ και Η΄ Αναθεωρητικές Βουλές και οι αντίστοιχες προαναθεωρητικές αυτών, η Αναθεωρητική Βουλή δεσμεύεται από την πρόταση της προαναθεωρητικής όχι μόνο ως προς την διάταξη αλλά και ως προς την κατεύθυνση που δίνει η προαναθεωρητική Βουλή στην αναθεωρητέα διάταξη. Δεδομένου ότι η προηγούμενη Βουλή ως προαναθεωρητική, έδωσε ως κατεύθυνση για την αναθεώρηση του άρθρου 54 παρ. 1 Σ την καθιέρωση πάγιου αναλογικού εκλογικού συστήματος και όχι την ρήτρα του χρόνου ισχύος του εκλογικού συστήματος τότε η παρούσα Αναθεωρητική Βουλή δεν μπορεί να αναθεωρήσει το άρθρο 54 παρ. 1 Σ ως προς το ζήτημα αυτό αλλάζοντας την απαιτούμενη πλειοψηφία για την ισχύ του από τις επόμενες εκλογές από τα δύο τρίτα στα τρία πέμπτα. Είναι πιθανό ότι την άποψη αυτή θα υιοθετήσει πολιτικά και το ΚΙΝΑΛ, οι ψήφοι του οποίου, όπως προαναφέρθηκε, είναι απαραίτητοι για την αναθεώρηση αυτής της διάταξης.
Ακόμη, όμως, κι αν επικρατήσει η άποψη ότι το άρθρο 54 παρ. 1 Σ μπορεί να αναθεωρηθεί προς την κατεύθυνση που θέλει να του δώσει η κυβέρνηση και συναινέσει και το ΚΙΝΑΛ σε αυτό, και πάλι η κυβέρνηση χρειάζεται για τους ίδιους αριθμητικούς λόγους την συναίνεση του ΚΙΝΑΛ για την υπερψήφιση του σχεδίου νόμου, ούτως ώστε το νέο εκλογικό σύστημα να ισχύσει από τις επόμενες εκλογές, δηλαδή υπερψήφιση με 180 βουλευτές.
Εδώ, όμως, πρέπει να έχει υπόψη της ότι και σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορούν καταρχήν να αλλάξουν πολλά σε περίπτωση που το εκλογικό σύστημα τροποποιηθεί σε χρόνο πριν την αναθεώρηση του άρθρου 54 παρ. 1 Σ, εκτός κι αν η Αναθεωρητική Βουλή θελήσει να δώσει αναδρομική ισχύ στην διάταξη που θα περιλαμβάνει και την αλλαγή στην τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο, κάτι συνταγματικά αμφισβητήσιμο που αναμένεται να συναντήσει μεγάλες, και όχι μόνο, πολιτικές αντιδράσεις.
Κατά συνέπεια, εάν δεν είναι στις προθέσεις της κυβέρνησης να προκαλέσει εκλογές σύντομα και να δώσει υπόσταση σε εξωφρενικά σενάρια για νέες εκλογές που κατά τα ειωθότα άρχισαν να κυκλοφορούν την επομένη των εκλογών, καλό είναι να μην βιαστεί να ψηφίσει το νέο εκλογικό σύστημα τώρα.
* Ο κ. Χάρης Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου