Με τον Ανδρέα Λοβέρδο να επισημοποιεί τελικά στην προχθεσινή συνέντευξή του στην ΕΡΤ την υποψηφιότητά του για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ βάζοντας ταυτόχρονα το στοίχημα του υπερδιπλασιασμού των ποσοστών του το ερώτημα που τίθεται είναι αν πράγματι η εγχώρια σοσιαλδημοκρατία έχει τη δυνατότητα να το κερδίσει.
Το μόνον βέβαιο είναι ότι κάποια στιγμή η σημερινή παγκόσμια υγειονομική κρίση θα φύγει αλλά η διεθνής οικονομική κρίση θα μείνει για απροσδιόριστο ακόμα χρόνο στέλνοντας το λογαριασμό της στους χαμένους της πανδημίας: στους εργαζόμενους, δηλαδή, του ιδιωτικού τομέα παρά στους ομολόγους τους του δημοσίου, στις μικρομεσαίες παρά στις μεγάλες επιχειρήσεις, στις εξαρτώμενες από τον τουρισμό χώρες του ευρωπαϊκού Νότου παρά στις βιομηχανικά περισσότερο εύρωστες χώρες του Βορρά.
Θα είναι, ωστόσο, η επόμενη ημέρα της οικονομική κρίσης στην Ελλάδα τέτοια που να ενεργοποιεί πολιτικές ανακατατάξεις ικανές να μεταβάλλουν τους σημερινούς κομματικούς συσχετισμούς; Να επαναφέρουν στην κομματική τους κοίτη τους εκσυγχρονιστές κεντρώους ψηφοφόρους, που στις εκλογές του 2019 μετακινήθηκαν προς την ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη; Να κάνουν τους "αντιδεξιούς" ψηφοφόρους της κεντροαριστεράς, που έχουν καταφύγει στο λιμάνι της Αριστεράς, να ανακρούσουν πρύμνα και να επιστρέψουν στην ιστορική μήτρα της παράταξής τους;
Μέχρι σήμερα έχει διαχρονικά αποδειχθεί ότι η οικονομική κρίση δεν είναι ο καλύτερος σύμμαχος της ευρωπαϊκής τουλάχιστον σοσιαλδημοκρατίας. Με εξαίρεση τις σκανδιναβικές χώρες, όπου η εργατική τάξη της έμεινε ως επί το πλείστον πιστή, στις υπόλοιπες χώρες της Δυτικής Ευρώπης οι κοινωνικές συμμαχίες, που συνέπηξαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην πορεία τους προς την εξουσία, έσπασαν μαζί με το σπιράλ της κοινωνικής ανέλιξης των λαϊκών στρωμάτων και της δυναμικής ανόδου των μεσοστρωμάτων. Το βαθύ ρήγμα που δημιουργήθηκε μεταξύ τους δεν έμελλε να γεφυρωθεί. Μόλις το κοινωνικό κράτος άρχισε να αγγίζει τα όρια της βιωσιμότητάς του και οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις δεν είχαν πια μετά το τέλος της μεταπολεμικής "ένδοξης τριακονταετίας" της διαρκούς ειρήνης και της διαχεόμενης ευημερίας τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτούν τις δαπάνες του ανακατανέμοντας τα μεγάλα μέχρι τότε εθνικά εισοδήματα, η σοσιαλδημοκρατία δεν μπορούσε πια να διατηρήσει την πολυσυλλεκτικότητά της. Άρχισε να πέφτει μέσα στο χάσμα που δημιούργησαν η αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων, ο κατακερματισμός των ομάδων που αποτελούσαν τα κοινωνικά ερείσματά της και ο αποκλεισμός των λιγότερο προσοντούχων από την αγορά εργασίας.
Για ένα μεγάλο διάστημα θα πηγαινοέρχονταν κομματικά ασκώντας έναν ιδιότυπο "πολιτικό συνδικαλισμό" και μετακινώντας το εκλογικό εκκρεμές προς την κατεύθυνση των συνασπισμών από τους οποίους θεωρούσαν κάθε φορά ότι θα αποσπούσαν περισσότερα εισοδηματικά ανταλλάγματα. Όταν όμως άρχισαν να διαπιστώνουν ότι η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία δεν άλλαζε την καθημερινότητά τους και δεν καλυτέρευε τη μοίρα τους, άρχισαν να μη βρίσκουν κανένα νόημα στη συμμετοχή τους στο παιχνίδι του κομματικού ανταγωνισμού. Πολύ περισσότερο που κανένας από τους αντιπροσωπευτικούς σχηματισμούς που εκπροσωπούσαν το κομματικό σύστημα δεν μπορούσε να τους εγγυηθεί την προστασία των προνομίων τους από την επέλαση της παγκοσμιοποίησης. Ο τροχός της κοινωνικής κινητικότητας δεν γύριζε πια με την ίδια ευκολία και αυτοί που δυσκολεύονταν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αυξανόμενης ανταγωνιστικότητας των προηγμένων οικονομιών άρχισαν να εγκαταλείπουν τη μάχη των διεκδικήσεων. Οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί αμφισβητήθηκαν, οι κομματικοί φορείς το ίδιο και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία πήρε πρώτη την κατιούσα της παρακμής.
