Όπως κάθε νόμισμα έτσι και κάθε οικονομική απόφαση έχει δύο πλευρές: την ορατή και την αθέατη. Όταν μια κυβέρνηση λαμβάνει ένα οικονομικό μέτρο, αυτό πάντα οδηγεί σε κάποιες ορατές επιπτώσεις: ένα οικονομικό μέγεθος που αυξάνει ή μειώνεται, που με τη σειρά του ευνοεί η ζημιώνει τη μία ή την άλλη κοινωνική ομάδα ή και το σύνολο της εθνικής οικονομίας. Η αξιολόγηση αυτών των ορατών συνεπειών είναι σχετικά εύκολο πράγμα.
Αναλόγως της ομάδας όπου ο καθένας ανήκει, κρίνει το μέτρο ως θετικό ή αρνητικό. Για να κρίνουμε όμως σωστά απαιτείται και μια δεύτερη σύγκριση, αρκετά πιο δύσκολη από την πρώτη: αυτή ανάμεσα στις ορατές και τις αθέατες συνέπειες του μέτρου. Ή αλλιώς τις συνέπειες που θα είχε στα διάφορα μεγέθη και στις διάφορες κοινωνικές ομάδες η μη λήψη του μέτρου.
Θα προσπαθήσω να εξηγήσω το παραπάνω με δυο τρία παραδείγματα.
Παράδειγμα 1ο: μια κυβέρνηση αποφασίζει να αντιμετωπίσει με χαλαρότητα το φαινόμενο της λαθρεπιβίβασης στα δημόσια μέσα μαζικής μεταφοράς. Η απόφαση μάλλον αυξάνει τον αριθμό εκείνων που θα τα χρησιμοποιήσουν χωρίς εισιτήριο. Έτσι, ενώ τα έξοδα του μέσου μεταφοράς θα παραμένουν τα ίδια, τα έσοδά του σταδιακά θα μειώνονται. Αργά ή γρήγορα η διοίκηση του μέσου θα αναγκαστεί σε αύξηση του εισιτηρίου, προκειμένου να εξισορροπήσει έσοδα και δαπάνες. Το κέρδος του λαθρεπιβάτη εξισορροπείται από τη ζημιά αυτού που πληρώνει εισιτήριο.
Επειδή όμως οι πρώτοι είναι συγκριτικά πολλοί λιγότεροι από τους δεύτερους, το ατομικό κέρδος για τον καθένα από τους λαθρεπιβάτες είναι πολύ μεγαλύτερο από την ατομική ζημιά που υφίσταται ξεχωριστά ο κάθε νόμιμος επιβάτης. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό η παραπάνω πολιτική απόφαση να μετατρέψει τους σχετικά λίγους λαθρεπιβάτες σε πολιτικούς φίλους αλλά μάλλον απίθανο να μετατρέψει από μόνη της τους κανονικούς επιβάτες σε πολιτικούς εχθρούς. Και δυστυχώς στην πολιτική, μόνον αυτή η ισορροπία είναι που μετράει!
Παράδειγμα 2ο: έστω πως ένας βιομηχανικός κλάδος διέρχεται κρίση. Τα εγχώρια εργοστάσια αδυνατούν να παραγάγουν διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα με αποτέλεσμα τα ξένα αντίστοιχα προϊόντα να είναι καλύτερα ή και φθηνότερα. Πωλούν 100 ευρώ ένα προϊόν, όταν το αντίστοιχο εισαγόμενο πωλείται 80 ευρώ. Ως συνέπεια, τα εγχώρια εργοστάσια κινδυνεύουν να κλείσουν, οι εργαζόμενοί τους κινδυνεύουν να βρεθούν χωρίς δουλειά. Η κυβέρνηση λοιπόν αποφασίζει να αναλάβει δράση κι αυξάνει τους δασμούς στα αντίστοιχα ξένα προϊόντα!
Πλέον, εξαιτίας των δασμών, τα ξένα προϊόντα πωλούνται επίσης 100 ευρώ ή και ακριβότερα. Τα εγχώρια προϊόντα ανακτούν το χαμένο ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα και τα εργοστάσια που τα παράγουν σώζονται - το ίδιο και οι εργαζόμενοι σε αυτά. Όλοι είναι χαρούμενοι! Είναι όμως τα πράγματα τόσο απλά; Στην ορατή πλευρά του μέτρου έχουμε την – μετά από κρατική παρέμβαση – ανάκτηση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της εγχώριας βιομηχανίας και τη διάσωση μερικών εκατοντάδων θέσεων εργασίας.
