Προτού αναχωρήσει για την περιοδεία του στην Ασία, ο Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Όστιν έλαβε μια επιστολή από τον επικεφαλής της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της Γερουσίας Μπομπ Μενέντεζ ο οποίος του ζητούσε να θέσει κατά τη συνάντηση με τον Ινδό Υπουργό Άμυνας το ζήτημα της αγοράς των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-400.
"Εάν η Ινδία επιλέξει να προχωρήσει με την αγορά των S-400, θα πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις βάση νόμου", τόνισε ο Γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ στην επιστολή του.
"Μια τέτοια κίνηση θα περιορίσει την ικανότητα της Ινδίας να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ για την ανάπτυξη και προμήθεια ευαίσθητης στρατιωτικής τεχνολογίας. Περιμένω να καταστήσετε σαφείς όλες αυτές τις προκλήσεις σε συζητήσεις με τους Ινδούς ομολόγους σας", συνέχισε ο επικεφαλής της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της Γερουσίας.
Έτσι λοιπόν, ο Όστιν δήλωσε ότι ο ίδιος και ο Ινδός ομόλογος του, συζήτησαν την προγραμματισμένη από την Ινδία, αγορά των S-400, προσθέτοντας ότι η Ουάσιγκτον έχει ζητήσει από όλους τους συνεργάτες της να μείνουν μακριά, από ρωσικό (αμυντικό) εξοπλισμό για να αποφύγουν τις κυρώσεις.
"Δεν έχει υπάρξει παράδοση συστημάτων S400 στην Ινδία και έτσι, η πιθανότητα κυρώσεων δεν συζητήθηκε" δήλωσε χθες στους δημοσιογράφους από το Νέο Δελχί, ο Αμερικανός Υπουργός.
Παρόλα αυτά, αναλυτές θεωρούν ότι Ινδία και ΗΠΑ θα πρέπει κάποια στιγμή να λάβουν δύσκολες αποφάσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα, δεδομένου ότι ο νόμος CAATSA καλεί την εκάστοτε κυβέρνηση των ΗΠΑ να επιβάλλει κυρώσεις για την αγορά ρωσικού στρατιωτικού εξοπλισμού.
Μια ανάλογη περίπτωση είναι αυτή της Τουρκίας στην οποία τον περασμένο Δεκέμβριο επεβλήθησαν κυρώσεις, ενώ προηγουμένως είχε αποκλειστεί από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των μαχητικών αεροσκαφών F-35.
Με φόντο τα παραπάνω, μια πρόσφατη ανάλυση του γνωστού περιοδικού Foreign Policy σημειώνει ότι η περίπτωση της Ινδίας έχει αρκετές διαφορές από αυτή της Τουρκίας. Η μεν Άγκυρα είναι μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952, το δε, Νέο Δελχί ιστορικά δεν εντάσσεται σε θεσμοθετημένες συμμαχίες, κατάλοιπο του Ψυχρού Πολέμου και του γνωστού Κινήματος των Αδέσμευτων.
Την ίδια ώρα μάλιστα που η Τουρκία έχει κάνει πολλά βήματα μακριά από τις ΗΠΑ, η Ινδία έχει περιορίσει τη παραδοσιακή της καχυποψία απέναντι στη Δύση. Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα είναι η κρίση στα Ιμαλάια με τη Κίνα κατά τη διάρκεια της οποίας, το Νέο Δελχί συνεργάστηκε στενά με την Ουάσιγκτον.
Αμερικανός αξιωματούχος μιλώντας στο Foreign Policy υποστήριξε ότι ο κύριος λόγος που η Ινδία αγόρασε τους S400 είναι οι απειλές του Πακιστάν και της Ινδίας, οι οποίες είναι βάσιμες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αμυντικοί δεσμοί των δυο πλευρών έχουν ενισχυθεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και ιδιαίτερα από τότε που ανέλαβε ο πρωθυπουργός Ναρεντρα Μόντι. Χαρακτηριστικά το 2008, οι αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού της Ινδίας από τις ΗΠΑ έφτασαν τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το 2019 εκτοξεύθηκαν στα 18 δισεκατομμύρια δολάρια σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters.
Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος CAATSA αφήνει ένα μικρό παράθυρο ελιγμών στην εκάστοτε κυβέρνηση σχετικά με την επιβολή κυρώσεων για την αγορά των S400. Για τον λόγο αυτό ο Υπουργός Όστιν είπε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου με ομόλογό του Ρατζναθ Σιχ είπε κάτι με νόημα "κατά καιρούς συνεργαζόμαστε με χώρες που έχουν ρωσικά αμυντικά συστήματα".
Μένει να δούμε αν η Ουάσιγκτον κάνει τελικά μια εξαίρεση στη περίπτωση της Ινδίας με τα λεγόμενα waiver, μια απόφαση ωστόσο που θα πρέπει να "ζυγίσει" πολύ δεδομένου ότι υπάρχουν αντιδράσεις εντός και εκτός της χώρας.