H μάχη των εμβολίων και η θρυαλλίδα των πληγωμένων εθνικισμών

H μάχη των εμβολίων και η θρυαλλίδα των πληγωμένων εθνικισμών

Μετά την αποτυχία της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις εξετάσεις διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης δεν φαίνεται πολύ πιθανό ο πόλεμος κατά του COVID 19 να κερδηθεί και να λήξει εντός του 2021.

Οι ανατροπές που μοιραία θα ακολουθήσουν στα προγράμματα του μαζικού εμβολιασμού θα μεταβάλλουν και τα χρονοδιαγράμματα επιστροφής σε ρυθμούς ανάκαμψης ικανούς να αποσβέσουν σύντομα τις ζημιές της επιδεινούμενης οικονομικής ύφεσης.

Κι αν οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης έχουν τις βιομηχανίες που τις καθιστούν λιγότερο ευάλωτες στις διακυμάνσεις των διεθνών οικονομικών συγκυριών, δεν ισχύει το ίδιο για τις περισσότερο εξαρτημένες από τον τουρισμό και τις εισαγωγές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.

Ανάμεσά τους η Ελλάδα κινδυνεύει πλέον να χάσει για δεύτερη χρονιά την τουριστική σαιζόν με ό,τι αυτό θα σημάνει για τις προοπτικές εξόδου από την οικονομική κρίση και την επιστροφή σε κανονικότερους ρυθμούς λειτουργίας της αγοράς της.

Διαθέτει βέβαια το σωσίβιο των αδιάθετων ακόμα πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανασυγκρότησης. Η αναπτυξιακή αξιοποίησή τους θα είναι ασφαλώς ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα που θα έχει βάλει η χώρα για να ξαναστηθεί η οικονομία της πάνω σε ορθολογικότερες, υγιέστερες, δυναμικότερες και πιο ισορροπημένες βάσεις λύνοντας διαρθρωτικά προβλήματα και θεραπεύοντας χρόνιες παθογένειες, στρεβλώσεις και αδυναμίες των κρατικοδίαιτων υποδειγμάτων του παρελθόντος και των πελατειακών προταγμάτων που δυνάστευσαν διαχρονικά τον σχεδιασμό της.

Πλην όμως οι προβλεπόμενες για τα επόμενα δυο χρόνια εισροές δεν είναι αρκετές για να την βγάλουν από την προβληματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει εξ αιτίας της πανδημίας. Ακόμα και αν δεν υπάρξουν, όπως ενδέχεται, γραφειοκρατικές εμπλοκές στις εκταμιεύσεις ή αρρυθμίες σαν κι αυτές που συνήθως παρουσιάζονται στην υλοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, το απλό αλλά καίριο ερώτημα παραμένει:

Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει χωρίς έσοδα από τον τουρισμό ικανά να τονώσουν την εγχώρια ζήτηση, να αναθερμάνουν την αγορά και να καλύψουν τις αυξανόμενες υποχρεώσεις των νοικοκυριών και ιδιαίτερα αυτών που βιοπορίζονται από τις δημοσιονομικά υποστηριζόμενες σήμερα μικρομεσαίες επιχειρήσεις;

Και ακόμα:

Μέχρι πού θα φθάσουν οι αντοχές των νοικοκυριών;

Πόσο επαρκούν τα περιθώρια που έχουν να επιβιώσουν;

Πόσο βάρος μπορούν να σηκώσουν ακόμα οι δημόσιες πολιτικές για την διατήρησή τους εν ζωή;

Ποιο θα είναι το κόστος που θα επιβαρύνει μεσοπρόθεσμα την εθνική οικονομία;

Και εν τέλει ποιο θα είναι το κοινωνικό και πολιτικό κόστος που θα προκύψει και σε ποιον/ποιους θα χρεωθεί, αν η νεκροψία δείξει ότι αυτοί που δεν τα κατάφεραν - ιδιαίτερα από τους προερχόμενους από την μεσαία τάξη - είναι περισσότεροι από αυτούς που είχαν την τύχη να βγουν κερδισμένοι από την κρίση;

Και τι θα επακολουθήσει αν οι χαμένοι γίνουν περισσότεροι από όσους μπορεί να αντέξει το υφιστάμενο σύστημα της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας;

Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι στην Ελλάδα η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη φαίνεται να είναι σε θέση να απορροφήσει αρκετούς από τους κραδασμούς που ο συνδυασμός υγειονομικής- οικονομικής κρίσης και η παράταση των επενέργειών του επί των συμπεριφορών του εκλογικού σώματος αναπόφευκτα θα προκαλέσει. Έστω και αν δεν ισχύσουν τελικά τα δυσμενέστερα σενάρια για την πορεία πανδημίας και ύφεσης.

