Χόρχε Λουίς Μπόρχες με τη συνεργασία της Μαρίας Κοδάμα «Άτλας», Μετάφραση-Σημειώσεις: Δημήτρης Καλοκύρης, Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πατάκη, σελ. 128. «Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να μην είναι μυστηριώδες, μα το μυστήριο αυτό είναι σε ορισμένα πράγματα περισσότερο έκδηλο απ’ ό,τι σε άλλα: στη θάλασσα, στο κίτρινο χρώμα, στα μάτια των γερόντων και στη μουσική».
Κείμενα άλεφ σαν μικρά ψηφιδωτά από κάτοπτρα που αποτελούν μέρη ενός ενιαίου παγκόσμιου άτλαντα τον οποίο ανακάλυψε με την οδηγό, γραμματέα, μετέπειτα σύζυγό και συνοδοιπόρο του που υπήρξαν τα μάτια και η φωτογράφος του στα ταξίδια που υπήρξαν για κείνον προέκταση και λύση στα όνειρα και στο αίνιγμα της ύπαρξης.
Κι είναι τιμή μας που όλη αυτή τη γεύση μυστηρίου την έλαβε στο «Ναό του Ποσειδώνος» όπως και την έννοια του Λαβυρίνθου του χρόνου στην Κνωσό στην Κρήτη.
Μπουένος Άιρες, Ισλανδία και Μαγιόρκα, Ελλάδα, Καλιφόρνια, Ρώµη, ο Μπόρχες δηµιουργεί την προσωπική του γεωγραφία από πεζά, στίχους, όνειρα και φωτογραφίες· χαρτογραφεί ένα ταξίδι στο οποίο ο χρόνος είναι ταυτόχρονα πεπερασµένος και άπειρος. Και αποδεικνύει, για άλλη µία φορά, ότι η τέχνη δεν είναι απλώς µια αναπαράσταση της πραγµατικότητας, αλλά ένα αναπόσπαστο κοµµάτι της. Ειδικά στη δική του ζωή του που υπήρξε και η μόνη πραγματική. Εμπεριέχοντας όλη την ιστορία και όλους τους θρύλους και όλες τις ιστορίες των θρησκειών και όλα τα όνειρα των ανθρώπων και των λαών και όλα τα βιβλία που γράφτηκαν και όλα όσα εν δυνάμει θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί…
Και έτσι ταξίδευαν, με τον ίδιο τρόπο, με όλα όσα ήξεραν, με όλα όσα είχαν γίνει ήδη: «Κατά τη διάρκεια της ευχάριστης παραµονής µας στη Γη, η Μαρία Koδάµα κι εγώ πήραµε γεύση από πολλά µέρη, κάνοντας πολλά ταξίδια από τα οποία προέκυψαν πολλά κείµενα και πλούσιο φωτογραφικό υλικό… Ιδού, λοιπόν, το βιβλίο. Δεν πρόκειται για µια σειρά κείµενα που τα εικονογραφούν φωτογραφίες ή για µια σειρά φωτογραφίες που επεξηγούνται από λεζάντες. Κάθε τίτλος καλύπτει µια ενότητα που αποτελείται από εικόνες και λέξεις. Η ανακάλυψη του αγνώστου δεν είναι ειδικότητα µονάχα του Σεβάχ, του Έρικ του Ερυθρού ή του Κοπέρνικου. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να µην έχει κάνει µια ανακάλυψη. Αρχίζει ανακαλύπτοντας το πικρό, το αλµυρό, το κοίλο, το λείο, το τραχύ, τα επτά χρώµατα του ουράνιου τόξου και τα είκοσι τόσα γράµµατα του αλφαβήτου· ύστερα συνεχίζει µε τα πρόσωπα, τους χάρτες, τα ζώα και τα άστρα· καταλήγει στην αμφιβολία ή την πίστη και στη σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα της άγνοιάς του». Υποστηρίζει ο Μπόρχες.
Ένας Μπόρχες μύθος πλέον που, «Αν εξαιρέσουμε τον Τσε Γκεβάρα και τον Χουάν Περόν, τον οποίο απεχθανόταν ο Μπόρχες, τούτος ο τυφλός porteno παραμένει ο διασημότερος Αργεντινός του 20ου αιώνα»…. Και «Το λήμμα «μπορχεσιανός» εδώ και χρόνια, είναι εξίσου πολυχρησιμοποιημένο στο λογοτεχνικό λεξιλόγιο με τον όρο «καφκικός».
Υπαινικτικός, αλληγορικός, ποιητικός, στυλίστας, ειρωνικός, παραβολικός, μοντέρνος και συνάμα παραδοσιακός, ένας πραγματικά κοσμοπολίτης, ζωντανός μύθος, δημιουργός του «λαβυρίνθου» και του «καθρέφτη», ο Χόρχε Λούις Μπόρχες αποτελεί «μια εμβληματική μορφή της λογοτεχνίας του 20 αιώνα».
Η ζωή του απασχόλησε και απασχολεί παγκοσμίως το αναγνωστικό κοινό σχεδόν όσο και το έργο του. Το γεγονός ότι τυφλώθηκε την εποχή που έγινε διευθυντής στην μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του κόσμου στο Μπουένος Άιρες, και όντας σε απόσταση αναπνοής απ’ όλα τα βιβλία που εκείνος ως φανατικός βιβλιοφάγος θα επιθυμούσε να διαβάσει, δεν θα μπορούσε εν τούτοις ούτε καν να διακρίνει σκιές, τον έκαναν για πολλά χρόνια ένα ζωντανό μύθο. Πολλοί έγραψαν προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τη ζωή και το έργο του.
Γεννήθηκε στη δύση της βικτωριανής εποχής, και συχνά αναφερόταν στον εαυτό του με τη φράση «un ser victoriano», υποδεικνύοντας έτσι ότι αισθάνεται βικτωριανός. Του άρεσε να περιστοιχίζεται από γυναίκες και, αργότερα, όταν πια δεν μπορούσε να τις δει, του άρεσε τις ακούει να μιλούν. Εντούτοις, ήταν ντροπαλός… Η μητέρα του, η Λεονόρ Ασεβέδο, έπαιξε ασυνήθιστα σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Μια από τις πιο εκκεντρικές πλευρές του Μπόρχες- και δεν ήταν λίγες- ήταν ότι σε ηλικία εξήντα και εβδομήντα χρόνων ζούσε ακόμη με τη μητέρα του, η οποία και τον φρόντιζε… Έκανε ήσυχη ζωή, χωρίς πολλές ανέσεις, και δεν είχε εξεζητημένες συνήθειες- δεν έπινε, ούτε κάπνιζε. Σε γενικές γραμμές, ήταν ελεύθερος να ζήσει όπως ήθελε.
Μια άλλη περίεργη πλευρά της παιδικής ηλικίας του Μπόρχες ήταν ότι δεν είχε πάει σχολείο μέχρι τα εννιά του χρόνια. Ένας από τους λόγους ήταν ότι ήθελαν να τον προφυλάξουν από μεταδοτικές ασθένειες, όπως η φυματίωση…
Σχετικά με την καθυστερημένη ένταξή του στην εκπαίδευση, ο Μπόρχες ήταν πιο αποκαλυπτικός: «… ο πατέρας μου, ως αναρχικός που ήταν, αντιμετώπιζε με δυσπιστία όλους τους θεσμούς». Ο πατέρας Μπόρχες, ως αγνωστικιστής, αντιδρούσε επίσης στην ιδέα να κατηχηθούν τα παιδιά τους με την επίσημη θρησκεία. Ο πολιτικός και θρησκευτικός ατομικισμός του Χόρχε παρέμεινε σταθερός σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Τα βιβλία καταλάμβαναν ένα ολόκληρο δωμάτιο του σπιτιού στο Παλέρμο, ταξινομημένα σε ράφια που έκλειναν με τζάμι, και η βιβλιοθήκη ήταν γεμάτη από έργα αγγλικής λογοτεχνίας…
… Όπως θα ομολογούσε αργότερα, η βιβλιοθήκη του πατέρα του ήταν το «κυρίαρχο γεγονός» της ζωής του, πράγμα που ισχύει, τουλάχιστον όσον αφορά τη συγγραφική του δραστηριότητα. Έτσι ο Μπόρχες σχημάτισε την πεποίθηση ότι η ζωή, η ζωή του, ήταν η λογοτεχνία. Άλλα «γεγονότα», όπως για παράδειγμα ο έρωτας και η πολιτική, ήταν πάντοτε ήσσονος σημασίας… Τα βιβλία ήταν για τον Μπόρχες η λυδία λίθος για την πραγματικότητα, ο τρόπος με τον οποίο ερμήνευε τον κόσμο.
… Άλλη μια ανακάλυψη, μια πραγματικότητα, της παιδικής ηλικίας είναι το πρόσωπό μας. Το είδωλό μας, ιδωμένο στον καθρέφτη του μπάνιου ή της κρεβατοκάμαρας των γονιών, αποτελεί την οπτική απόδειξη της φυσικής μας ύπαρξης, ένα οπτικό τεκμήριο. Για τον Μπόρχες, η αντανάκλαση της σωματικής του υπόστασης στον καθρέφτη υπήρξε από πολύ τρυφερή ηλικία πηγή έντονης ανησυχίας, η οποία εξελίχθηκε σε φοβία. Όταν οι καθρέφτες έχασαν την τρομακτική τους διάσταση, έγιναν στο λογοτεχνικό σύμπαν του Μπόρχες εμβλήματα του «άλλου», του ομοιώματός μας, ή ακόμα του τι θα μπορούσε να συμβεί στην αντίπερα όχθη της πραγματικότητας.
Το 1967 ο Μπόρχες ομολόγησε στον Ρίτσαρντ Μπέργκιν ότι ως παιδί «φοβόταν την επανάληψη του εαυτού του»- μια περίεργη εμμονή στον ίλιγγο που προκαλεί ο πολλαπλασιασμός μας μέσα στον καθρέφτη. Μισούσε αυτό το συναίσθημα, όπως επρόκειτο αργότερα να μισήσει την ιδέα του να βγαίνει κανείς από τα όρια του εαυτού του, μέσω των ναρκωτικών, του αλκοόλ και του σεξ. Ο μεγαλύτερος φόβος του Μπόρχες, η απώλεια της αυτοκυριαρχίας, εγκαινιάστηκε με μια εντελώς ανορθόδοξη συστολή μπροστά στην αναπαραγωγή της ανθρώπινης φυσιογνωμίας…
«Πάντοτε φοβόμουν τους καθρέφτες», θα πει ο Μπόρχες το 1971. «Είχα τρεις μεγάλους καθρέφτες στο δωμάτιό μου όταν ήμουν παιδί και τους φοβόμουν πάρα πολύ, γιατί έβλεπα τον εαυτό μου μέσα στο θαμπό φως- τον έβλεπα τριπλό, και τρόμαζα στη σκέψη ότι αυτές οι τρεις φιγούρες θα άρχιζαν να κινούνται από μόνες τους… Φοβόμουν πάντα το μαόνι, τα κρύσταλλα, έως και το διάφανο νερό».
Και σε όλο του το έργο αυτό ακριβώς έκανε: εκείνο το οποίο φοβόταν. Καθρέφτες, λαβυρίνθους, τον άλλον. Το αίνιγμα του άλλου προσπαθούσε να λύσει και στον εαυτό του κατέληγε. Και δ’ εσόπτρου εν αινίγματι μέσα από τα τυφλά μάτια του έβλεπε τα πάντα.
«Όπως, χάρη σε ένα χάι κου, -κάποτε στην Ιαπωνία, όπως γράφει στο τελευταίο ταξίδι-, σώθηκε το ανθρώπινο γένος».