Του Παύλου Ελευθεριάδη*
Στην πρώτη ομιλία του ως Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ο Μπαράκ Ομπάμα αναφέρθηκε την πρόθεση της κυβέρνησής του να διαπραγματευθεί με το Ιράν και άλλα αυταρχικά καθεστώτα. Απευθύνθηκε στους ηγέτες του με μια εύστοχη μεταφορά: «Θα σας δώσουμε το χέρι μας, αν προτίθεστε να χαλαρώστε την γροθιά σας» ('we will extend a hand, if you are willing to unclench your fist').
Δεν ήταν μόνο μια επιφανειακή φράση. Ήταν και μια βαθιά παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι – και τα κράτη - αντιδρούν στην επίδειξη δυσπιστίας και εχθρότητας από κάποιον, με ακόμα περισσότερη δυσπιστία και εχθρότητα. Αντιστρόφως, η μονομερής ένδειξη εμπιστοσύνης πολλές φορές φέρνει εμπιστοσύνη και από την άλλη πλευρά.
Η δυσπιστία είναι κάτι που γνωρίζουμε καλά στην Ελλάδα. Το βλέπουμε στις δημοσκοπήσεις για ιατρικά θέματα, όπου πολλοί συνάνθρωποί μας προτιμούν την δεισιδαιμονία, ή το «μάτι» από τα συμπεράσματα της ιατρικής, που αποδεδειγμένα σώζουν ζωές. Το βλέπουμε και στην πολιτική, με την διάδοση θεωριών συνωμοσίας σύμφωνα με τις οποίες είτε τα μνημόνια ήταν σχέδιο των ξένων, είτε μας ψεκάζουν, είτε με άλλο τρόπο μια διεθνής συνωμοσία θέλει το κακό μας. Το βλέπουμε ακόμα και στην συμπεριφορά στο δρόμο, όπου πολλοί οδηγούν με γνήσια εχθρότητα για τους άλλους
Η έκφραση δυσπιστίας μερικές φορές έχει και εντελώς παράδοξες εκφράσεις, π.χ. προς τις μη κυβερνητικές οργανώσεις που κάνουν φιλανθρωπικό έργο. Πολιτικές δυνάμεις στη χώρα μας (αλλά και στην Ρωσία, και την Ουγγαρία) θεωρούν ότι ανεξάρτητες φιλανθρωπικές οργανώσεις είναι εχθροί του κράτους, ιδίως όταν χρηματοδοτούνται με δωρεές από εύπορους καλούς σαμαρίτες από το εξωτερικό. Δηλαδή το φιλανθρωπικό έργο, που βασίζεται στον αλτρουισμό, θεωρείται η επιτομή της ιδιοτέλειας.
Πιστεύω ότι η δυσπιστία προς τις φιλανθρωπικές οργανώσεις και η δυσπιστία προς τους επίσημους θεσμούς είναι το ίδιο ψυχολογικό φαινόμενο. Δείχνουν την ίδια χαμηλή εμπιστοσύνη ορισμένων προς το ξένο, προς την συλλογικότητα, την αυτό-οργάνωση ή καλοσύνη των άλλων και γενικότερα προς τα κίνητρα αγνώστων σε αυτούς ανθρώπων. Αυτή είναι η λογική της σφιγμένης γροθιάς προς τον άλλον.
Σε ένα ξέσπασμα τέτοιας παράλογης δυσπιστίας, ο ελληνικός τύπος πρόσφατα δημοσίευσε πλήθος αναφορών για το πόσο απατεώνες είναι οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, χωρίς όμως να βασίζεται σε κανένα στοιχείο. Σε μια χαρακτηριστική περίπτωση, ένας βουλευτής που εκλέχθηκε με τους Ανεξάρτητους Έλληνες υποστήριξε ότι η εθελοντική οργάνωση ΕRCI που σώζει παιδιά από τον πνιγμό στο Αιγαίο, είναι όργανο συνωμοσιών του Τζώρτζ Σόρος. Στηρίχθηκε σε μια δίωξη που πράγματι ασκήθηκε πρόσφατα εναντίον της οργάνωσης ως «εγκληματικής οργάνωσης» από την ελληνική δικαιοσύνη, αλλά ο βουλευτής έκτισε όμως πάνω στη δίωξη μια ευφάνταστη ιστορία.
Βασίστηκε στις προκαταλήψεις του, που είναι γνωστές από προηγούμενες καταγγελίες του για την ίδια οργάνωση, για να παρουσιάσει μια φανταστική εικόνα. Από αυτά που παραθέτει το δελτίο τύπου της αστυνομίας δεν υπάρχει - προς το παρόν τουλάχιστον- καμία ένδειξη για ενοχή των μελών της οργάνωσης σε διακίνηση μεταναστών (τέσσερις εκ των οποίων είναι–κατά τη γνώμη μου χωρίς κανένα λόγο - στη φυλακή). Σύντομα η δικαιοσύνη θα εξετάσει την υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση ο βουλευτής έπρεπε να σεβαστεί το τεκμήριο της αθωότητας, όπως βέβαια έπρεπε να το σεβαστεί και η ανακοίνωση της αστυνομίας.