Στην αθέατη πλευρά έχουμε τα εξής: Το γεγονός ότι για να αγοράσει κανείς το συγκεκριμένο προϊόν πρέπει πλέον να ξοδέψει 100 ευρώ αντί 80, σημαίνει πως έχει τώρα 20 ευρώ λιγότερα να ξοδέψει για άλλα προϊόντα. Αν ας πούμε σκόπευε αρχικά να ξοδέψει 80 ευρώ για κουρτινόξυλα και 20 ευρώ για χυμούς και σοκολάτες, τώρα που στα ξένα κουρτινόξυλα επιβλήθηκαν δασμοί, με 100 ευρώ θα μπορεί να αγοράσει μόνο κουρτινόξυλα. Οι χυμοί και οι σοκολάτες θα πρέπει να περιμένουν το επόμενο μηνιάτικο! Τα 20 ευρώ όμως που στερείται τώρα η βιομηχανία χυμών καθώς και η σοκολατοβιομηχανία, μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε απώλεια θέσεων εργασίας εκεί. Ακόμα κι αν οι συγκεκριμένες βιομηχανίες είναι ακμάζουσες και αντέχουν, αυτά τα 20 λιγότερα ευρώ μπορεί να σημαίνουν νέες θέσεις εργασίας που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν αλλά τώρα δεν θα δημιουργηθούν! Ποιος θίγεται όμως σε αυτή την περίπτωση; Συγκεκριμένα, κανένας! Η ζημιά διαχέεται σε ολόκληρη την οικονομία, χωρίς όμως καμία συγκεκριμένη ομάδα να θίγεται ιδιαίτερα από το συγκεκριμένο μέτρο.
Διαφορετικοί καταναλωτές θα ξόδευαν διαφορετικά αυτά τα επιπλέον 20 ευρώ, δεν ξέρουμε συνεπώς αν αυτά θα κατέληγαν σε αγορά χυμών, σοκολατών ή καλτσών. Δεν ξέρουμε αν και πόσες νέες θέσεις εργασίας θα δημιουργούσαν και σε ποιους κλάδους. Το μόνο που ξέρουμε στα σίγουρα είναι πως τώρα, ως καταναλωτές, μπορούμε να αγοράσουμε λιγότερα αγαθά με τα ίδια χρήματα. Και πως εκεί που θα δημιουργούνταν νέες θέσεις εργασίας σε τομείς όπου όντως διαθέτουμε ακμάζουσα βιομηχανία και συγκριτικό πλεονέκτημα, εμείς επιλέγουμε να διατηρήσουμε θέσεις εργασίας σε έναν κλάδο που δεν φαίνεται να τα καταφέρνει καλά στον διεθνή ανταγωνισμό.
Από τη μία μεριά της ζυγαριάς έχουμε λίγους αλλά ικανοποιημένους βιομήχανους και εργάτες ενός συγκεκριμένου κλάδου (εκεί που επιβλήθηκαν δασμοί στον ξένο ανταγωνισμό) κι από την άλλη έχουμε πολλούς αλλά τελείως ανυποψίαστους καταναλωτές και άνεργους, των οποίων η αγοραστική δύναμη και η πιθανότητα εύρεσης εργασίας μειώνονται. Όπως και πριν, το μέτρο είναι πολύ πιθανό να μετατρέψει τους πρώτους σε πολιτικούς φίλους αλλά είναι μάλλον απίθανο να μετατρέψει από μόνο του τους δεύτερους σε πολιτικούς εχθρούς. Κι έτσι λαμβάνεται, παρά την οικονομική ζημιά που προκαλεί στους πολλούς, αλλά και στην εθνική οικονομία συνολικά, αφού διατηρεί τεχνητά στη ζωή μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, στερώντας οικονομικούς πόρους από εγχώριες εξαγωγικές επιχειρήσεις, που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν γρηγορότερα, συμβάλλοντας έτσι στην περαιτέρω αύξηση του εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ).
Παράδειγμα 3ο: Πλησιάζουν εκλογές και η κυβέρνηση αποφασίζει να διορίσει ακόμα περισσότερους υπαλλήλους στην κρατική μηχανή, παρότι οι ανάγκες της δεν έχουν αυξηθεί αντίστοιχα (αν λάβει μάλιστα κανείς υπόψη την εξέλιξη της τεχνολογίας, εξ ορισμού οι ανάγκες του κράτους για προσωπικό πρέπει να βαίνουν συνεχώς μειούμενες). Προκειμένου να καλύψει την επιπλέον οικονομική δαπάνη, η κυβέρνηση αποφασίζει να θεσπίσει νέους νόμους ή να αναβάλει μια προγραμματισμένη φοροελάφρυνση (π.χ. την άμεση μείωση του ΕΝΦΙΑ). Όσοι προσληφθούν αυτονόητα αντιμετωπίζουν το μέτρο θετικά. Οι υπόλοιποι είναι μοιρασμένοι: κάποιοι το βλέπουν αδιάφορα, κάποιοι άλλοι γκρινιάζουν λίγο για την καθυστέρηση της φοροελάφρυνσης, όχι όμως σε βαθμό που να μεταβάλλουν την πολιτική τους τοποθέτηση. Και κάποιοι άλλοι, κυρίως στο εμπόριο, νομίζουν ότι ωφελούνται κιόλας! «Το νέο χρήμα…» λένε, «… που θα πέσει στην αγορά, θα την αναζωογονήσει!». Δεν συνειδητοποιούν ασφαλώς πως το χρήμα που αντιπροσωπεύουν οι επιπλέον μισθοί, ούτε νέο είναι ούτε καμία αναζωογόνηση θα φέρει. Η παραγωγή της χώρας δεν άλλαξε! Συνεπώς δεν άλλαξε και το διαθέσιμο ποσό για κατανάλωση. Το χρήμα που δίδεται υπό τη μορφή μισθών αφαιρείται πρώτα από την αγορά υπό τη μορφή φόρων. Οι μισθοί όσων προσλήφθηκαν για να προσφέρουν αχρείαστο έργο ή έργο που θα μπορούσε να κάνει μια μηχανή, προέρχονται από τον φόρο του φούρναρη, του ιδιωτικού υπαλλήλου, του βιομηχανικού εργάτη… Και βεβαίως, του ίδιου του έμπορου!