Οι καιροί είχαν αλλάξει και οι χαρισματικοί ηγέτες που κάποτε ενοποιούσαν τις πολυτασικές και πολυφωνικές συνιστώσες της, που ανέκαθεν έκαναν πολυτάραχη την ιστορία της, είχαν εκλείψει. Οι προικισμένες προσωπικότητες έπαψαν να έχουν πολιτικές φιλοδοξίες, οι ηγετικές μετριότητες κυριάρχησαν και τα περιθώρια ανακατανομής του πλούτου στέρεψαν. Το κενό, που άνοιξε με την κατάρρευση του οικοδομήματος που η σοσιαλδημοκρατία έχτιζε με τα χρήματα των φορολογουμένων και τις υπεραξίες που παρήγαγε η ακμάζουσα την περίοδο της διαρκούς βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου βιομηχανία, δεν μπόρεσε να καλυφθεί ούτε από τους τελευταίους των μεγάλων ηγετών της.
Ούτε ο "τρίτος δρόμος" που πήγε να ανοίξει ο Τόνυ Μπλερ μπόρεσε να το παρακάμψει. Ούτε ο Γκέρχαρντ Σρέντερ τα κατάφερε καλύτερα παρά τα δώδεκα χρόνια που έφαγε για να καταρτίσει την "Ατζέντα 2010" με την οποία πέτυχε τουλάχιστον να συμβιβάσει τα εργατικά συνδικάτα με τις εργοδοτικές οργανώσεις ανοίγοντας τον δικό του δρόμο των ριζικών οικονομικών και εργασιακών μεταρρυθμίσεων χάρις στις οποίες απογειώθηκε η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας. Ούτε ο Φρανσουά Ολάντ, που επιχείρησε να αντικαταστήσει το σοσιαλισμό της ζήτησης με το σοσιαλισμό της αύξησης της προσφοράς προκειμένου να καταπολεμήσει την ανεργία, απέφυγε την δυσάρεστη τύχη που είχε ως ο πρώτος Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας που δεν τόλμησε καν να διεκδικήσει την επανεκλογή και να γλιτώσει το γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα από την κατρακύλα που πήρε άμα τη εμφανίσει του Μακρόν. Ούτε βέβαια ο Μπετίνο Κράξι ή ο φέρελπις Ρέντσι τελεσφόρησαν στην προσπάθειά τους να ανασυγκροτήσουν την ούτως ή άλλως αναιμική μεταπολεμική ιταλική σοσιαλδημοκρατία.
Μόνον οι Ισπανοί με τον Πέδρο Σάντσεθ Πέρεθ-Καστεχόν και οι Πορτογάλοι με τον Αντόνιο Γκουτέρρες φαίνεται να κάνουν ακόμα την διαφορά επιτυγχάνοντας οι πρώτοι να διασωθούν από τα μνημόνια και οι δεύτεροι να ξεμπερδέψουν από αυτά χωρίς να διαλύσουν την μεσαία τάξη.
Γιατί τι άλλο έκανε εξάλλου η σοσιαλδημοκρατία και πέτυχε εξόν από την μεγαλύτερη επιχείρηση κοινωνικής ενσωμάτωσης που έγινε ποτέ στην Ευρώπη δια της αστικοποίησης των λαών της;
Αναδιένεμε τα ΑΕΠ. Επιδοτούσε τα εργατικά και λαϊκά στρώματα που εκπροσωπούσε. Άμβλυνε τις ταξικές αντιθέσεις. Και ελαχιστοποίησε τη σημασία των ιδεολογικών διαφορών συγκλίνοντας προς τον μεσαίο χώρο με αποτέλεσμα να μεγιστοποιείται η σημασία της επικοινωνιακής υπεροχής των ηγετών της και να επωφελείται εκλογικά από αυτήν την διαφορά κλάσης.
Όταν αυτή η διαφορά έπαψε να υφίσταται το ρήγμα μεταξύ μεταρρυθμιστικής και συντεχνιακής σοσιαλδημοκρατίας βάθυνε και εξακολουθούσε να βαθαίνει όσο βάθαινε το χάσμα ανάμεσα από τη μια πλευρά στους εργαζόμενους του ιδιωτικού και από την άλλη του δημόσιου τομέα. Εξ ου και το κενό που δημιουργήθηκε στον μεσαίο χώρο. Μόνον που αυτό το κενό δεν αποτελούσε πρόβλημα μόνον για την σοσιαλδημοκρατία. Αποτελούσε αντιστρόφως ανάλογο πρόβλημα και για τον πολιτικό ανταγωνισμό της.
Στον πρόλογό του στο βιβλίο της Άννας Διαμαντοπούλου Από το Ντεσεβό στο Drone o πολύ γνωστός μας πια Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέπ Μπορέλ, προερχόμενος από το PSOE (το ισπανικό Σοσιαλιστικό και Εργτικό Κόμμα), θυμίζει προσφυώς ότι "τα κόμματά μας είναι δημιουργήματα του 19ου αιώνα, με προγράμματα του 20ου, ενώ την ίδια στιγμή καλούνται να δώσουν λύσεις σε προβλήματα του 21ου" αντιμετωπίζοντας δυο βασικές προκλήσεις: μεγαλύτερο ανταγωνισμό και μικρότερη δεξαμενή παραδοσιακών ψηφοφόρων.
Τα μεν παραδοσιακά συντηρητικά λαϊκά κόμματα βρίσκονται πλέον αντιμέτωπα με τον ανταγωνισμό των κομμάτων της εθνικιστικής ακροδεξιάς που διασπά την συνοχή της εκλογικής τους βάσης και τα καταδικάζει είτε σε συρρίκνωση είτε σε παρακινδυνευμένες ασκήσεις εύθραυστων πολιτικών ισορροπιών προκειμένου να διατηρήσουν την αμφισβητούμενη από τα δεξιά πολυσυλλεκτικότητά τους.
Τα δε παραδοσιακά προοδευτικά εργατικά κόμματα βρίσκονται αντιμέτωπα με τον ανταγωνισμό των αυξανόμενων νέων πολιτικών σχηματισμών που αναπτύσσονται με νέες ατζέντες για να καλύψουν τον χώρο όπου μέχρι πρόσφατα κυριαρχούσε ιστορικά και ιδεολογικά η σοσιαλδημοκρατία.
Στην Ελλάδα, που για ιστορικούς λόγους ουδέποτε προσφέρθηκε έδαφος στη μαζικοποίηση αυτόνομων ακροδεξιών κινημάτων, το πρόβλημα περιορίστηκε στον χώρο της κεντροαριστεράς, όπου το ΠΑΣΟΚ, χωρίς πια τους προστατευτικούς αερόσακους των παλαιότερων ηγετικών προσωπικοτήτων του και την συνδρομή του πελατειακού κράτους, που έκανε παρ' ημίν ό,τι έκανε στην Ευρώπη το κοινωνικό κράτος, αλώθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η ΝΔ παρέμεινε κυρίαρχη στον χώρο της κεντροδεξιάς παρά το γεγονός ότι βρέθηκε και αυτή για ένα διάστημα αντιμέτωπη με την αυτονομημένη λαϊκή δεξιά (ΑΝΕΛ) και την ξεσαλωμένη κατά την μνημονιακή περίοδο φασιστοειδή δεξιά (Χρυσή Αυγή).
Θα δημιουργηθούν την επομένη της πανδημίας και υπό συνθήκες συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης οι συγκυρίες που θα βοηθήσουν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να αναπληρώσει το κενό στο μεσαίο χώρο, να ανακτήσει τα χαμένα κοινωνικά ερείσματά του και να υπερβεί την παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας;
Θεωρητικά τίποτα δεν μπορεί να αποκλεισθεί σε ένα περιβάλλον που η κοινωνική ανασφάλεια πιθανόν να πολλαπλασιάσει την πολιτική ρευστότητα.
Πρακτικά, ωστόσο, η ελληνική σοσιαλδημοκρατία είναι μάλλον απίθανο να πετύχει την ανάκαμψή της χωρίς να αρθρώσει ένα διαφορετικό αφήγημα για το μέλλον της χώρας και ιδιαίτερα της νέας γενιάς της.