Όλες οι κρίσεις - θερμές, ψυχρές και ότι άλλο υπάρχει στο ενδιάμεσο - ολοκληρώνονται με τη διπλωματία. Ακόμη και αν έχουν μιλήσει πρώτα τα όπλα, η διπλωματία έχει τον τελευταίο λόγο. Και ανεξάρτητα του πόσο αποτελεσματικός υπήρξες στη στρατιωτική στρατηγική και στη χρήση των μέσων που διαθέτεις στο πεδίο της μάχης, τα περισσότερα κρίνονται στην ικανότητα που θα επιδείξεις μετά, στο πεδίο των διαπραγματεύσεων και της διπλωματίας.
Η διπλωματική ικανότητα είναι αποτέλεσμα συνδυασμού πολλών παραγόντων. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι να έχεις ξεκάθαρο πολιτικό στόχο! Εθνικά ξεκάθαρο! Στόχο που να μην αφήνει ερωτηματικά στην κοινωνία σου και να χρειάζεται να επιστρατεύσεις δημοσιογράφους, δημοσιολόγους, καθηγητές και όσους επηρεάζουν την κοινή γνώμη, για να βαφτίσεις το μαύρο ή το γκρίζο ως άσπρο.
Γι αυτό, είτε θερμές είτε ψυχρές οι ελληνοτουρκικές κρίσεις, στη διπλωματία θα καταλήξουμε. Και εκεί θα κριθούν όλα, ανεξάρτητα του πόσο αποτελεσματικοί υπήρξαμε στη χρήση των όπλων. Των όποιων όπλων διαθέτουμε (στρατιωτικών, διπλωματικών, διεθνονομικών, κα), σε ένα ακραία υβριδικό περιβάλλον διαχείρισης κρίσεων.
Το μόνο πλεονέκτημα που σου δίνει διπλωματικά μία στρατιωτική νίκη είναι ο αέρας του νικητή στο πεδίο και τα όποια ερείσματα εξασφάλισες έναντι του αντιπάλου ως όπλα διαπραγμάτευσης στις συνομιλίες…
Πύρρειες νίκες…
Ωστόσο, από το 1974 ως σήμερα, όλες οι κρίσεις με την Τουρκία που είχαν εμπλοκή των ενόπλων μας δυνάμεων, και παρά το γεγονός ότι σε όλες είχαμε το τακτικό πλεονέκτημα, κατέληξαν Πύρρειες νίκες και σφραγίστηκαν ως τέτοιες διπλωματικά, αφού αντί να εξασφαλίζουμε ερείσματα έναντι του αντιπάλου, καταλήγαμε σε συμφωνίες και κείμενα από τα οποία έβγαινε η Τουρκία ενισχυμένη. Νταβός, Μαδρίτη, ΜΟΕ και δεκάδες άλλες εκδοχές τους…
Και μετά από κάθε διπλωματική μας αυτοχειρία, μια νέα κρίση με την Τουρκία προβάλλει πάλι στον ορίζοντα! Ακολουθούμε την ίδια πάντα συνταγή και μυαλό δεν βάζουμε… Και η Τουρκία προσθέτει assets στο αφήγημά της!
Η πρόσφατη κρίση και η Γερμανία
Στην πρόσφατη κρίση με την Τουρκία, με αφορμή αυτή τη φορά τις έρευνες υδρογονανθράκων του Oruc Reis εντός περιοχής που η Ελλάδα θεωρεί μέρος της υφαλοκρηπίδας της, μας φέρνει για ακόμη μια φορά στο τραπέζι των συνομιλιών με την Τουρκία.
Ρόλο διαμεσολαβητή στις συνομιλίες φιλοδοξεί να παίξει η Γερμανία, που προεδρεύει μέχρι το τέλος του 2020 στην ΕΕ.
Τα δεδομένα που έχουμε είναι ότι η Τουρκία βιάζεται πριν τις εκλογές στις ΗΠΑ (3 Νοεμβρίου) και πριν τη λήξη της γερμανικής προεδρίας, να έχει καθίσει την Ελλάδα στο τραπέζι των συνομιλιών με μια ευρύτατη ατζέντα θεμάτων, από τα οποία εικάζει, δεδομένων των πιέσεων που θα ασκηθούν στην χώρα μας, ότι κάτι θα πάρει πάλι. Για τα υπόλοιπα, θα ασκηθούν νέες πιέσεις και θα υπάρξουν νέες κρίσεις στο μέλλον… Άρα, ακόμη και αν καθίσουμε στο τραπέζι των συνομιλιών, από τις τουρκικές απειλές δεν ησυχάζουμε!
Ο γερμανικός παράγοντας δεν είναι σίγουρα ευνοϊκός απέναντι στα δικά μας συμφέροντα. Βλέπουν τα πολύ μεγαλύτερα συμφέροντα που έχουν με την Τουρκία και ως Γερμανία καλά κάνουν, δεν κάνουν όμως καθόλου καλά – όπως επισημαίνει η Γαλλία – ως κράτος-μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Άρα οι πράξεις ή οι παραλήψεις της Γερμανίας δεν την καθιστούν υπόλογη μόνο προς τον γερμανικό λαό, αλλά την καθιστούν υπόλογη και απέναντι στις συμμαχίες της, που χωρίς αυτές θα ήταν πραγματικά άγνωστη η τύχη αυτής της χώρας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο! Να της το θυμίζουμε που και που, γιατί αν κοιτούσαν το 1945 οι Σύμμαχοι μόνο τα συμφέροντά τους, θα την είχαν τεμαχίσει γεωγραφικά και θεσμικά με τρόπο τέτοιο, που σήμερα οι ηγέτες της θα ζήλευαν την ισχύ κοινοτάρχη.
Υπάρχει όμως και μια ακόμη – πολύ κρίσιμη – διάσταση που συνοδεύει τον παράγοντα Γερμανία στη διπλωματία. Η αποτελεσματικότητα της Γερμανίας να κινεί νήματα και να περνά τις θέσεις της σε ολιγομερή σχήματα και μέσω μυστικής διπλωματίας είναι απείρως μεγαλύτερη από την αντίστοιχη ικανότητά της όταν τα σχήματα είναι πολυμερή και οι συνομιλίες δημόσιες.
Άρα, η ελληνική διπλωματία θα πρέπει να αποφύγει να εγκλωβιστεί σε συνομιλίες ολιγομερείς και μυστικές, αντίθετα να φροντίσει να εμπλέξει στις συνομιλίες κράτη-αντίβαρα και να θέσει νέες προϋποθέσεις για την έναρξη του διαλόγου, κερδίζοντας παράλληλα χρόνο.
Οι νέες προϋποθέσεως για διάλογο
Για να λύσεις ένα πρόβλημα πρέπει να δεις από πού ξεκινάει το πρόβλημα. Και το πρόβλημα με την Τουρκία είναι ότι σε όλα τα επίπεδα δεν συμβιβάστηκε με την ιστορία της μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Τουρκική Δημοκρατία ήταν και παραμένει ένα αναθεωρητικό κράτος!
Στα πλαίσια του τουρκικού αναθεωρητισμού, η Ελλάδα είναι μόνο ένα αγκάθι. Για την Τουρκία, μείζων στόχος είναι ο γεωγραφικός περιορισμός της Ελλάδας. Ελάσσων στόχος η «φιλανδοποίηση» της Ελλάδας. Κακά τα ψέματα, εκτός από το φρόνιμα του ελληνικού λαού και τις ικανότατες ένοπλες δυνάμεις μας, ασπίδα μας έναντι του τουρκικού αναθεωρητισμού είναι η συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, παρ' όλα τα προβλήματα που απορρέουν από αυτή τη δέσμευση. Άρα, η Τουρκία γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να πετύχει τον μέγιστο στόχο της – χωρίς αυτό να μας εφησυχάζει – ξέρουμε πλέον ότι χρησιμοποιεί την στρατιωτική απειλή για να πετύχει τον ελάσσονα στόχο της.
Απέναντί μας, ο τουρκικός αναθεωρητισμός ξεκινά εμφανώς με την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, τον ΑΤΤΙΛΑ ΙΙ στην Κύπρο και το Casus Belli για τα 12νμ.
Υπό το καθεστώς απειλής, λοιπόν, η Ελλάδα δεν κάθετε σε κανένα τραπέζι συνομιλιών, και αυτή θα πρέπει να είναι η νέα αρχή και προϋπόθεση υπό την οποία η χώρα μας μπορεί να βρεθεί διπλωματικά να συζητήσει με την Τουρκία.
Αυτή η νέα γραμμή να τύχει ευρύτατης πολιτική στήριξης και τα δυο στοιχεία που θα κρίνουν το μέλλον έναρξης ενός ουσιαστικού ελληνοτουρκικού διαλόγου να είναι, πρώτον η απομάκρυνση των κατοχικών στρατευμάτων από την Κύπρο και δεύτερον, η άρση του Casus Belli από το τουρκικό κοινοβούλιο. Όχι μια από τις δύο προϋποθέσεις, αλλά και οι δύο μαζί!
Αν αυτά τα δυο συμβούν, τότε η Ελλάδα θα είναι πρόθυμη να καθίσει στο τραπέζι των συνομιλιών με την Τουρκία και να προχωρήσει σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις με τη γείτονα χώρα για ένα βιώσιμο και ειρηνικό μέλλον. Το κλειδί είναι στο «ουσιαστικές διαπραγματεύσεις», με ότι ο καθένας θα μπορεί να επιβάλλει ως ερμηνεία στο «ουσιαστικές» τη στιγμή που η Τουρκία θα έχει δείξει έμπρακτα ότι εννοεί την αποκλιμάκωση και τον καλόπιστο διάλογο.
Σε διαφορετική περίπτωση, η Ελλάδα να δηλώσει ευθαρσώς αποφασισμένη να το τραβήξει μέχρι τέλους, με ότι και όσους θα έχουμε δίπλα μας τη δεδομένη στιγμή! Ήδη η ελληνική κοινωνία το συζητά ευθέως ως επιλογή!
*Ο κ. Βασίλης Κοψαχείλης είναι Διεθνολόγος - Γεωστρατηγικός Αναλυτής