Της Γιούλης Φωκά Καβαλιεράκη*
Αύριο είναι μια σημαντική μέρα για το Ελληνικό Κράτος Δικαίου. Αύριο, στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων, θα κριθεί η τύχη μιας νέας κοπέλας που, όπως όλα έχουν δείξει μέχρι τώρα, έχει καταδικαστεί και ήδη εκτίσει πάνω από ένα χρόνο στη φυλακή, για εγκλήματα με τα οποία δεν έχει καμία σχέση. Αν κάποιος παρακολουθήσει την περιπέτειά της από την αρχή, θα διαπιστώσει πως η Ηριάννα κρίθηκε ένοχη κυρίως εξαιτίας της άγνοιας και της παραπληροφόρησης που υπάρχει για την επιστήμη της βιολογίας και πιο συγκεκριμένα της γενετικής.
Οι τελευταίοι δύο αιώνες, με τη Βιομηχανική και Επιστημονική Επανάσταση, έδωσαν στον άνθρωπο τόση πληροφορία για τον κόσμο και τη ζωή γύρω μας, και τόσα εργαλεία για να τα διαχειριζόμαστε και να τα εκμεταλλευόμαστε, όσα δεν είχαν δώσει εκατομμύρια χρόνια ζωής πάνω στον πλανήτη. Η γνώση που μας προσφέρουν σήμερα οι επιστήμες είναι τόσο μεγάλη, που είναι απολύτως φυσιολογικό να μην μπορεί να την παρακολουθήσει η πλειοψηφία των ανθρώπων που δεν είναι ειδικοί, αν και όλοι μας ωφελούμαστε από τα αποτελέσματα αυτής της γνώσης.
Πολλοί άνθρωποι, ωστόσο, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να κατανοήσουν και να διαχειριστούν την περίπλοκη και συνεχώς αυξανόμενη επιστημονική γνώση, τείνουν να είναι προκατειλημμένοι αρνητικά απέναντι σε αυτήν και να θεωρούν την ίδια την πρόοδο της επιστήμης αρνητική και επιβλαβή για τον άνθρωπο καθώς και αιτία απομάκρυνσης και αποξένωσης από μια υποτιθέμενη «φυσική» κατάσταση. Έτσι, συγχέουν την ίδια την επιστήμη με την ορθή ή λάθος χρήση των ευρημάτων, των ανακαλύψεων και των εργαλείων της, και παραβλέπουν το τεράστιο όφελος που απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι σήμερα στον πλανήτη. Αυτή η προκατάληψη και αντιδραστική στάση απέναντι στην καινούρια γνώση και τεχνολογία πιθανόν υπήρχε από τότε που ανακαλύψαμε τη φωτιά και επινοήσαμε τον τροχό. Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα της συνήθειας και της ρουτίνας, δεν του αρέσει η αλλαγή και το καινούριο.
Όμως, αυτή η αυτόματη και διαχρονική αντίδραση στην έννοια της προόδου από σημαντική μερίδα ανθρώπων, έχει προκαλέσει με τη σειρά της μια αντίστροφη αντίδραση. Πολλοί ενημερωμένοι άνθρωποι, που αντιλαμβάνονται και εκτιμούν την πρόοδο και τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας και που μπορούν να κατανοήσουν την προσφορά τους στη συνολική βελτίωση της ζωής και την αύξηση της ευημερίας της ανθρωπότητας (ειδικά στον αναπτυσσόμενο κόσμο, με τη δραματική μείωση της φτώχειας και την καταλυτική αντιμετώπιση των θανατηφόρων ασθενειών), έχουν γίνει ιδιαίτερα σκεπτικοί απέναντι σε οποιεσδήποτε αντιρρήσεις και τείνουν να δέχονται ασυζητητί οτιδήποτε ενδύεται τον μανδύα του επιστημονικού.
Μια τέτοια περίπτωση είναι η περίπτωση της χρήσης των εργαλείων ανάλυσης του γενετικού υλικού με σκοπό την ταυτοποίηση των δραστών εγκλημάτων. Γιατί, ενώ υπάρχει διεθνής και αναγνωρισμένη επιστημονική μεθοδολογία για το πώς συλλέγεται και αναλύεται το γενετικό υλικό, καθώς και για το πώς ερμηνεύονται τα αποτελέσματα αυτής της ανάλυσης από τους γενετιστές, αυτό δεν σημαίνει ότι εκείνοι που θα αξιολογήσουν αυτά τα ευρήματα στο δικαστήριο, κυρίως οι δικαστές – για να κρίνουν αν κάποιος είναι ένοχος ή όχι – μπορούν να κατανοήσουν τι ακριβώς είναι όλα αυτά. Πιο συγκεκριμένα, πολλοί δικαστές, σε όλον τον κόσμο, ορμώμενοι από την καλοπροαίρετη στάση τους απέναντι στην επιστήμη γενικώς, αλλά και την ουσιαστική άγνοια που φυσιολογικά έχουν για τις έννοιες και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται, τείνουν να παρερμηνεύουν ή να υπερερμηνεύουν πληροφορίες που μας δίνει η ανάλυση του γενετικού υλικού σε σχέση με τη διάπραξη εγκλημάτων. Αλλά, ακόμη και αν οι δικαστές κατανοούν πλήρως τα επιστημονικά ευρήματα που τους παρουσιάζονται, δεν σημαίνει ότι μπορούν ή πρέπει να βασιστούν μόνο σε αυτά, καθώς, προφανώς, η παρουσία γενετικού υλικού από μόνη της δεν επαρκεί για να τεκμηριώσει ενοχή. Δεν είναι τυχαίο, ότι στα Κράτη Δικαίου, το DNA χρησιμοποιείται κυρίως για να αθωώσει και όχι για να καταδικάσει τους κατηγορούμενους.
Αυτό συνέβη στην πρωτόδικη απόφαση κατά της Ηριάννας. Παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο πολύ αμφιλεγόμενα συμπεράσματα από την ανάλυση γενετικού υλικού που διεξήγαγε το εργαστήριο της Αστυνομίας, αλλά οι δικαστές δεν μπορούσαν να αξιολογήσουν οι ίδιοι αν αυτά που άκουγαν ήταν επιστημονικώς αποδεκτά ή όχι. Εμπιστεύτηκαν το συγκεκριμένο πόρισμα του εργαστηρίου της αστυνομίας χωρίς να δεχτούν τις βασιμότατες αντιρρήσεις άλλων ειδικών και καταδίκασαν την κατηγορούμενη. Από τότε, πλήθος ειδικών επιστημόνων έδειξε ότι η μεθοδολογία που ακολούθησε τότε το εγκληματολογικό εργαστήριο της Αστυνομίας ήταν ιδιαίτερα προβληματική, με αποκορύφωση την έκθεση του διδάκτορα Βιοχημείας Νικόλαου Ταΐρη, του διευθυντή της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας κατά την περίοδο που βρέθηκε το DNA. Σε αυτήν αναφέρει ρητά και κατηγορηματικά: «Ο μερικός γενετικός τύπος Αγνώστου Γυναίκας Α που προέρχεται από το Εργαστηριακό Πειστήριο ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ να προέρχεται από την Ηριάννα Β.Λ.». Αυτή τη φορά, οι δικαστές άκουσαν τις αντιρρήσεις, μελέτησαν προσεκτικά τα ευρήματα και τις σχετικές ερμηνείες και φάνηκαν να κατανοούν καλύτερα την τεχνική ορολογία. Ας ελπίσουμε ότι αύριο η απόφασή τους θα είναι δίκαιη, δηλαδή, θα αθωώσει την Ηριάννα, της οποίας η αρχική ενοχή βασίστηκε σε λανθασμένη χρήση των επιστημονικών εργαλείων αλλά και στη λάθος αξιολόγησή τους από μη ειδικούς.
* Η κ. Γιούλη Φωκά-Καβαλιεράκη είναι μεταδιδακτορική υπότροφος στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο με αντικείμενο τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της Βιοτεχνολογίας, διδάκτορας Φιλοσοφίας των Κοινωνικών Επιστημών του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του «Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών». Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Οικονομική Ψυχολογία» που κυκλοφορεί στη σειρά ΜΙΚΡΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ των εκδόσεων Παπαδόπουλος.