Το επεισόδιο όμως με την δαιμονοποίηση των ΜΚΟ από τμήμα του τύπου θέτει το εύλογο ερώτημα. Μπορεί η πολιτική και κοινωνική μας ζωή να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της δυσπιστίας;
Μια ειδική έρευνα του Ευρωβαρόμετρου για το μέλλον της Ευρώπης, έδειξε ότι το 2017 είχαμε στην Ελλάδα την χαμηλότερη εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση (13% έναντι μέσου όρου στην Ε.Ε. 40%), τα ΜΜΕ (15%, έναντι μέσου όρου 34%) και την Ε.Ε. (27% έναντι μέσου όρου 47%). Είχαμε μάλιστα την πιο αρνητική στάση για την την παγκοσμιοποίηση, δίνοντας κατά 69% αρνητικές απαντήσεις έναντι 37% για τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Ίσως δεν πρέπει να εκπλήσσουν αυτά τα ευρήματα, εφόσον έρχονται σε μια χώρα που την ρήμαξε η κατοχή, ένας φονικός εμφύλιος πόλεμος, ο αυταρχισμός της «εθνικοφροσύνης» και τέλος η δικτατορία. Η εξήγηση όμως αυτή μου φαίνεται επιφανειακή. Είμαστε πια μια χώρα της Ε.Ε., με τεράστιες κοινωνικές ανισότητες (τις μεγαλύτερες στη Ευρωζώνη) αλλά με σταθερότητα και κοινοβουλευτική ομαλότητα, που παρά τις ακρότητες ορισμένων κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης, δεν ανατράπηκε.
Μάλιστα, ως κοινωνία δεν έχουμε ελλιπή κουλτούρα αλληλεγγύης σε σχέση με άλλες. Η ίδια έρευνα του Ευρωβαρόμετρου δείχνει ότι στην ερώτηση πώς αντιδράτε στην ιδέα της «αλληλεγγύης», οι Έλληνες την στηρίζουν πάνω από τον μέσο όρο. Απαντούν κατά 52% «πολύ θετικά» και 37% «αρκετά θετικά», με μέσο όρο στην Ε.Ε. μόλις 34% για την απάντηση «πολύ θετικά» και 45% για την απάντηση «αρκετά θετικά». Κάτι παρόμοιο ισχύει και για την διαφθορά. Σε μια άλλη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου του 2017, η έρευνα έδειξε ότι οι Έλληνες καταδικάζουν την δωροδοκία δημοσίου υπαλλήλου κατά 86%, λίγο περισσότερο από τον μέσο όρο στην Ε.Ε., που ήταν 83% (ενώ για την Βρετανία ήταν στο 73%).
Δεν θεωρώ λοιπόν ότι είμαστε καταδικασμένοι στην δυσπιστία. Ίσως μάλιστα να έχουμε ισχυρές ενδείξεις ότι το αντίθετο συμβαίνει στην πράξη.
Μια διεξοδική έρευνα του ΟΟΣΑ, που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο περιγράφει με λεπτομέρεια πώς κινήσεις πολιτών και μη κυβερνητικές οργανώσεις βοήθησαν την Αθήνα τα τελευταία χρόνια να υποδεχθεί και δώσει ανθρωπιστική βοήθεια στο κύμα μεταναστών των τελευταίων ετών. Η έκθεση δείχνει με ακρίβεια την γενναιόδωρη συνδρομή ιδιωτών (π.χ. το Ίδρυμα Νιάρχος) και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, μαζί με τον Δήμο της Αθήνας, στη στέγαση, περίθαλψη και εκπαίδευση των μεταναστών και προσφύγων. Όλα αυτά έγιναν με μικρή συνδρομή του κράτους.
Ένα από τα αποτελέσματα της κρίσης ήταν ακριβώς η θεμελίωση νέων συνηθειών ενεργού αλληλεγγύης και αυτό-οργάνωσης στην ελληνική κοινωνία, τόσο στην τοπική αυτοδιοίκηση όσο και σε μη κυβερνητικές οργανώσεις. Αυτό νομίζω έδειξε και η αντίδραση απλών ανθρώπων στην τραγωδία στο Μάτι. Στην πραγματικότητα, αργά αλλά σταθερά, η Ελλάδα αλλάζει.
Ίσως για αυτό το πιο οπισθοδρομικό κομμάτι της κοινωνίας μας να αντιδρά βίαια στις αλλαγές αυτές, στο άνοιγμά των οριζόντων μας σε πιο ανοικτούς και κριτικούς τρόπους σκέψης και στην συνεργασία με συνανθρώπους μας από το εξωτερικό και στην συμπόνοια για τους κατατρεγμένους που φτάνουν στις ακτές μας. Η σφιγμένη γροθιά βολεύει τους φωνακλάδες και τους νταήδες που κάνουν φασαρία. Ο φόβος τους όμως γίνεται όλο και πιο παράλογος, όλο και πιο μειοψηφικός. Με την απλή συνεισφορά στους άλλους, οι πιο γενναίοι από εμάς αλλάζουν την κοινωνία μας προς το καλύτερο, κάθε μέρα που περνάει.
*Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δημοσίου δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο.