Του Παύλου Ελευθεριάδη*
Την εβδομάδα που πέρασε η κυβερνητική συμμαχία των Συντηρητικών και των «Ενωτικών» της Βορείου Ιρλανδίας στην Βρετανία, έχασε μια έδρα σε μια επαναληπτική εκλογή στην Ουαλία προς τους φιλοευρωπαίους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, και η πλειοψηφία της έπεσε στον έναν βουλευτή. Η νέα κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον, κυβέρνηση ακραίων ευρωσκεπτικιστών, κρέμεται κυριολεκτικά από μια κλωστή.
Πολλοί βουλευτές που εξελέγησαν με το Συντηρητικό Κόμμα είναι μετριοπαθείς φιλοευρωπαίοι, και αντιτίθενται στην ακραία ατζέντα του Μπόρις Τζόνσον. Με την πρώτη ευκαιρία, θα ψηφίσουν εναντίον του.
Η εκλογή Τζόνσον δεν ήταν απλά αλλαγή ηγεσίας αλλά αλλαγή πολιτικής φιλοσοφίας. Ας μην ξεχνάμε ότι η ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος κατά το δημοψήφισμα του 2016, αλλά και η τότε υπουργός Εσωτερικών Τερέζα Μέι, ήταν υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. Η νέα πολιτική της Τζόνσον είναι όμως σταθερά εχθρική προς την Γερμανία και τη Γαλλία και βαθύτατα υπεροπτική, αφού θεωρεί ότι μόνο η Βρετανία έχει «πραγματική» δημοκρατία. Υποστηρίζει έτσι ότι το «καμικάζι Brexit» μπορεί να βλάψει την οικονομία πρόσκαιρα και να προκαλέσει στρατιές ανέργων και πρόσκαιρη διάλυση της βιομηχανίας, αλλά θα «απελευθερώσει» την Βρετανία από τα δεσμά της (εχθρικής) Ευρωπαiκής Ένωσης.
Και όμως η πολιτική αυτή είναι σίγουρο ότι δεν εκφράζει ούτε την πλειοψηφία των βουλευτών αλλά ούτε και το σημερινό εκλογικό σώμα, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις αλλά και το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών. Μια τέτοια ακραία και άτακτη έξοδος από την ΕΕ ποτέ δεν παρουσιάστηκε στους εκλογείς πριν από το δημοψήφισμα του 2016, αλλά ούτε και στις βουλευτικές εκλογές του 2017. Εκφράζει μόνο τα 92,000 μέλη που ψήφισαν τον Μπόρις Τζόνσον στις εσωκομματικές εκλογές του Συντηρητικού Κόμματος (ενώ 46,000 ψήφισαν για τον Τζέρεμυ Χαντ), δηλαδή το 0,13% του εκλογικού σώματος. Ας σημειώσουμε εδώ ότι στην Ελλάδα, μια χώρα πέντε φορές μικρότερη πληθυσμιακά, στις εσωκομματικές εκλογές της Νέας δημοκρατίας ψήφισαν 400.000 πολίτες και στις εκλογές του Κινήματος Αλλαγής 250.000 πολίτες.
Και όμως η γενική εκτίμηση είναι ότι ο Τζόνσον θα καταφέρει να επιζήσει άλλους τρεις μήνες, ώστε να επιτύχει την πολυπόθητη έξοδο από την ΕΕ στις 31 Οκτωβρίου 2019, παρά το γεγονός ότι η πολιτική του είναι μειοψηφική. Πώς εξηγείται αυτό; Εξηγείται από δύο παράγοντες.
Ο πρώτος είναι η προσωπικότητα του νέου πρωθυπουργού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι Μπόρις Τζόνσον είναι ένας σπάνιος πολιτικός. Μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν ένας μετριοπαθής κεντροδεξιός, υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πολυπολιτισμικότητας του Λονδίνου, της κατ' εξοχήν ευρωπαiκής μητρόπολης, του οποίου εξελέγη δύο φορές δήμαρχος. Σήμερα, εξελέγη πρωθυπουργός στη βάση μιας σκληρής εθνικιστικής ατζέντας, που θέλει να αποκλείσει την Βρετανία από την Ευρώπη και ετοιμάζεται να εξαπολύσει πόλεμο προπαγάνδας εναντίον των «εχθρών» της Βρετανίας.
Ο κ. Τζόνσον είναι ένας γνήσιος τσαρλατάνος. Δεν πιστεύει σε απολύτως τίποτε. Δεν έχει καμμία ιδεολογία ή μακροπρόθεσμη στόχευση ή ελπίδα για τη χώρα του. Eίναι ένας απλός δημαγωγός που χρησιμοποεί την φήμη του ως τηλεπερσόνα και το – πραγματικό - ταλέντο του ως κωμικός και την προβολή του σε χιουμοριστικές εκπομπές στην τηλεόραση για να κερδίσει πολιτική ισχύ. Είναι έτσι πιθανό ότι αυτός ο τραγικά ανεπαρκής ηγέτης θα ριψοκινδυνεύσει το μέλλον της χώρας του και τους θεσμούς της με τρόπο τόσο ανεύθυνο και τόσο απρόβλεπτο, που λίγοι άλλοι ηγέτες θα το έκαναν ποτέ.
Εδώ ερχόμαστε στον δεύτερο λόγο για την σημερινή κρίση, τους ανεπαρκείς συνταγματικούς θεσμούς της Βρετανίας. Η Βρετανία έχει εξαιρετικά δικαστήρια, τους καλύτερους δικηγόρους του κόσμου, άριστη δημόσια διοίκηση και ισχυρότατο κράτος δικαίου. Γι αυτόν τον λόγο έχει αδρανήσει στην θωράκιση του συντάγματός της. Οι βασικοί συνταγματικοί της θεσμοί παραμένουν άγραφοι. Σημαντικοί θεσμοί είναι θέμα συνθηκών του πολιτεύματος, που απαιτούν σοβαρότητα και φρόνηση από την πολιτική ηγεσία, αλλά είναι αδύναμοι όταν οι ηγέτες είναι ανεύθυνοι.
Μεγάλες θεσμικές αλλαγές έτσι αφήνονται στην κρίση της εκάστοτε κυβέρνησης ή κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η έξοδος από την ΕΕ δεν αντιμετωπίστηκε ως τεράστια θεσμική αλλαγή, που θα απαιτούσε συνταγματική αναθεώρηση και αυξημένες πλειοψηφίες (όπως θα ήταν στην Ελλάδα, Γερμανία, Γαλλία και άλλες χώρες με σοβαρό γραπτό Σύνταγμα) αλλά κάτι που γίνεται με απλό νόμο. Η έξοδος ψηφίστηκε με απλή πλειοψηφία με τον Νόμο Περί Αποχώρησης από την ΕΕ (Εuropean Union Withdrawal Act) τον Ιούνιο του 2018, ο οποίος όμως δεν επιλέγει ήπια ή άτακτη έξοδο. Μιλάει ασαφώς για «έξοδο».
Έτσι όμως αυτή τη στιγμή το εκλογικό σώμα και η Βουλή αδυνατούν να σταματήσουν την σημερινή μειοψηφία των Ευρωσκεπτικιστών από τα να πετύχουν την μεγαλύτερη αλλαγή στην συνταγματική τάξη της Βρετανίας των τελευταίων πενήντα χρόνων. Η λίστα των θεσμικών αποτυχιών είναι μεγάλη.
Πρώτα, η απόφαση για «έξοδο» από την ΕΕ ελήφθη από ένα «συμβουλευτικό» δημοψήφισμα που δεν πρότεινε μια θετική πολιτική, δηλαδή μια κάποια σχέση με την ΕΕ, αλλά καλούσε τον κόσμο να καταδικάσει γενικά και αόριστα το status quo, δηλαδή την συμμετοχή στην ΕΕ ως μέλος.
Δεύτερον, το δημοψήφισμα έγινε με συνθήκες τεράστιας παραπληροφόρησης στην τηλεόραση και τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και κυνικού ψεύδους από τους κκ. Μπόρις Τζόνσον και Νάιτζελ Φαρατζ.
Τρίτον, ακόμα και όταν οι παρανομίες της καμπάνιας των Τζόνσον και Φάρατζ αποδείχθηκαν από την εκλογική επιτροπή, και επιβλήθηκαν πρόστιμα για τις υπερβάσεις στα εκλογικά έξοδα, ο νόμος δεν προέβλεπε καμμία άλλη συνέπεια για την ισχύ του δημοψηφίσματος. Οι νικητές κράτησαν το έπαθλο, παρά το γεγονός ότι έπαιξαν βρώμικα.
Τέταρτο και τελευταίο, αν και θεωρητικά η βουλή είναι «κυρίαρχη», δεν έχει σήμερα τα μέσα να σταματήσει έναν Πρωθυπουργό ο οποίος δεν έχει δημοκρατική νομιμοποίηση αλλά τον ευνοούν – συγκυριακά οι περιστάσεις. Oι τεχνικές λεπτομέρειες έχουν τώρα τεράστια σημασία.
H βουλή βρίσκεται τώρα σε διακοπές. Θα ξανασυνεδριάσει την Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου. Η βουλή μπορεί να ψηφίσει πρόταση δυσπιστίας το νωρίτερο στις 4 Σεπτεμβρίου, αλλά με βάση τον τυπικό νόμο που ρυθμίζει τις πρόωρες εκλογές (το Fixed Term Parliaments Act 2011), ο ηττηθείς πρωθυπουργός έχει 14 ημέρες να προσπαθήσει να αλλάξει πολιτική ώστε να κερδίσει μια νέα ψήφο εμπιστοσύνης. Την περίοδο αυτή μπορεί επίσης να σχηματιστεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας, αλλά αυτό είναι αδύνατον χωρίς την στήριξη του ακρο-αριστερού Τζέρεμι Κόρμπιν, που είναι υπέρ του Brexit και επιθυμεί διακαώς εκλογές, αν και η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του είναι φιλοευρωπαίοι.
Αυτή η διαδικασία μας φέρνει στις 18 Σεπτεμβρίου, οπότε ίσως επιβεβαιωθεί η ήττα του Τζόνσον ενώπιον της Βουλής. Το βασιλικό διάταγμα για τις εκλογές εκδίδεται την επομένη μέρα και η βουλή μπορεί να διαλυθεί την επόμενη εργάσιμη μέρα Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου. Με βάση τον ίδιο νόμο η βουλή πρέπει να διαλυθεί 25 εργάσιμες ημέρες πριν τις εκλογές. Άρα η νωρίτερη ημερομηνία για τις εκλογές, που συνήθως oύτως ή άλλως γίνονται Πέμπτη, είναι η 25η Οκτωβρίου. Θεωρητικά συνεπώς, προλαβαίνουν να γίνουν βουλευτικές εκλογές μια εβδομάδα πριν το Brexit. Εκεί θα μπορούσε να κριθεί η πολιτική του Μπόρις Τζόνσον και το καμικάζι Brexit.
Ο νόμος όμως έχει μια σημαντική συνταγματική ατέλεια. Το άρθρο 2(7) του Νόμου του 2011 ορίζει ότι την ημερομηνία των εκλογών την ορίζει η Βασίλισα μετά από συμβουλή του Πρωθυπουργού, παρά το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός έχει αποδεδειγμένα χάσει την δεδηλωμένη. Ο Μπόρις Τζόνσον μπορεί έτσι να ορίσει τις εκλογές για τις 7 Νοεμβρίου, ώστε το άτακτο Brexit να έχει ήδη γίνει. Ας σημειώσεουμε εδώ ότι με βάση το δίκαιο της ΕΕ η όποια παράταση της προθεσμίας του άρθρου 50, προυποθέτει ομοφωνία μετά από πρόταση της Βρετανικής κυβέρνησης, που ο Μπόρις Τζόνσον δεν πρόκειται να κάνει. Αυτό υπαινίχθηκε ο σύμβουλός του στα τέλη της περασμένης εβδομάδας.
Συνεπώς, είναι εξαιρετικά πιθανό ο Τζόνσον να φερθεί αναξιοπρεπώς, ποδοπατώντας τα έθιμα του κοινοβουλίου και τις συνθήκες του πολιτεύματος, ώστε να πετύχει τον στόχο του για έξοδο από την ΕΕ την 31η Οκτωβρίου, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, και χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, επικαλούμενος το δημοψήφισμα και τον ασαφή νόμο του 2018. Θα το κάνει, αρκεί να έχει μαζί του τον εθνικιστικό τύπο (ιδίως τις εφημερίδες του ευρωσκεπτικιστή Αυστραλού επιχειρηματία Ρούπερτ Μέρντοχ) και ότι θα επιβιώσει πολιτικά ρίχνοντας τις ευθύνες της οικονομικής καταστροφής σε κάποιον άλλον, π.χ. τους Ευρωπαίους, ή τους μετριοπαθείς εσωκομματικούς του αντιπάλους. Το άτακτο Brexit έτσι θα γίνει, ό,τι και αν πιστεύει το κοινοβούλιο ή το εκλογικό σώμα.
Είναι ειρωνικό ότι μια τόσο ανεπτυγμένη έννομη τάξη όπως η Βρετανία έχει τόσο ανώριμους συνταγματικούς θεσμούς και τόσο ανεπαρκείς ηγέτες, όπως οι Μπόρις Τζόνσον και Τζέρεμυ Κόρμπυν. Είναι πλέον πολύ πιθανό ότι - αν δεν γίνει κάτι εντελώς απρόβλεπτο, π.χ. να επέμβει η Βουλή αλλάζοντας με πρωτόγνωρη ταχύτητα τον νόμο του 2011, ή αν πετύχει μια προσφυγή στο δικαστήριο που θα επιβάλει με ασυνήθιστη τόλμη τις άγραφες αρχές του Συντάγματος στην κυβέρνηση – τότε το άτακτο Brexit θα γινει και θα αλλάξει την Βρετανία και την Ευρώπη για πολλά χρόνια, αν και ποτέ δεν θα έχει τύχει δημοκρατικής νομιμοποίησης στην πιο παλιά κοινοβουλευτική δημοκρατία της Ευρώπης.
* Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο.