Οι νέες συγκρούσεις στο Ισραήλ δεν φαίνεται να αιφνιδιάζουν τη διεθνή κοινότητα. Μετά τις ειρηνευτικές συνομιλίες του 2013-2014, με πρωτοβουλία του τότε Αμερικανικού υπουργού Εξωτερικών John Kerry, οι Παλαιστίνιοι βρίσκονται μπροστά σε ένα αδιέξοδο.
Το ειρηνευτικό σχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ το 2020 απορρίφθηκε μετά βδελυγμίας από το σύνολο των παλαιστινιακών οργανώσεων, αφού παρέδιδε ολόκληρη την Ιερουσαλήμ στον έλεγχο του Εβραϊκού Κράτους.
Στην πραγματικότητα, εδώ και τριάντα χρόνια, το παλαιστινιακό κίνημα έχει κατακερματιστεί σε δύο κομμάτια που έχουν τελείως διαφορετικές στρατηγικές.
Το πρώτο συσπειρώνεται γύρω από τη Φατάχ που ελέγχει ένα κομμάτι της Δυτικής Όχθης και προσπαθεί να οικοδομήσει ένα ανεξάρτητο κράτος, χωρίς να επιζητεί την ένοπλη σύγκρουση με τους Ισραηλινούς.
Το δεύτερο ελέγχεται από τη Χαμάς και άλλες ισλαμιστικές οργανώσεις που δεν αναγνωρίζουν το Ισραήλ ως νόμιμη οντότητα και επιδιώκουν την καταστροφή του. Τις δύο παρατάξεις ενώνουν λίγα πράγματα πλέον, αλλά ένα από αυτά είναι το μελλοντικό καθεστώς της Ιερουσαλήμ.
Από την άλλη, η ισραηλινή κοινωνία έχει αποδεχθεί την ημιεμπόλεμη κατάσταση που υπάρχει με τη Λωρίδα της Γάζας και συναινεί στη χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον της Χαμάς.
Ωστόσο, μία χερσαία επιχείρηση δεν είναι εύκολη υπόθεση για τις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις. Τα τελευταία χρόνια, η Χαμάς έχει προμηθευτεί από τη μαύρη αγορά αντιαρματικούς πυραύλους που μπορούν επιφέρουν σοβαρές απώλειες στην ισραηλινή πλευρά.
Ήδη το πρώτο χτύπημα με πύραυλο Kornet εναντίον ισραηλινής περιπόλου, κοντά στα σύνορα Ισραήλ-Γάζας, προκάλεσε τον θάνατο ενός στρατιώτη και τον τραυματισμό τριών. Η ισλαμιστική οργάνωση έχει αναπτύξει νέες τακτικές μάχης που είναι δύσκολα αντιμετωπίσιμες σε ένα τόσο πυκνοκατοικημένο αστικό περιβάλλον, όπως είναι η Λωρίδα της Γάζας.
Σε κάθε περίπτωση, το νέο Παλαιστινιακό Πρόβλημα μπορεί να μεγαλώσει το ψυχολογικό χάσμα ανάμεσα στην ερντογανική Τουρκία και τον δυτικό κόσμο.
Η Αμερική και η Ευρώπη υποστηρίζουν το Εβραϊκό Κράτος για γεωπολιτικούς και ηθικούς λόγους. Οι συγκρούσεις Ισραηλινών-Παλαιστινιών, όμως, προσφέρουν μια χρυσή ευκαιρία στην Άγκυρα να αυτοπαρουσιαστεί ως η ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου.
Είναι μια στρατηγική επιλογή του καθεστώτος Ερντογάν που ικανοποιεί το λαϊκό αίσθημα, αφού οι περισσότεροι Τούρκοι συντάσσονται με τους Παλαιστινίους.
Ταυτόχρονα, η τουρκική ηγεσία ενισχύει τα φιλοτουρκικά ισλαμιστικά δίκτυα στα παλαιστινιακά εδάφη και σε άλλες χώρες της περιοχής (π.χ Λιβύη, Συρία, Αίγυπτο).
Η πάγια θέση της Αθήνας είναι η δημιουργία δύο κρατών στην περιοχή, ώστε ο παλαιστινιακός λαός να ασκήσει το δικαίωμα του στην αυτοδιάθεση.
Αυτή είναι μια θέση αρχής που επιτρέπει στην Ελλάδα να διατηρεί τις όποιες καλές σχέσεις έχει ακόμα με την παλαιστινιακή κοινωνία. Αν η Τουρκία συνεχίσει όμως να εργαλειοποιεί το Παλαιστινιακό Πρόβλημα για να υπερφαλαγγίσει έναν στρατηγικό εταίρο της Αθήνας, δηλαδή το Ισραήλ, θα πρέπει να υπάρχει επαναξιολόγηση της ελληνικής στάσης. Αυτό που πρωτεύει είναι η εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος.
*Αναπληρωτής Καθηγητής στο King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας