Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Η Κυριακή του Πολυτεχνείου υπήρξε μία σχετικά ήσυχη μέρα. Έγιναν μερικές συλλήψεις και λίγες προσαγωγές. Η πορεία προς την Αμερικανική Πρεσβεία ήταν ειρηνική και οι μπαχαλάκηδες απομονωμένοι. Τίποτα όμως δεν ήταν τυχαίο. Γιατί υπήρξε αποφασιστικότητα και πολιτική βούληση να υπάρξει ασφάλεια στην πόλη. Με αστυνομικούς διάσπαρτους και σχέδια στρατηγικής που δεν έδιναν χώρο στη βία. Και με το ελικόπτερο της ΕΛΑΣ να πετάει για ώρες πάνω από την πόλη.
Στην κοινωνική παραβατικότητα, δεν υπάρχουν εμπλεκόμενοι ένοχοι. Ο μόνος ένοχος είναι η τερατώδης απάθεια του κράτους, μπροστά στη νοσηρότητα του φαινομένου. Πρόκειται πραγματικά για κληρονομιά παράνοιας της Αριστεράς! Τι ακριβώς περίμεναν ότι θα συμβεί αργά ή γρήγορα, στους καταυλισμούς των προσφύγων, στα Εξάρχεια, στα φυτώρια των μπαχαλάκηδων; Πώς φαντάζονταν ότι θα εξελιχθεί το φαινόμενο σε μέρες, μήνες ή και στη συμπλήρωση χρόνων; Δεν τους απασχολούσε η αμοιβαιότητα των προβλημάτων, η μετατόπιση των γεγονότων, η εξελικτική πορεία των πραγμάτων, η εντελέχεια, η ίδια η πραγματικότητα! Για το συγκεκριμένο είδος πολιτικών ανθρώπων τα άτομα και οι ομάδες δεν είναι παρά ένα υλικό παραγωγικών ζυμώσεων, με στόχο την έκλυση ενέργειας για μικροπολιτική διαχείριση. Δεν υπάρχει χρόνος που προκαλεί φόβο για νοσηρότητα αλλά μόνο μύθος για καπηλεία.
Υπάρχουν δύο τηλεοπτικές καταγεγραμμένες φράσεις, από το παρελθόν, με διαχρονική σημειολογία, που αποδίδουν τον απύθμενο λαϊκισμό. Η μία είναι η ερώτηση του τέως δημάρχου Καμίνη στην πρώην υπουργό για το Μεταναστευτικό, Τασία Χριστοδουλοπούλου (συνοδεύεται και από την ανάλογη έκφραση του Δημάρχου): «Και που πάνε κυρία μου, οι πρόσφυγες;». Για να λάβει την γνωστή απάντηση: « Δεν ξέρω, κάπου πάνε, εξαφανίζονται!». Η δεύτερη είναι της πρώην αναπληρώτριας υπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώς Φωτίου, στο MEGA: «Μα καλά, απατεώνες είμαστε;». Και τα δύο στιγμιότυπα εκφράζουν καταπληκτικά το ανάμικτο διπολικό ένστικτο της «συμπλεγματικής νιρβάνας» και ταυτόχρονα της οργισμένης έξαρσης του απατεώνα που προσπαθεί να αναιρέσει το στίγμα του δια της διαμαρτυρίας (αφού αναρωτιέμαι, σημαίνει ότι δεν είμαι! Mα είσαι, όλοι το βλέπουν! Πώς μπορεί να είμαι αφού αναρωτιέμαι;).
Ούτε ο Ιονέσκο θα μπορούσε να εμπνευστεί τέτοια παρανοϊκή αφήγηση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Η ατιμωρησία όμως και η παραβατικότητα ως «δημόσιο αγαθό», δεν είναι μόνο κατάκτηση της κυβερνώσας Αριστεράς αλλά γενικότερα της Αριστεράς της Μεταπολίτευσης. Οι μεγαλύτερες καταστροφές στο Πολυτεχνείο, συνέβησαν με δεξιά κυβέρνηση, οι καταλήψεις και οι καταστροφές κτιρίων από «φοιτητές» έγιναν μόδα από δεκαετίες, η Αθήνα «κάηκε» επί υπουργίας του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας. Απλώς, πάντοτε, η «αριστερή» λογική της «ελεγχόμενης τρέλας» τροφοδοτούσε το αχαλίνωτο βουλιμικό κόμπλεξ της ατιμωρησίας, ως αντιστάθμισμα στην «βαρβαρότητα» της Χούντας και του «κράτους της Δεξιάς» στην μεταπολεμική Ελλάδα.
Ξέρετε πώς σκέπτονταν; Έτρεφαν τέτοια απέχθεια προς τον λαό που δεν τους ενδιέφερε καμία υπεράσπισή του. Ούτε της κοινωνικής ειρήνης ούτε των συμφερόντων του. Με τον ίδιο τρόπο που επένδυαν στον λαϊκισμό, ακριβώς έτσι απείχαν από τις φασαρίες και την πρόκληση βίας. Αστους έλεγαν, να σφαχτούν μεταξύ τους. Στα γήπεδα, στα πανεπιστήμια, στις διαδηλώσεις και στους καταυλισμούς. Μόνο στην Ηρώδου Αττικού και στη Βουλή δεν ήθελαν να πλησιάσει κανείς, για όσο είχαν την εξουσία. Θυμίζουν κάπως τον πρωτογονισμό του Μεσαίωνα που η τάξη υπήρχε μόνο στο περιβάλλον του βασιλιά και των ευγενών ενώ οι χωρικοί σφάζονταν στα χωριά τους, προσφέροντας υλικό για τους λαϊκούς θρύλους.
Τόση εξόφθαλμη εγκατάλειψη θα έπρεπε να μας είχε εξοργίσει. Όμως εμείς αφήναμε τους άλλους να προπονούνται για να κλείνουν τώρα, τους δρόμους. Με ποιον να τα βάζαμε όμως και από ποιον να ζητούσαμε ευθύνες; Σ' αυτόν τον τόπο, έτσι δομήθηκαν οι εξουσίες εξαρχής κι έτσι πορεύονται διαχρονικά, στη σχέση τους με την κοινωνία. Κάθε κραυγή λογικής του ενός, πάντα, σβήνει κάτω από την εκκωφαντική σιωπή της παράνοιας των πολλών…