Όπως στα χρόνια της χολέρας έτσι και στον καιρό της πανδημίας είναι φυσικό όλα να περιστρέφονται περί αυτήν κι όλα να κρίνονται από αυτήν.
Άλλωστε από όλες τις αντιθέσεις που γνώρισε η ανθρωπότητα, διαχειρίστηκε η πολιτική και παρήγαγαν την πρόοδο η μόνη που έμεινε αξεπέραστη ήταν αυτή που εξ αρχής χώριζε την ζωή από τον θάνατο. Ο έρωτας κάποιες στιγμές πιστεύει ότι την υπερβαίνει, αλλά ίσως και γι' αυτό δεν υπήρξε ποτέ αιώνιος παρά τους όρκους περί του αντιθέτου που δίνει συχνά.
Από την πανδημία, λοιπόν, εξαρτάται και η καθημερινότητα των πολιτών και από τις επιπτώσεις που θα έχει επάνω της θα κριθεί και η τύχη που θα έχει η σημερινή κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όπως και όλες οι κυβερνήσεις των δημοκρατικών κρατών που τους έπεσε το λαχείο της.
Άλλωστε και ο καιρός της πανδημίας δεν είναι παρά μέρος των σύγχρονων καιρών που το πνεύμα τους διαπνέει η έγνοια της επιβίωσης και η έννοια της διαβίωσης. Ούτε η αγωνία για την σωτηρία της ψυχής ούτε η ανησυχία για το νόημα της ιστορίας.
Πλην όμως η πανδημία δεν είναι παντοτινή. Και το καλό σενάριο για την επόμενη ημέρα της είναι ότι του χρόνου τέτοιον καιρό η ελληνική οικονομία ναι μεν θα μετράει ακόμα θύματα, αλλά οι προοπτικές της θα είναι πιο ευοίωνες.
Τα 70 δις από το ΕΣΠΑ και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανασυγκρότησης, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα έχουν αρχίσει να ρέουν δίνοντας της την δυνατότητα να επανεκκινήσει διορθώνοντας ταυτόχρονα το παραγωγικό της μοντέλο. Από τα τεράστιου ύψους σωρευμένα διεθνή κεφάλαια πολλά θα κατευθύνονται ήδη στην εγχώρια αγορά. Παγωμένα σχέδια επενδύσεων θα ξεπαγώνουν. Νέα δημόσια έργα θα προκηρύσσονται προσελκύοντας διεθνείς και ντόπιες επενδύσεις. Ψηφιακός μετασχηματισμός και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα δημιουργούν μεγάλες ευκαιρίες για άλλες. Η τουριστική βιομηχανία θα ετοιμάζεται να ξαναβρεί τους συνήθεις ρυθμούς της. Νέες δουλειές και θέσεις εργασίας θα ανοίγουν επωφελούμενες από το ελεγχόμενο μισθολογικό κόστος και τις υψηλές αποδόσεις των ιδίων κεφαλαίων. Κατά πάσα πιθανότητα θα ζυγώνει και ο χρόνος των εκλογών.
Εκείνη, όμως, για την οποία σίγουρα δεν προβλέπεται να ισχύσουν πολύ καλά σενάρια είναι η πορεία των εθνικών θεμάτων. Όχι αναγκαστικά γιατί επίκειται κάποια ιδιαιτέρως δυσμενής εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων ή κάποιο θερμό επεισόδιο που ανά πάσα στιγμή μπορεί να επιβαρύνει το κλίμα ή να μεταβάλει τα πιο αισιόδοξα δεδομένα. Αλλά γιατί προϊόντος του χρόνου ενισχύεται η βεβαιότητα ότι σε υψηλότερους ή χαμηλότερους τόνους η τουρκική προκλητικότητα θα συνεχιστεί επ' αόριστον με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια και την σταθερότητα της χώρας και της ευρύτερης περιοχής.
Και θα συνεχιστεί η προκλητικότητα της γείτονος όχι για διαπραγματευτικούς αλλά για στρατηγικούς λόγους.
Το πρόβλημα με την Τουρκία δεν είναι ούτε μόνον οι εκβιασμοί που θα κάνει για να διευρύνει την ατζέντα των ελληνοτουρκικών συνομιλιών/διαπραγματεύσεων και να θέσει θέματα που άπτονται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου. Ούτε είναι μόνον ο νεο-οθωμανισμός του Ερντογάν και η εξάρτησή του από τους εθνικιστές ευρασιανιστές συμμάχους του που καθιστούν μονιμότερη την απειλή της γείτονος. Είναι το ότι ανεξαρτήτως πολιτικής ηγεσίας η Τουρκία θα παραμείνει σταθερά προσανατολισμένη στην στρατηγική της περιφερειακής "υπερδύναμης" και θα έχει μονίμως την ανάγκη να επιβεβαιώνει το ρόλο που διεκδικεί. Όχι μόνον για εσωτερική κατανάλωση. Αλλά και για διεθνή προβολή. Προβολή ισχύος αλλά και επιβολή κυριαρχίας.