Αν οι φόροι αυτοί δεν είχαν επιβληθεί ή έστω δεν διατηρούνταν επί μακρόν για να γίνουν οι διορισμοί, απλώς τα αντίστοιχα ποσά θα ξοδεύονταν στην αγορά από τον φούρναρη, τον ιδ. υπάλληλο και τον βιομηχανικό εργάτη, αντί από τον νεοδιορισμένο κρατικό υπάλληλο. Κι αντί η χώρα να αφιερώνει οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους σε αχρείαστες δραστηριότητες ή δραστηριότητες όπου οι μηχανές θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν ανθρώπους, θα ήταν αποδοτικότερο για την οικονομία της να αφιερώνει αυτά τα χρήματα και αυτούς τους ανθρώπους σε θέσεις εργασίας σε πιο παραγωγικούς ή/και εξαγωγικούς κλάδους. Σε θέσεις εργασίας που θα δημιουργούνταν δηλαδή αν οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές πλήρωναν λιγότερους φόρους, θέσεις που τώρα απλώς δεν θα δημιουργηθούν.
Και πάλι όμως, όπως και πριν, τις θέσεις αυτές κανείς δεν θα τις κλάψει γιατί είναι θέσεις που σήμερα απλώς δεν υπάρχουν. Στην αθέατη πλευρά θα είχαμε λιγότερους άνεργους και μεγαλύτερη παραγωγή. Κάτι που μας αφορά όλους, χωρίς όμως να αφορά κάποιους περισσότερο από τους υπόλοιπους, σε αντίθεση με τους νέους διορισμούς, οι οποίοι ευνοούν μεν λίγους αλλά με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Είναι λογικό οι νεοδιορισμένοι να ψηφίσουν στις επόμενες εκλογές το κόμμα που τους διόρισε. Κι έτσι, όπως και με τους λαθρεπιβάτες ή τους βιομηχανικούς εργάτες ενός μόνο συγκεκριμένου κλάδου, επιλέγεται τελικά το ειδικό κέρδος των μικρών αλλά συγκεκριμένων ομάδων της ορατής πλευράς, έναντι της γενικής ζημιάς ή του πιθανού οφέλους των πολλών (ίσως ανέργων σήμερα) που δεν θα έρθει, της αθέατης πλευράς.
Πειράματα με ανθρώπους και άλλα ζώα έχουν δείξει πως η οδύνη που προκαλεί η απώλεια ενός πράγματος που κατέχουμε και στη συνέχεια χάνουμε είναι πολύ μεγαλύτερη από την οδύνη που αισθανόμαστε για κάτι που θα μπορούσαμε να έχουμε και δεν έχουμε. Είναι συνεπώς ανθρώπινο να στενοχωριέται κανείς περισσότερο βλέποντας 100 ανθρώπους να χάνουν τη δουλειά τους, παρά βλέποντας 200 ανέργους που θα μπορούσαν να έχουν δουλειά και δεν έχουν, επειδή οι θέσεις των πρώτων διατηρούνται με κρατική παρέμβαση. Το λογικό ωστόσο, για την εθνική οικονομία αλλά και για τους ίδιους τους ανθρώπους τελικά, θα ήταν να επιλέγουμε ως κοινωνία πάντα το να βρουν δουλειά οι περισσότεροι και μάλιστα στους πιο ανταγωνιστικούς και εξωστρεφείς κλάδους της οικονομίας μας. Κάθε φορά λοιπόν που καλείστε να εκτιμήσετε αν ένα κυβερνητικό μέτρο είναι θετικό ή αρνητικό, κάντε τον κόπο να σκεφτείτε και την αθέατη πλευρά του. Κάντε τον κόπο να σκεφτείτε και το τι θα σήμαινε για την εθνική οικονομία ή μη λήψη του μέτρου! Και το πόσους περισσότερους τελικά αυτή θα ευνοούσε!
*Ο κ. Γιώργος Καραβάνας είναι Γεν. Συντ. του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών της ΝΔ στη Θεσσαλία.