Τα τελευταία πέντε χρόνια η ιδεολογική στροφή επί το συντηρητικότερον των πολιτών προσδίδει στη σημερινή «κυβερνώσα κεντροδεξιά» ένα στρατηγικό βάθος που προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ δεν είχαν.

Είναι, εξάλλου, ενδεικτικά τα ευρήματα της πολύ πρόσφατης έρευνας της Metron Analysis σύμφωνα με τα οποία η σημαντικότερη μεταβολή τάσεων που έχει σημειωθεί από το 2015 του σχηματισμού της πρώτης κυβέρνησης της Αριστεράς στην Ελλάδα μέχρι σήμερα που συμπληρώνονται δεκαεννιά σχεδόν μήνες από το σχηματισμό της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη είναι αυτή της θεαματικής αύξησης των ποσοστών των πολιτών που αυτοτοποθετούνται στην Κεντροδεξιά. Από το 13% του 2015 τα ποσοστά αυτά ανέρχονται σήμερα στο 20% ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά των αυτοτοποθετουμένων στην Αριστερά έχουν πέσει από το 17% του 2015 στο 11% το 2020..

Η σημασία της μεταβολής αυτής καθίσταται πιο ανάγλυφη αν συνυπολογιστεί ότι έχουν εν τω μεταξύ περιοριστεί στην περιοχή του μόλις 20% τα ποσοστά των ψηφοφόρων που αυτοτοποθετούνται στην Κεντροαριστερά (οριακά μειωμένα κατά μια μονάδα), ενώ μειωμένα κατά δυο μονάδες εμφανίζονται τα ποσοστά των «καθαρόαιμων κεντρώων», που από το 22% του 2015 βρίσκονται σήμερα στο 20%.

Την ίδια στιγμή τα ποσοστά των αυτοτοποθετούμενων στην «παραδοσιακή Δεξιά», την επονομαζόμενη και «λαϊκή», παραμένουν στην περιοχή του 14% εμφανίζοντας ελαφρά άνοδο μιας μονάδας.

Μετά, δηλαδή, την εμπειρία των ετών - και τι ετών! - 2015-2020 στο μεσαίο πολιτικό χώρο ξανασυγκεντρώνεται υπό κεντροδεξιά ηγεμονία μια σχετική κοινωνική πλειοψηφία αντιστρόφως ανάλογη αυτής που συγκεντρωνόταν υπό κεντροαριστερή ηγεμονία στην ύστερη μεταδικτατορική περίοδο, οπότε άρχισε η ανάπτυξη της «αντιδεξιάς» κοινωνικής δυναμικής που θα έφερνε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου θριαμβευτικά στην εξουσία το 1981.

Ίσως η ιδεολογική αυτή στροφή να είχε μικρότερη βαρύτητα, αν δεν συνδεόταν με την εμβέλεια του στίγματος που εκπέμπει το πολιτικό προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη τόσο προς την κατεύθυνση του ακροατηρίου της Κεντροαριστεράς τύπου ΚΙΝΑΛ όσο και προς την κατεύθυνση της ριζοσπαστικής(;) Αριστεράς τύπου ΣΥΡΙΖΑ. Η ικανοποίηση από τον τρόπο της διακυβέρνησής του αγγίζει το 80% στους κόλπους των ψηφοφόρων του Κινήματος Αλλαγής και κυμαίνεται σταθερά μεταξύ 25% και 30% στην βάση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο, το πόσο μακράς πνοής θα αποδειχθεί ότι είναι η κυριαρχία Κυριάκου Μητσοτάκη θα εξαρτηθεί όχι τόσο από το στρατηγικό βάθος που του δίνει η σημερινή ιδεολογική υπεροχή της Κεντροδεξιάς, όσο από τα πρακτικά αποτελέσματα που θα φέρουν οι κορυφαίου κοινωνικού ενδιαφέροντος εξελίξεις στο πεδίο τόσο της διπλής υγειονομικό-οικονομικής κρίσης όσο και στο πεδίο των εθνικών θεμάτων και των τεκταινομένων εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από την άποψη αυτή τα όσα συμβαίνουν τόσο στον πόλεμο των εμβολίων κατά της πανδημίας όσο και στον πόλεμο των συγκρουόμενων γαιω-οικονομικών συμφερόντων στην ευρύτερη ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση περιοχή της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής ενέχουν τον κίνδυνο να λειτουργήσουν ως θρυαλλίδα που θα προκαλέσει αλυσιδωτές και απρόβλεπτων επιπτώσεων αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και ευρωπαϊκό πολιτικό στερέωμα.

Ενέχουν δε ακόμα χειρότερα και ειδικότερα έναν κίνδυνο που αρχίζει να διαφαίνεται όλο και καθαρότερα: να ξυπνήσουν το θηρίο του εθνολαϊκισμού με τους εκκωφαντικούς θορύβους που προξενεί η μετατροπή του πολέμου των εμβολίων σε πόλεμο εθνικισμών.

Πολύ δε περισσότερο τώρα που η Ευρωπαϊκή Ένωση εισέρχεται σε ζώνη παρατεταμένων αναταράξεων συνεπεία όχι μόνο της αποχώρησης της Μεγάλης Βρεττανίας, αλλά και των κρισιμότατων εκλογικών αναμετρήσεων που ακολουθούν τα επόμενα δυο χρόνια στις κομβικές χώρες του σκληρού της πυρήνα (Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία). Εκεί, δηλαδή όπου λαγοκοιμάται ο ευρωσκεπτικισμός. Αλλά και στις ειδικότερου ελληνικού ενδιαφέροντος χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Πορτογαλία, η Βουλγαρία και μάλλον η Ιταλία. Για να μην αναφερθούμε στην Σκωτία, όπου μπορεί να ανοίξει σε λίγο ο ασκός του Αιόλου της ανεξαρτητοποίησής της και της επιστροφής της στο ευρωπαϊκό σπίτι.

Δεν είναι μόνον το τεράστιο ερωτηματικό και η αβεβαιότητα που πλανάται πάνω από την μετά-Μέρκελ εποχή. Είναι και το διακύβευμα που αντιπροσωπεύει συνήθως για το μέλλον και τη συνοχή της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής η διαμόρφωση των πολιτικών ισορροπιών στην Ολλανδία. Είναι και ο ρόλος που κάνει τη Γαλλία βαρόμετρο του γενικότερου ευρωπαϊκού κλίματος. Και είναι κυρίως τα σημεία που θα εμφανιστούν για την στατικότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Ήδη τα πρώτα σημάδια που έρχονται από το μέτωπο της πανδημίας δεν είναι ιδιαίτερα καθησυχαστικά.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το ευρωπαϊκό εγχείρημα δείχνει να πάσχει σοβαρά σε θέματα λήψης αποφάσεων και διαχείρισης πάσης μορφής κρίσεων.

Η παταγώδης αποτυχία της διαμεσολαβητικής προσπάθειας της γερμανικής προεδρίας να ανακόψει την επιθετικότητα του νεο-οθωμανικού επεκτατισμού της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο (και όχι μόνον) και η αδυναμία (;) της να επιβάλει την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με όρους που δεν θα αμφισβητούσαν την ευρωπαϊκή κυριαρχία, και μάλιστα σε περιοχή ζωτικής σημασίας για το γαιωπολιτικό ειδικό βάρος της Ένωσης, ήταν η προ- τελευταία πηγή εύλογων ανησυχιών όχι μόνον για την καθεαυτή υπόσταση της ΕΕ άλλα και για τις λαβές που να δώσει με τη στάση της στην αφύπνιση των αντιευρωπαϊκών κινημάτων.

Ακολούθησε η αποτυχία της να χειριστεί τις συμφωνίες με τις φαρμακευτικές και να συνεννοηθεί για κοινή στρατηγική απέναντι στην υγειονομική απειλή.

Είχαν, όμως, προηγηθεί πλείστες άλλες αστοχίες με ιδιαίτερα ζημιογόνες επιπτώσεις στη γειτονιά μας, και όχι μόνον. Μερικές τις πληρώνουν ακόμα οι Σέρβοι και τα Δυτικά Βαλκάνια. Άλλες η Μεσόγειος και η Βόρεια Αφρική.

Ήταν, όμως, όλες αρκετές για να εξάψουν τα εθνικιστικά πάθη και να δικαιώσουν στα μάτια της κοινής γνώμης όσους είδαν την πολιτική τους επιρροή να διευρύνεται επιμένοντας ότι η εθνική κυριαρχία είναι όχι μόνον προτιμότερη αλλά και αποτελεσματικότερη της αμφίβολης ευρωπαϊκής.

Τώρα απλούστατα θα ρωτάνε γιατί το Ισραήλ έκανε τη δουλειά καλύτερα από την Ένωση που προσπαθεί να ολοκληρωθεί πατώντας μονίμως τα κορδόνια της.

Δεν θέλει πάρα πολύ για να συναντηθούν οι χαμένοι της οικονομικής κρίσης με τους πληγωμένους των εθνικών εγωισμών για να βγάλουν την «αυταρχική Δεξιά» από την σημερινή μειοψηφική της θέση.