Της Ινέτζη Κων. Δημητρακάκη*
Ο όρος όμως ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ εμφανίσθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν ο Άγγλος ιατρός Edward Winslow όρισε την δημόσια υγεία ως την επιστήμη και την τέχνη της πρόληψης των ασθενειών, της επιμήκυνσης της ζωής και της προαγωγής της σωματικής και ψυχικής υγείας των ανθρώπων, μέσα από οργανωμένες προσπάθειες της κοινότητας, για την εξασφάλιση σε κάθε άτομο ενός βιοτικού επιπέδου κατάλληλου για διατήρηση των προϋποθέσεων της υγείας.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, ΥΓΕΙΑ είναι η κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας του ατόμου και της κοινότητας και όχι απλώς η απουσία ασθένειας ή αναπηρίας. Η δημόσια Υγεία λοιπόν, ασχολείται με την έγκαιρη διάγνωση των ασθενειών και με τη συστηματική αντιμετώπιση των εν λόγω απειλών, πριν αυτές οδηγήσουν στην εκδήλωση της νόσου. Βεβαίως στην έννοια της δημόσιας υγείας περιλαμβάνονται τόσο η περίθαλψη και η θεραπεία του όσο και η αποκατάσταση του ασθενούς μετά την θεραπεία.
Τα μέτρα λιτότητας που υποβάλλονται τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας υποβαθμίζουν συνεχώς ένα Δημόσιο Σύστημα Υγείας, που ήδη έπασχε. Συνεχώς παρατηρούνται μεγάλες περικοπές των δημοσίων δαπανών για την Υγεία, μείωση του αριθμού του Υγειονομικού προσωπικού, μείωση στην αγορά προμηθειών ιατρικών προϊόντων, μεταρρυθμίσεις στον χώρο της φαρμακευτικής αγοράς, μειώσεις στις φαρμακευτικές δαπάνες, προώθηση γενόσημων φαρμάκων, ελλείψεις στην προμήθεια φαρμάκων.
Παρατηρούμε λοιπόν στον κλάδο της Υγείας ελλείψεις αναφορικά με ζητήματα δομής, αποδοτικότητας, αποτελεσματικότητας, διαφάνειας,ελέγχου και αξιολόγησης, οργάνωσης διοίκησης, μηχανογράφησης και διαφθοράς, οι οποίες έχουν εδραιωθεί μέσα στο κοινωνικό σύνολο εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό οδηγεί στην ηθική απαξίωση του επαγγέλματος- λειτουργήματος του ιατρού και του νοσηλευτή στην Ελλάδα , αίσθημα δυσφορίας στους ασθενείς καθώς και αύξηση της δημόσιας δαπάνης για την Υγεία.
Σε αυτά έρχεται να προστεθεί και η νοσηρότητα των πληθυσμών μετακίνησης (μεταναστών, προσφύγων) που επηρεάζει πάντα την Υγεία του πληθυσμού της χώρας υποδοχής, θέτει σε κίνδυνο την δημόσια Υγεία και οδηγεί σε υψηλό κόστος των παρεχόμενων Υπηρεσιών Υγείας.
Αν αναλογιστούμε την απρόσκοπτη πρόσβαση των συγκεκριμένων πληθυσμών στο Σύστημα Υγείας της χώρας μας που είναι χώρα υποδοχής καθώς και το μεγάλο ποσοστό ανεργίας και ανασφάλιστων πολιτών μας μπορούμε να καταλάβουμε την αύξηση των εισροών στα δημόσια νοσοκομεία καθώς και την εκτίναξη των δαπανών στην Δημόσια Υγεία.Αυτό έχει σαν αποτελέσματα τις τραγικές ελλείψεις σε κομβικά σημεία του συστήματος δευτεροβάθμιας φροντίδας.
Εκτός από την εμφάνιση των ράντζων, πολλά νοσοκομεία δεν διαθέτουν κλίνες ΜΕΘ και σε άλλα είναι απλά κλειστές λόγω ελλείψεων σε προσωπικό και υλικοτεχνικό εξοπλισμό. Σήμερα μιλάμε μόνο για 650 κλίνες στις ΜΕΘ ανεπτυγμένες και πλήρως εξοπλισμένες εκ των οποίων οι 150 είναι κλειστές λόγω έλλειψης προσωπικού. Αποτέλεσμα γύρω στους 1000 ασθενείς κάθε χρόνο χάνουν την ζωή τους εξαιτίας μη λειτουργίας τους.
Αν μιλήσουμε και για τις Μονάδες Αυξημένης φροντίδας (ΜΑΦ) οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις μετατρέπονται σε ΜΕΘ (χωρίς επαρκή στελέχωση και εκτός θεσμικού πλαισίου) και την λίστα αναμονής των ασθενών για ΜΕΘ και με πιο τρόπο εφαρμόζεται ( ηλικία,πάθηση) καταλαβαίνουμε πόσο τραγική είναι η κατάσταση.
Ένα Σύστημα Υγείας πρέπει να εξυπηρετεί όλους τους ασθενείς και να υπάρχει πρόσβαση για όλους. Μέσα από την κρίση δημιουργείται η ευκαιρία να εισαχθούν κοινωνικές και οικονομικές ρυθμίσεις οι οποίες θα οδηγήσουν σε καλύτερη πρόσβαση και ποιότητα των Υπηρεσιών στην χώρα μας. Σήμερα αξίζουμε καλύτερα, σίγουρα μπορούμε, το ζήτημα είναι αν θέλουμε.
*Η κ. Ινέτζη Κων. Δημητρακάκη είναι ειδικός καρδιολόγος- Εντατικολόγος