Το βδελυρό έγκλημα στα Γλυκά Νερά, που αποτέλεσε το αποκορύφωμα σειράς ανάλογων εγκλημάτων εντός των οικιών των θυμάτων τα τελευταία χρόνια με σκοπό τη ληστεία, αναζωπύρωσε τη συζήτηση για την έξαρση της εγκληματικότητας και της αντιμετώπισής της. Η συζήτηση αυτή θα πρέπει να γίνει ψύχραιμα και όχι υπό το βάρος της συναισθηματικής φόρτισης που ευλόγως έχει δημιουργήσει αυτό το αποτρόπαιο συμβάν.
Καταρχάς θα πρέπει να γίνει κατανοητό σε όσους, και δεν είναι λίγοι στην κοινωνία, το επαναφέρουν κουραστικά στη συζήτηση ότι δεν τίθεται θέμα επαναφοράς της θανατικής ποινής ακόμα και για δράστες των πλέον αποτρόπαιων εγκλημάτων.
Δεν είναι μόνο η δικαιοπολιτική ακαταλληλότητα της επιβολής αυτής της ποινής, δεν είναι μόνο η απαγόρευση επιβολής της από υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου (άρθρο 2 παρ. 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, άρθρο 7 παρ. 3 Συν και τα 6ο και 13ο Πρόσθετα Πρωτόκολλα της ΕΣΔΑ που έχει υπογράψει και επικυρώσει η χώρα μας) είναι και η σφόδρα αμφισβητούμενη αντεγκληματική αναποτελεσματικότητα της.
Επίσης, δεν μπορεί να καθιερωθεί, όπως άκριτα προτείνεται, η απαγόρευση της παροχής δυνατότητας σε ισοβίτες κρατουμένους να ζητήσουν και επιτύχουν υπό όρους και προϋποθέσεις την απόλυσή τους, καθότι όπως έχει νομολογήσει το ΕΔΔΑ αυτό αντίκειται στο άρθρο 3 ΕΣΔΑ ως προς την απαγόρευση κάθε απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης. Κατά συνέπεια τα μέτρα αυτά που ακούγονται στη δημόσια συζήτηση πρέπει να τεθούν οριστικά εκποδών.
Από εκεί και πέρα, αν και η αντιμετώπιση της «σκληρής» εγκληματικότητας είναι ένα πολυσύνθετο και πολυδαίδαλο πρόβλημα, που απαιτεί τη λήψη περισσοτέρων και μεσομακροπρόθεσμων μέτρων.
Κατά τη γνώμη μου το ζήτημα της υφ' όρον απόλυσης κρατουμένων που έχουν καταδικασθεί για «βαριά» εγκλήματα (ανθρωποκτονίες από πρόθεση ιδιαζόντως ειδεχθείς, ληστείες μετά φόνου, βιασμοί, εμπόριο ναρκωτικών ουσιών, διεύθυνση και συμμετοχή σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση κ.α.) αποτελεί ένα από τα ζητήματα για την αποδοτική αντιμετώπισή του.
Κι αυτό γιατί όπως αποδεικνύεται πολλοί από τους εγκληματίες του «σκληρού» ποινικού δικαίου αποτελούν σεσημασμένους εγκληματίες που είχαν καταδικασθεί στο παρελθόν για ανάλογες πράξεις και κάνοντας χρήση του ευεργετήματος της υφ' όρον απόλυσης υποτροπίασαν, πολλές φορές διαπράττοντας σκληρότερα ποινικά αδικήματα.
Η υφ'όρον απόλυση
Το ζήτημα της υφ' όρον απόλυσης κρατουμένων ακόμη και καταδικασθέντων για «βαριά» αδικήματα είναι ένας θεσμός που απαντάται σε όλες τις δικαιοκρατούµενες πολιτείες.
Παρά το γεγονός ότι αποτελεί µία απόκλιση από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών, εφόσον συνιστά παρέμβαση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας σε αποφάσεις της δικαστικής -όσον αφορά την εκτέλεση των ποινών που επιβάλλει η δικαστική εξουσία με τις δικαστικές αποφάσεις- μπορεί να δικαιολογηθεί από άλλα συνταγματικά αγαθά. Όπως είναι ο σωφρονισμός του δράστη και η λελογισμένη έκφραση επιείκειας σ' αυτόν. Αγαθά που προστατεύονται συνταγματικά από τις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Όμως, σε κάθε δικαιοκρατούµενη πολιτεία ο θεσμός της υφ' όρον απόλυσης συνοδεύεται πραγματικά από σοβαρούς και αυστηρούς και όχι κατ' όνομα όρους. Η πλήρωση των οποίων διαπιστώνεται μέσα από αυστηρή και αξιόπιστη διαδικασία, και η θέση των οποίων αποσκοπεί στην επίτευξη και διασφάλιση των παραπάνω θεμιτών συνταγματικών σκοπών δημοσίου συμφέροντος αλλά και στην ισορροπημένη σχέση τους µε άλλες συνταγματικές αρχές.
Τέτοιες είναι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ο σεβασμός στο ψυχικό άλγος των θυμάτων των εγκλημάτων που διέπραξαν οι κρατούμενοι ή των οικείων τους, αλλά και το κρατικό καθήκον προστασίας των δικαιωμάτων στη ζωή, αξιοπρέπεια, τιμή, περιουσία, σωματική ακεραιότητα, οικογενειακή γαλήνη. Αρχές που προστατεύονται συνταγματικά, όπως και του συλλογικού εννόμου αγαθού της προστασίας της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, που αποτελεί επίσης πρωταρχικό καθήκον του κράτους.
Έτσι η παρέμβαση του νομοθέτη στις αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας δεν θα πρέπει να εκτείνεται μέχρι του σημείου που ουσιαστικά θα αναιρεί στην ουσία της τη δικαστική απόφαση καταδίκης ενός εγκληματία. Τόσο από σεβασμό στη δικαστική ανεξαρτησία, όσο και για τη διασφάλιση των ανωτέρω συνταγματικών και έννομων αγαθών.
Για τον λόγο αυτόν για την υφ' όρον απόλυση κρατουμένου θα πρέπει να τίθενται αυστηρές προϋποθέσεις, όπως π.χ. η έκτιση ενός μεγάλου µέρους της ποινής (αυτό δεν μπορεί να είναι τα 2/5 που ισχύει σήμερα), η βαρύτητα του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κρατούμενος και ειδικότερα ο τρόπος και οι συνθήκες τέλεσής του, η ειλικρινής μεταμέλειά του, η αποτροπή διάπραξης νέων αδικημάτων, η συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια κράτησης.
Η νομολογία του ΕΔΔΑ
Ναι μεν το ΕΔΔΑ έχει νομολογήσει ότι η μη πρόβλεψη της δυνατότητας σε ισοβίτη να ζητήσει κάποτε την υφ' όρον απόλυσή του αντιβαίνει στο άρθρο 3 ΕΣΔΑ, αυτό όμως δεν συνεπάγεται την υποχρεωτική απόλυση του κρατουμένου ή τη θέσπιση ελαστικών προϋποθέσεων ή και καθόλου προϋποθέσεων για την υφ' όρων απόλυση.
Κάτι το οποίο, όπως επισημαίνουμε ανωτέρω, αντιβαίνει και το Σύνταγμα αλλά και στην ΕΣΔΑ. Η έννομη τάξη της οποίας κατά μακροχρόνια νομολογία του ΕΔΔΑ γνωρίζει επίσης το κρατικό καθήκον προστασίας των διακινδυνευομένων δικαιωμάτων (ζωής, σωματικής ακεραιότητας, τιμής, περιουσίας κ.α.).
Στην περίπτωση του συστήματος της υφ’ όρον απόλυσης κρατουμένου που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία πολλά χρόνια, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 105 επ. Π.Κ. με αποκορύφωμα τον ν. 4322/2015 («νόμος Παρασκευόπουλου») και τις μετέπειτα τροποποιήσεις του, οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν προβλέπονται ή προβλέπονται κάποιες από αυτές και δεν τηρούνται ή τηρούνται εξαιρετικά χαλαρά. Με αποτέλεσμα να απολύονται κρατούμενοι της «βαριάς» εγκληματικότητας ή και καθ’ έξιν εγκληματίες.
Κατά συνέπεια το υπάρχον σύστημα της υφ' όρον απόλυσης θα πρέπει να επανεξεταστεί και για δικαιοπολιτικούς και συνταγματικούς αλλά κυρίως για αντεγκληματικούς λόγους. Η εξαγγελία του υπουργού Δικαιοσύνης για αύξηση του πραγματικού εκτιομένου χρόνου από τα 2/5 στα 4/5 είναι θετική. Δεν αρκεί από μόνη της.
Τι θα γίνει π.χ. με τις αγροτικές φυλακές, με τον ευεργετικό υπολογισμό των ημερών εργασίας για τους κρατούμενους που εργάζονται και με μία σειρά από άλλα θέματα που αφορούν την υφ’ όρον απόλυση; Αυτές οι καταρχήν δικαιολογημένα ευεργετικές ρυθμίσεις πρέπει να ισχύουν για όλους ακόμα και τους πιο αποτρόπαιους κρατούμενους;
Τέλος, το καθεστώς του υπερπληθυσμού των καταστημάτων κράτησης της χώρας μας, οι συνθήκες του οποίου πράγματι συνιστούν ενίοτε προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των κρατουμένων και εξομοιούνται με πράξεις βασανιστηρίων -όπως ήδη πολλές φορές έχει επισημάνει για τη χώρα μας το ΕΔΔΑ, καταδικάζοντάς την για παραβίαση του άρθρου 3 ΕΣΔΑ- δεν αντιμετωπίζεται με την αθρόα υφ’ όρον απόλυση των κρατουμένων. Ακόμα και εξαιρετικά επικίνδυνων για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια και μάλιστα με υπερβολικά ευνοϊκές προϋποθέσεις.
Δεν είναι στοιχείο δικαιοκρατούμενης Πολιτείας -που σέβεται όλα τα ευρισκόμενα εντός της επικρατείας της πρόσωπα και τα θεμελιώδη δικαιώματά τους- για να αποφύγει την παραβίαση ενός θεμελιώδους δικαιώματος μιας κατηγορίας προσώπων, των κρατουμένων, να παραβιάζει πραγματικά ή δυνάμει τα θεμελιώδη δικαιώματα μιας πολύ μεγαλύτερης κατηγορίας προσώπων. Αυτής των νομοταγών που θέλουν να απολαύσουν εν ειρήνη, τάξη και ευημερία τα δικαιώματά τους στη ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, τιμή, περιουσία και οικογενειακή γαλήνη. Και να παραβιάζει το συνταγματικό και εκ της ΕΣΔΑ καθήκον της να τα προστατέψει.
Ο λεγόμενος ποινικός φιλελευθερισμός έχει συμβάλει θετικά στον νομικό και εν γένει πολιτισμό μας. Δεν μπορεί όμως με ακρότητες να μας οδηγήσει στο άλλο άκρο, την αναίρεση του εν γένει φιλελευθερισμού.
* Ο Χαράλαμπος Μ. Τσιλιώτης είναι Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Μέλος της Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων του ΔΣΑ