Η συζήτηση γιατί ο Ερντογάν κλιμακώνει την ρητορική επιθετικότητά του ενώ η κατάσταση στο Αιγαίο βρίσκεται σε φάση αποκλιμάκωσης, γιατί την μια ημέρα ζητά να συναντηθεί με τον Μητσοτάκη και την άλλη τον βρίζει, γιατί ενώ προσπαθεί να επίρριψη στην Ελλάδα την ευθύνη της έντασης, παίρνει ο ίδιος την πρωτοβουλία να σηκώσει τους τόνους προκαλώντας δεν έχει από ένα σημείο και πέρα κανένα νόημα. Όπως δεν έχει κανένα απολύτως νόημα η καθημερινή αναρώτηση αν κοιμήθηκε ή αν ξύπνησε καλά, αν κοιμήθηκε σαν Πρόεδρος ή ξύπνησε σαν τον Μωάμεθ τον Β' τον Πορθητή.
Το ίδιο άνευ σημασίας είναι και η αναζήτηση μιας εξήγησης για το γιατί επιτίθεται στον Μπάιντεν την ίδια ώρα που επιδιώκει επαναπροσέγγιση με τον Λευκό Οίκο ή γιατί τα βάζει με τον Μακρόν, ενώ λίγες ημέρες νωρίτερα του έγραφε γράμμα με αγαπησιάρικη προσφώνηση και φιλικό περιεχόμενο.
Το ότι μοιραία η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας επηρεάζεται από την προσωπικότητα του ηγέτη της και φέρει την σφραγίδα των ιδιαιτεροτήτων και των ιδεολογικών ή ψυχολογικών χαρακτηριστικών της είναι αναμφισβήτητο και έχει την δική του βαρύνουσα σημασία. Πολύ δε περισσότερο που δεν πρόκειται για χθεσινό ούτε τυχαίο ηγέτη. Επί δυο σχεδόν δεκαετίες διευθύνει τη χώρα του με ευρύτατη λαϊκή υποστήριξη και όραμα για την πορεία της και την ιστορική αποστολή της έχοντας αναβαθμίσει το ρόλο της, ενισχύσει την θέση της και αλλάξει την κοινωνική, θεσμική και αναπτυξιακή υπόστασή της.
Και έχει, βέβαια, γιαυτό πράγματι μεγάλη χρησιμότητα να ξέρουμε ακόμα και τα όνειρα που, όπως μας αποκάλυψε χθες, έκανε από τα νεανικά του χρόνια να δει την Αγιά Σοφιά να γίνεται τζαμί. Όπως είναι και πολύ χρήσιμο να παρακολουθούμε και να αναλύουμε ποιες και γιατί κάθε φορά δηλώσεις κάνει, μιας και είναι πια απολύτως επιβεβαιωμένο ότι δεν λέει τίποτα στην τύχη ούτε ότι εννοεί άλλα από αυτά που λέει. Και είναι οπωσδήποτε ακόμα χρησιμότερο να λαμβάνονται υπόψη οι επικοινωνιακές ανάγκες που εξυπηρετούν τα μηνύματα που στέλνει στο εσωτερικό του ακροατήριο για λόγους εκλογικής σκοπιμότητας και να διαχωρίζονται από τα μηνύματα που απευθύνονται στην διεθνή κοινότητα γενικότερα και στην Ελλάδα ειδικότερα εξυπηρετώντας εθνικές στρατηγικές στοχεύσεις.
Πλην όμως οι σημαντικότερες από τις τελευταίες δεν αποτελούν προσωπικό καπρίτσιο του Ερντογάν ούτε διαμορφώνονται ανάλογα με τις εσωτερικές πολιτικές πιέσεις που μπορεί να δέχεται σήμερα εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης ή αύριο από τους πολιτικούς συμμάχους που πρέπει να ικανοποιήσει για να παραμείνει στην εξουσία. Είναι στοχεύσεις που ορίζονται διαχρονικά και απορρέουν από τα δόγματα της εξωτερικής πολιτικής όπως αυτά διατυπώνονται από το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας και εφαρμόζονται πιστά.
Με ή χωρίς τον Ερντογάν, πριν ή μετά την σημερινή οικονομική κρίση η γειτονική μας χώρα θα είναι πάντα μια αναθεωρητική δύναμη με γαιωπολιτικές φιλοδοξίες και αυτοκρατορικά σύνδρομα, που ο σουνιτικός της χαρακτήρας την κάνει επιθετικότερη και ηγεμονικότερη απέναντι στον μουσουλμανικό κόσμο. Κι αυτό δεν είναι κάτι που μεταβάλλεται μαζί με το καθεστώς αλλά υπαγορεύεται ως επιλογή από την γεωγραφία, την ιστορία και την δημογραφία της καθώς και από τις κυρίαρχες τάξεις που εκπροσωπούν οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες της.
Άλλωστε είναι οι διαφοροποιήσεις των μεταξύ τους συσχετισμών και της ιεράρχησης των συμφερόντων τους που επικαθορίζουν και τις εσωτερικές και τις διεθνείς συμμαχίες της χώρας διαχωρίζοντας για παράδειγμα τις περιόδους της σε κεμαλική στραμμένη στην ενδοχώρα και ερντογανική στραμμένη στην θάλασσα και την "Γαλάζια Πατρίδα". Δεν είναι,εξάλλου, απλή σύμπτωση που ο Ερντογάν απευθύνεται σήμερα στα αστικά και λαϊκά στρώματα της βαθιάς Ανατολής έχοντας πάψει να αναφέρεται (και να εξαρτάται;) από τα πιο κοσμοπολίτικα της Κωνσταντινούπολης.
Αν ο εξωστρεφής χαρακτήρας και ο ευρωπαϊκότερος προσανατολισμός των τελευταίων τα έκανε συγκαταβατικότερα απέναντι στην Ελλάδα και δεκτικότερα σε πολιτικές καλύτερης γειτονίας και δημιουργικότερης συνεργασίας, είναι πολύ πιθανότερο τώρα η τουρκική ιθύνουσα τάξη να αντιλαμβάνεται τη σχέση της με τον ελληνισμό όπως η ιστορική αντιπαλότητα μαζί του την προσδιορίζει.
Άλλωστε η ύπαρξη ιστορικής αντιπαλότητας συνιστά και τη μεγάλη ειδοποιό διαφορά που επιβάλει στην Ελλάδα να μη περιμένει να συμπεριληφθεί στα και να επωφεληθεί από τα "ανοίγματα" που ενδεχομένως, αν και αμφιβόλως, η Τουρκία θα συνεχίσει να κάνει προς τους ευρωατλαντικούς κοινούς συμμάχους. Όχι γιατί είναι έθνος ανάδελφο. Αλλά γιατί είναι το έθνος που έκανε το … "λάθος" να επιλέξει την επανάσταση του '21 και ουχί να αλώσει εκ των ένδον την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως προέτρεπαν οι πεφωτισμένοι Φαναριώτες.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, από την στιγμή που η Τουρκία πασιφανώς διεκδικεί τουλάχιστον το ρόλο ενός αυτόνομου πόλου στο περιφερειακό σύστημα ασφαλείας εκτοπίζοντας το ελληνικό στοιχείο, είναι καλόν η κυβέρνηση, αντί να ταλαντεύεται μεταξύ αποτρεπτικής και κατευναστικής στρατηγικής, να συμπεριλάβει στο μεταρρυθμιστικό της έργο την εκπόνηση μιας ολοκληρωμένης υπερκομματικού και διαχρονικού χαρακτήρα εθνικής στρατηγικής με ανταγωνιστικό γεωπολιτικό όραμα και ευρύ λαϊκό έρεισμα εκπαιδεύοντας την κοινή γνώμη για μια μακροχρόνια και όχι συγκυριακή αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής.
Γιατί καλή είναι η προετοιμασία της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και οι μεταρρυθμίσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και του κράτους. Άλλα ακόμα καλύτερα είναι να σιγουρευτούμε ότι θα υπάρχει και το κράτος και η οικονομία.
Το Ισραήλ θωράκισε και τα δυο απέναντι στους δικούς του ιστορικούς αντιπάλους και κάτω από πολύ πιο αντίξοες συνθήκες. Και (βέβαια) πέτυχε. Τώρα η Τουρκία επιζητεί εναγωνίως τη φιλία του, αφού προηγουμένως ο Ερντογάν διατυμπάνιζε urbi et orbi το άλλο του, μάλλον νεανικό και αυτό, όνειρο να κάνει με το Αλ-Άκσα στην Ιερουσαλήμ ό,τι έκανε με την Αγιά-Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη.
Ας το μιμηθεί το παράδειγμα του Ισραήλ και η Ελλάδα κι ας μην έχει περάσει από ένα ολοκαύτωμα που ίσως της μάθαινε ταχύτερα πώς να υπερασπίζεται τον εαυτό της και το δίκιο της. Είναι ευκαιρία να το κάνει τώρα που γιορτάζει τα 200 χρόνια της επανάστασης της και της ιστορικής μνήμης της.
Εκτός αν πάρει κι αυτή την απόφαση που ο Σρέντερ συστήνει στη Δύση ολόκληρη να πάρει: ότι δηλαδή η Τουρκία θα είναι η κυρίαρχη της περιοχής.