Αυτό που συμβαίνει δύο χρόνια τώρα δεν είναι συνηθισμένο πολιτικό φαινόμενο για την μεταπολιτευτική Ελλάδα. Διατηρείται ένα σταθερά υψηλό δημοσκοπικό προβάδισμα της Ν.Δ που στην τελευταία έρευνα της OPINION POLL εντοπίζεται στο 13.9% και που σε όλες τις έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί από τα τέλη Αυγούστου και μετά βρίσκεται πάνω από το 11%-12%.
Εν ολίγοις, η διαφορά είναι επί δύο χρόνια σταθερά περισσότερο ή λιγότερο πάνω από την διαφορά με την οποία νίκησε η Ν.Δ στις Βουλευτικές εκλογές του 2019. Όσοι δε περίμεναν ότι οι έρευνες μετά το Καλοκαίρι θα έβρισκαν ποσοστά που θα έδειχναν κατακραυγή κατά της Κυβέρνησης ή την εικόνα μιας Κυβέρνησης που παραπαίει ή είναι έτοιμη να καταρρεύσει, απλά διαψεύδονται για άλλη μια φορά.
Κι όμως τα χρόνια αυτά δεν ήταν εύκολα. Γεγονότα στον Έβρο , τουρκική προκλητικότητα , πανδημία του κορονοϊού με ότι αυτό σημαίνει για την ζωή μας, την υγεία και την λειτουργία του ΕΣΥ αλλά και την Οικονομία της χώρας και την οικονομική κατάσταση Επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Κι όμως αυτό το Καλοκαίρι δεν ήταν εύκολο. Πυρκαγιές, συνέχιση της πανδημίας, εμφάνιση φαινομένων ακρίβειας κ.ά
Κι όμως. Σε σχέση με τον Ιούλιο η Κυβέρνηση χάνει περίπου 2% , ο ΣΥΡΙΖΑ να κερδίζει 0.5% και η ζωή συνεχίζεται χωρίς καν να φαίνεται ότι δημιουργούνται έστω κάποιες προϋποθέσεις αλλαγής των συσχετισμών.
Έχουμε μια Κυβέρνηση αλάνθαστων, άχαστων; Όχι βέβαια. Από τον Ιούλιο μέχρι τώρα η Ν.Δ εμφάνισε πτώση 2.1% , η ικανοποίηση από τον Πρωθυπουργό μειώθηκε 4.2%, η δημοφιλία του σε σχέση με τον Μάιο μειώθηκε 6%. Είναι αξιοσημείωτες φθορές και απώλειες, αλλά δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τις περιγραφές όσων θα ήθελαν να δουν μια κατάρρευση. Αντίθετα, παρά αυτές τις φθορές, ο Πρωθυπουργός είναι μακράν ο δημοφιλέστερος Πολιτικός αρχηγός με 52.8%, η ικανοποίηση από την Πρωθυπουργία του βρίσκεται στο 52.8% , η ικανοποίηση από το κυβερνητικό έργο στο 43.4% και προτιμάται για Πρωθυπουργός από το 45.6% όταν τον Α. Τσίπρα τον επιλέγει το 19.7%. Δεν τις λες και επιδόσεις μιας Κυβέρνησης που έχει αποτύχει σε όλα και που καταστρέφει την χώρα, σύμφωνα με όσα λέει η Αντιπολίτευση.
Ασφαλώς και τα ευρήματα πρέπει να απασχολήσουν την Κυβέρνηση. Νομίζω όμως ότι βασικά και κύρια πρέπει να απασχολήσουν την Αξιωματική Αντιπολίτευση αλλά και τις άλλες δυνάμεις της Αντιπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει μια τρομακτική αδυναμία να πείσει και να εισπράξει. Η Κυβέρνηση είχε απώλειες στην πρόθεση ψήφου 2.1% σε σχέση με τον Ιούλιο, αν δε συγκρίνεις σε σχέση με τον Ιανουάριο οι απώλειες είναι 3.6% και σε σχέση με ένα χρόνο πριν 5.3%.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατορθώνει όμως να γίνει ο αποδέκτης, ο πόλος συγκέντρωσης όσων μπορεί να κρατούν κριτική στάση απέναντι στην Κυβέρνηση η και να απομακρύνονται από αυτή. Ο λόγος του μοιάζει με τροχό που γυρίζει στον αέρα. Επιμένει σε μια καταστροφολογία, ένα αρνητικό λόγο, μια τακτική αλά 2011-2012 ελπίζοντας ότι θα συγκεντρώνει όσους μπορεί να θέλουν να διαμαρτυρηθούν για επί μέρους θέματα.
Ενώ όμως βλέπει ότι αυτή η τακτική δεν αποδίδει επιμένει. Επιμένοντας όμως στα ίδια δεν μπορεί να ελπίζει σε τίποτα, συμβάλλει στην εδραίωση ενός εναμισοκομματισμού και μιας εικόνας του σίγουρου ηττημένου στις επόμενες εκλογές. Ο πολιτικός του λόγος και δεν πείθει και φοβίζει. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μόλις το 19.9% θεωρεί ότι αν ήταν Κυβέρνηση θα χειριζόταν καλύτερα την πανδημία και μόλις το17% τις καταστροφικές πυρκαγιές. Ασκεί έντονη κριτική στην Κυβέρνηση για τους ρυθμούς του εμβολιασμού ενώ το 70.1% δηλώνει ικανοποιημένο από την οργάνωση και τους ρυθμούς εμβολιασμού.
Εναντιώνεται στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού όταν το 62% δηλώνει υπέρ και το 60% ζητάει επέκτασή του. Αντιτίθεται σε επιλογές που σχεδόν σταθερά έχουν την σύμφωνη γνώμη του 60%-65%. Σε τι ποντάρει; Πως να πείσει; Αν συνεχίσει έτσι, κινδυνεύει. Αν συνεχίσει με την τζογαδόρικη αντίληψη «ποντάρω όπου βλέπω μια διαμαρτυρία » δεν μπορεί να περιμένει κάτι καλύτερο. Είναι απλό. Ακόμα και αν συγκεντρώσεις μειοψηφικά τμήματα αντιδρώντων από κάθε εστία διαμαρτυρίας , δεν δημιουργείς πλειοψηφικό ρεύμα. Στην καλύτερη περίπτωση παραμένεις σταθερά δεύτερος με κάποιο μετρήσιμο ποσοστό.
Αν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει αυτή την αδυναμία, την ίδια και μεγαλύτερη αδυναμία δείχνει το ΚΙΝΑΛ το οποίο θα μπορούσε να εκφράσει δυνάμεις και από αυτές που εγκαταλείπουν την Ν.Δ και αυτές που εγκαταλείπουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Είχε δηλαδή και έχει πεδίον δόξης λαμπρόν μπροστά του και κοιτάει αλλού. Αντ΄ αυτού όμως ταλανίζεται ανάμεσα στο 6% και το 7%, καταφεύγοντας συχνά σε μια ρητορική και τακτική που θυμίζει ΣΥΡΙΖΑ και που στην περίπτωσή του τα αποτελέσματα είναι ακόμα πιο τραγικά.
Όταν το 60%-65% των πρώην ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ όπως φαίνεται σε αλλεπάλληλες έρευνες συμφωνεί με βασικές επιλογές της Κυβέρνησης και το 56% επικροτεί το κυβερνητικό έργο, ενώ το 75% εκτιμά θετικά το έργο του Πρωθυπουργού, σε ποιους ακριβώς απευθύνεται η ηγεσία του όταν αρθρώνει ένα καταστροφολογικό, ισοπεδωτικό λόγο; Ούτε καν στους πρώην ψηφοφόρους του χώρου, πολύ περισσότερο σε ευρύτερες δυνάμεις του χώρου της λογικής, της ευθύνης , του Κέντρου. Γι΄ αυτό και αντί να αναβαθμίζεται η παρουσία του ΚΙΝΑΛ , συρρικνώνεται. Γι΄ αυτό και η διαδικασία εκλογής νέου Προέδρου και το Συνέδριο που θα ακολουθήσει, καλείται να δώσουν απαντήσεις που θα επιτρέψουν μια δυναμική παρουσία και παρέμβαση του χώρου αυτού.
Αυτή είναι η κατάσταση του Πολιτικού Συστήματος, αυτή είναι και η μοναδική αδυναμία των βασικών κομμάτων της Αντιπολίτευσης που συμβάλλουν όσο κανείς στη ουσιαστική ακινησία των πολιτικών συσχετισμών. Ας το κοιτάξουν. Θα ήταν πολύ σημαντικό να υπάρχουν κόμματα με κριτικό, εποικοδομητικό λόγο με το βλέμμα στο μέλλον. Πριν απ΄ όλα για την χώρα...
* O Ζαχαρίας Ζούπης είναι υπεύθυνος ερευνών της εταιρείας δημοσκοπήσεων Opinion Poll