Του Ευθύμη Μαραμή*
Μέσα από τα γραφόμενα του Murray. N. Rothbard και του βιβλίου του “what has government done to our money”, θα κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο οικονομικό παρελθόν, εξετάζοντας όσο πιο σύντομα και περιεκτικά γίνεται την εξέλιξη του νομισματικού συστήματος από το 1815 ως σήμερα. Συγκεκριμένα θα διαβάσουμε και θα αναλύσουμε αποσπάσματα από τα κεφάλαια του βιβλίου σχετικά με την πορεία του κλασικού κανόνα του χρυσού ως και το νομισματικό σύστημα του πολιτικού χρήματος, όταν και εκλάπη οριστικά ο χρυσός των ανθρώπων από τις κυβερνήσεις. Εκτιμώ πως πρόκειται για πολύ χρήσιμα και ενδιαφέροντα στοιχεία που μας αφορούν όλους, καθώς θα διαπιστωθεί το πόσο θεμελιώδες είναι ένα νομισματικό σύστημα συναλλαγών όσον αφορά την δομή και την εξέλιξη του πολιτισμού.
Φάση I: Ο κλασσικός κανόνας του χρυσού, 1815-1914
Μπορούμε ν'' αναπολούμε την εποχή του κλασσικού κανόνα του χρυσού και τον Δυτικό κόσμο του δεκάτου ενάτου και των αρχών του εικοστού αιώνα ως “Χρυσή Εποχή”, κυριολεκτικά και μεταφορικά καθώς ίσχυε για όλο τον κόσμο ο κανόνας του χρυσού. Κάθε εθνικό νόμισμα (δολάριο, λίρα, φράγκο κ.λπ.) δεν ήταν παρά η ονομασία που αντιστοιχούσε σε ένα συγκεκριμένο, καθορισμένο βάρος χρυσού. Το «δολάριο», για παράδειγμα, οριζόταν ως το 1/20 μιας ουγγιάς χρυσού, η λίρα ως κάτι λιγότερο από το ? της ουγγιάς χρυσού, κ.ο.κ. Αυτό σήμαινε ότι οι «συναλλαγματικές ισοτιμίες» μεταξύ των διαφόρων εθνικών νομισμάτων ήσαν σταθερές, όχι επειδή τις καθόριζαν αυθαίρετα οι κυβερνήσεις, αλλά κατά τον ίδιο τρόπο που μία λίβρα ορίζεται ως ίση με δεκαέξι ουγγιές.
Πρέπει να τονισθεί ότι δεν ήταν οι κυβερνήσεις που επέλεξαν αυθαίρετα το χρυσό, για να αποτελέσει αυτός νομισματική μονάδα. Ο χρυσός είχε αναπτυχθεί για πολλούς αιώνες στην ελεύθερη αγορά ως η καλύτερη μορφή χρήματος. Ως το αγαθό που πρόσφερε το πιο σταθερό και επιθυμητό συναλλακτικό μέσο. Πάνω από όλα, η προσφορά και η προβλεπόμενη διάθεση του χρυσού βασιζόταν μόνον στις δυνάμεις της αγοράς, και όχι στο αυθαίρετο νομισματοκοπείο των κυβερνήσεων. Ο διεθνής κανόνας του χρυσού παρείχε έναν αυτόματο μηχανισμό της αγοράς για να ελέγχονται οι πληθωριστικές δυνατότητες των κυβερνήσεων. Επίσης παρείχε έναν αυτόματο μηχανισμό για να διατηρείται σε ισορροπία το ισοζύγιο πληρωμών της κάθε χώρας.
Αν ένα κράτος, ας πούμε το Γαλλικό, αύξανε την παροχή σε χαρτονομίσματα φράγκων, θα αυξάνονταν και οι τιμές στη χώρα. Τα αυξανόμενα εισοδήματα σε χαρτονομίσματα φράγκων θα προκαλούσαν εισαγωγές από το εξωτερικό, οι οποίες θα ωθούνταν και από το γεγονός ότι οι τιμές των εισαγομένων προϊόντων θα ήταν πλέον σχετικώς χαμηλότερες από αυτές των εγχωρίων προϊόντων. Ταυτόχρονα, οι υψηλότερες τιμές των εγχωρίων προϊόντων θα δυσκόλευαν τις εξαγωγές. Tο αποτέλεσμα θα είναι έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί καθώς οι ξένες χώρες θα μετατρέπουν φράγκα σε χρυσό. Η εκροή αυτή του χρυσού θα σημάνει ότι η Γαλλία θα πρέπει στο τέλος να συμμαζέψει τα παραπανίσια χαρτονομίσματά της, προκειμένου να αποφύγει την απώλεια όλου της του χρυσού. Αν ο πληθωρισμός έχει λάβει τη μορφή τραπεζικών καταθέσεων, τότε οι γαλλικές τράπεζες πρέπει να περιορίσουν τα δάνεια και τις καταθέσεις τους σε χαρτονομίσματα, προκειμένου να αποφύγουν τη χρεοκοπία όταν οι ξένοι ζητήσουν από τις τράπεζες το αντίκρισμα των καταθέσεών τους σε χρυσό. Ο περιορισμός αυτός μειώνει τις τιμές στο εσωτερικό και προκαλεί ένα πλεόνασμα στις εξαγωγές, αντιστρέφοντας έτσι την εκροή του χρυσού, μέχρις ότου τα επίπεδα των τιμών να εξισωθούν στη Γαλλία και στις άλλες χώρες.
Είναι γεγονός πάντως πως οι παρεμβάσεις των κυβερνήσεων πριν από το δέκατο ένατο αιώνα ανέκοπταν την ταχύτητα των μηχανισμών της αγοράς και επέτρεπαν να εμφανίζονται επιχειρηματικοί κύκλοι πληθωρισμού και υφέσεως (boom bust) μέσα στο πλαίσιο του κανόνα του χρυσού. Τέτοιες παρεμβάσεις ήταν, συγκεκριμένα: η μονοπώληση από τις κυβερνήσεις του νομισματοκοπείου, οι νόμοι για το νομίμως κυκλοφορούν νόμισμα (legal tender), η δημιουργία χαρτονομισμάτων και η ανάπτυξη πληθωριστικών τραπεζικών ενεργειών που προκαλούσε η κάθε κυβέρνηση. Αλλά, ενώ οι παρεμβάσεις αυτές επιβράδυναν τις προσαρμογές της αγοράς, ήταν οι προσαρμογές αυτές που διαμόρφωναν τελικά την κατάσταση. Έτσι λοιπόν, μολονότι ο κλασσικός κανόνας του χρυσού του δεκάτου ενάτου αιώνα δεν ήταν τέλειος και επέτρεπε σχετικώς μικρές περιόδους αναπτύξεως και υφέσεως (επιχειρηματικών κύκλων boom bust), έστω κι έτσι μας παρείχε μακράν την καλύτερη νομισματική τάξη που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος, μία τάξη η οποία λειτουργούσε, που δεν επέτρεπε στους οικονομικούς κύκλους να ξεφεύγουν εκτός ελέγχου και που κατέστησε δυνατή την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, των διεθνών συναλλαγών και των επενδύσεων.
Φάση II: Πρώτος παγκόσμιος Πόλεμος και μετά
Εφ' όσον λοιπόν ο κλασσικός κανόνας του χρυσού λειτουργούσε τόσο καλά, γιατί κατέρρευσε; Κατέρρευσε διότι ανατέθηκε στις κυβερνήσεις το καθήκον να τηρούν τις νομισματικές υποσχέσεις τους, δηλαδή να φροντίζουν ώστε οι λίρες, τα δολάρια, τα φράγκα κ.λπ. να έχουν πάντοτε αντίκρισμα σε χρυσό όπως αυτές (οι κυβερνήσεις) και το ελεγχόμενο από αυτές χρηματοπιστωτικό σύστημα είχαν δεσμευθεί. Δεν ήταν ο χρυσός που απέτυχε, αλλά η αφροσύνη να εμπιστευθούμε τις κυβερνήσεις ότι θα τηρήσουν τις υποσχέσεις τους.
Προκειμένου να διεξαγάγουν τον καταστροφικό Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάθε κυβέρνηση έπρεπε να αυξήσει την προσφορά χαρτονομισμάτων και πιστωτικών τίτλων. Αυτή η αύξηση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ήταν αδύνατο για τις εμπόλεμες κυβερνήσεις να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους και έτσι «ξέφυγαν από τον κανόνα του χρυσού», δηλαδή κήρυξαν την πτώχευσή τους σύντομα μετά την είσοδό τους στον πόλεμο. Όλες εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που άργησαν να μπουν στον πόλεμο, και δεν αύξησαν την παροχή των δολαρίων τόσο ώστε να κινδυνεύσουν με έλλειψη αντικρίσματος σε χρυσό.
Αλλά, με εξαίρεση τις Η.Π.Α, ο κόσμος υπέφερε από αυτό που κάποιοι οικονομολόγοι σήμερα χαιρετίζουν ως Νιρβάνα των “ελεύθερα” διακυμαινομένων συναλλαγματικών ισοτιμιών (που τώρα λέγονται «βρώμικες διακυμάνσεις»), ανταγωνιστικών υποτιμήσεων, νομισματικό πόλεμο, ελέγχων συναλλάγματος, δασμών και ποσοστώσεων και της καταρρεύσεως του διεθνούς εμπορίου και των επενδύσεων. Οι πληθωριστικές λίρες, φράγκα, μάρκα κ.λ.π. έχασαν μέρος της αξίας τους σε σχέση με το χρυσό και τον άργυρο. Νομισματικό χάος κυριαρχούσε σε όλο τον κόσμο. Τον καιρό εκείνο ευτυχώς ήταν λίγοι οι οικονομολόγοι που χαιρέτιζαν την κατάσταση αυτή ως ιδανική για τις συναλλαγές. Γενικώς είχε αναγνωρισθεί ότι η φάση II ήταν το πρόθυρο μιας διεθνούς συμφοράς και οι πολιτικοί και οικονομολόγοι έψαχναν παντού τρόπους ώστε να αποκαταστήσουν τη σταθερότητα και την ελευθερία που παρείχε ο κλασσικός κανόνας χρυσού.
Φάση III: Ο κανόνας του χρυσού συναλλάγματος (Βρετανία και Η.Π.Α.) 1926-1931
Πώς θα γινόταν η επιστροφή στη χρυσή εποχή; Η λογική ενέργεια θα ήταν να αναγνωρισθεί η πραγματικότητα, το γεγονός ότι η λίρα, το φράγκο, το μάρκο κ.λ.π. είχαν χάσει την αξία τους και να επιστρέψουν στον κανόνα του χρυσού με ανακαθορισμένη ισοτιμία: μια ισοτιμία που θα ανεγνώριζε την προσφορά νομισμάτων και τα επίπεδα των τιμών που ίσχυαν. Η βρετανική λίρα, για παράδειγμα, παραδοσιακά οριζόταν σε ένα βάρος χρυσού που ισούταν με 4,86 δολάρια. Ωστόσο, με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο πληθωρισμός στην Αγγλία είχε ρίξει τη λίρα στο επίπεδο περίπου των $ 3.50 στην ελεύθερη αγορά ξένου συναλλάγματος. Τα άλλα νομίσματα είχαν χάσει την αξία τους κατά παρόμοιο τρόπο. Η λογική πολιτική θα ήταν να επιστρέψει η Βρετανία το νόμισμά της στο χρυσό σε τιμή περίπου $ 3.50 και οι υπόλοιπες χώρες που γνώρισαν αντίστοιχο πληθωρισμό να πράξουν το ίδιο.
Η πρώτη φάση θα είχε αποκατασταθεί σύντομα και ομαλά. Αντιθέτως, οι Βρετανοί έλαβαν τη μοιραία απόφαση να επιστρέψουν στην αντιστοιχία του νομίσματος με το χρυσό στην παλαιά αναλογία των $ 4.86. Το έκαναν για λόγους βρετανικού εθνικού «γοήτρου» και σε μία μάταια προσπάθεια να επανακαταστήσουν το Λονδίνο παγκόσμιο οικονομικό κέντρο του «σκληρού νομίσματος». Για να επιτύχει σ' αυτή την επική απάτη, η Βρετανία θα έπρεπε να περιορίσει σημαντικά την προσφορά του χαρτονομίσματος της και τα επίπεδα των τιμών της, καθώς με την αντιστοιχία 4.86 δολαρίων προς μία λίρα οι τιμές των βρετανικών εξαγομένων προϊόντων ήταν πολύ υψηλές για να είναι αυτά ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές. Αλλά μια τέτοια μείωση αποκλειόταν για πολιτικούς λόγους, καθώς η ενδυνάμωση των εργατικών συνδικάτων, ενισχυμένη από ένα εθνικό σύστημα “ασφάλειας” κατά της ανεργίας, είχε καταστήσει αδύνατον να μειωθούν οι μισθοί. Προκειμένου να μειώσει την προσφορά χρημάτων, η Βρετανία θα έπρεπε να περικόψει το κράτος πρόνοιας.
Ο Murray N. Rothbard
Στην πραγματικότητα, οι Βρετανοί επιθυμούσαν να αυξάνουν την προσφορά χρήματος και τις τιμές. Ως αποτέλεσμα του συνδυασμού του πληθωρισμού με την επιστροφή σε μία υπερτιμημένη αναλογία λίρας/χρυσού, οι βρετανικές εξαγωγές ήταν πιεσμένες καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '20 και η ανεργία ήταν έντονη κατά την περίοδο που ο περισσότερος κόσμος γνώριζε οικονομική ανάπτυξη. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν οι Βρετανοί να έχουν και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο; Καθιερώνοντας μία νέα διεθνή συναλλαγματική τάξη που θα προέτρεπε ή θα εξανάγκαζε άλλες κυβερνήσεις να αυξήσουν την προσφορά του δικού τους νομίσματος ή να επιστρέψουν σε υπερτιμημένες αναλογίες του σε σχέση με το χρυσό, καταρρακώνοντας κατά τον τρόπο αυτό τις δικές τους εξαγωγές και βοηθώντας τις εισαγωγές από τη Βρετανία. Αυτό ακριβώς έκανε η Βρετανία και χάραξε το δρόμο στη συνέλευση της Γένοβας του 1922 για τη δημιουργία μιας νέας διεθνούς συναλλαγματικής τάξεως, αυτής του κανόνα του χρυσού συναλλάγματος.
Ο κανόνας του χρυσού συναλλάγματος λειτουργούσε ως εξής: Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέμεναν στον κλασσικό κανόνα του χρυσού, διατηρώντας οι πολίτες της τη δυνατότητα να μετατρέπουν τα δολάρια σε χρυσό. Η Βρετανία και οι άλλες χώρες της Δύσης, ωστόσο, επέστρεψαν σε έναν ψευδό-κανόνα του χρυσού το 1926. Οι βρετανικές λίρες και τα άλλα νομίσματα δε θα ήταν πληρωτέα σε χρυσά νομίσματα, παρά μόνο σε ράβδους μεγάλου μεγέθους, κατάλληλες μόνο για διεθνείς συναλλαγές. Αυτό εμπόδιζε τους απλούς πολίτες της Βρετανίας και των άλλων χωρών να χρησιμοποιούν το χρυσό στην καθημερινή τους ζωή, και έτσι επέτρεψε ένα μεγαλύτερο βαθμό αυξήσεως της προσφοράς χαρτονομισμάτων από τις τράπεζες.
Αλλά, παραπέρα, η Βρετανία αντάλλασσε τις λίρες της όχι μόνο με χρυσό αλλά και με δολάρια. Ενώ οι άλλες χώρες δεν αντάλλασσαν τα δικά τους νομίσματα με χρυσό, αλλά με λίρες. Και οι περισσότερες από αυτές τις χώρες πείσθηκαν από τη Βρετανία να επιστρέψουν σε μία υπερτιμημένη αναλογία του νομίσματός τους έναντι του χρυσού. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μια πυραμίδα που στις Η.Π.Α. είχε κορυφή το χρυσό. Οι βρετανικές λίρες οδηγούσαν στα δολάρια και τα άλλα ευρωπαϊκά νομίσματα στις λίρες.
Ο κανόνας του χρυσού συναλλάγματος με το δολάριο και τη λίρα ως τα δύο «κύρια νομίσματα»
Τώρα κάθε φορά που η Βρετανία εξέδιδε πληθωριστικό χαρτονόμισμα και βίωνε έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο, ο μηχανισμός του χρυσού συναλλάγματος δε λειτουργούσε γρήγορα, ώστε να περιορίζει το βρετανικό πληθωρισμό. Γιατί αντί οι άλλες χώρες να ανταλλάσσουν τα νομίσματά τους με λίρες, κρατούσαν τις λίρες και εξέδιδαν δικά τους πληθωριστικά χαρτονομίσματα επιπλέον. Έτσι η Βρετανία και η Ευρώπη μπόρεσαν να εκδίδουν πληθωριστικό χαρτονόμισμα χωρίς έλεγχο και τα βρετανικά ελλείμματα μπορούσαν να συσσωρεύονται χωρίς να συγκρατούνται από τη δημοσιονομική πειθαρχία του κανόνα του χρυσού. Η Βρετανία κατάφερε να πείσει επίσης τις Η.Π.Α. να εκδίδουν πληθωριστικά δολάρια, προκειμένου να μη χάσει αυτή πολλά αποθέματα δολαρίων ή χρυσού προς τις Η.Π.Α. Το ζήτημα με τον κανόνα του χρυσού συναλλάγματος είναι πως αυτό το σύστημα δεν μπορούσε να διαρκέσει. Στο τέλος ο οργανοπαίκτης πρέπει να πληρωθεί. Καθώς όλο και περισσότερα πλεονάσματα λιρών συγκεντρώνονταν στη Γαλλία, τις Η.Π.Α. και αλλού, η παραμικρή απώλεια εμπιστοσύνης στη διαρκώς όλο και πιο ευαίσθητη και πλασμένη, θα 'λεγε κανείς, από ζελέ πληθωριστική δομή, ήταν σίγουρο πως θα οδηγούσε σε γενική κατάρρευση. Αυτό ακριβώς συνέβη το 1931.
Η αποτυχία όλων των πληθωριστικών χαρτονομισμάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη και η απόπειρα της Γαλλίας με το σκληρό νόμισμα να ανταλλάξει τα πλεονάσματα λιρών που είχε με χρυσό οδήγησαν τη Βρετανία να αποκοπεί εντελώς από τον κανόνα του χρυσού. Σύντομα ακολούθησαν τη Βρετανία και οι άλλες χώρες της Ευρώπης.
Φάση IV: Κυμαινόμενες καθορισμένες ισοτιμίες, 1931 – 1945
Ο κόσμος είχε επιστρέψει πλέον στο συναλλαγματικό χάος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με τη διαφορά πως τώρα δε φαινόταν να υπάρχει ελπίδα για την επαναφορά του κανόνα του χρυσού. Η διεθνής συναλλαγματική τάξη είχε διαλυθεί σε ένα χάος με βρώμικες συναλλαγματικές ισοτιμίες, ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, ελέγχους κατά τις μετατροπές νομισμάτων και εμπόδια στο εμπόριο (δασμούς, απαγορεύσεις, ποσοστώσεις κλπ). Μαίνονταν συναλλαγματικές και νομισματικές μάχες μεταξύ νομισμάτων και ομάδων νομισμάτων. Το διεθνές εμπόριο και οι διεθνείς επενδύσεις κατέληξαν στην πραγματικότητα σε στασιμότητα και το εμπόριο διεξαγόταν μέσω συμφωνιών ανταλλαγής που συναπτόταν από κυβερνήσεις που συγκρούονταν και μαχόταν η μία την άλλη. Ο Υπουργός Εξωτερικών Cordell Hull τόνισε κατ' επανάληψη ότι αυτές οι νομισματικές και συναλλαγματικές διαμάχες της δεκαετίας του 1930 ήταν η κυριότερη αιτία για το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέμειναν στον κανόνα του χρυσού για δύο χρόνια και έπειτα, το 1933-34, αποχώρησαν και αυτές από τον κλασσικό κανόνα σε μία μάταια προσπάθεια να ξεφύγουν από την ύφεση. Οι Αμερικανοί πολίτες δεν μπορούσαν πλέον να ανταλλάσσουν τα δολάρια τους με χρυσό και επιπλέον τους απαγορευόταν να έχουν στην ιδιοκτησία τους χρυσό, είτε στο εσωτερικό, είτε στο εξωτερικό. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέμειναν, μετά το 1934, σε μία παράξενη νέα μορφή του κανόνα του χρυσού, κατά την οποία το δολάριο, του οποίου η τιμή θα επανακαθοριζόταν πλέον στο 1/35 μιας ουγγιάς χρυσού, μπορούσε να ανταλλαγεί με χρυσό από τις ξένες κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες. Ένας ασθενής δεσμός με το χρυσό παρέμενε. Επιπλέον, το συναλλαγματικό χάος στην Ευρώπη οδηγούσε το χρυσό προς τη μόνη σχετικώς ασφαλή τοποθεσία για συνάλλαγμα. Τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το χάος και η μοναδική συναλλαγματική πολεμική (νομισματικός πόλεμος) της δεκαετίας του 1930 μας διδάσκει έντονα ένα σημαντικό μάθημα: Το σοβαρό πολιτικό σφάλμα (πέρα από τα οικονομικά προβλήματα) στο νομισματικό σχέδιο του Milton Friedman και της Σχολής του Σικάγο για ελεύθερα κυμαινόμενες καθορισμένες ισοτιμίες. Διότι αυτό που οι οπαδοί του Friedman έκαναν, εν ονόματι μάλιστα της ελεύθερης αγοράς, ήταν να αποκόψουν εντελώς κάθε δεσμό με το χρυσό, να αφήσουν τον απόλυτο έλεγχο κάθε εθνικού νομίσματος στα χέρια της κεντρικής κυβέρνησής που θα εξέδιδε καθορισμένο χαρτονόμισμα ως νομίμως κυκλοφορούν και μετά θα συμβούλευαν την κάθε κυβέρνηση να επιτρέψει στο νόμισμα να διατιμάται ελεύθερα σε σχέση με όλα τα άλλα προκαθορισμένα νομίσματα, και να απέχουν (οι κυβερνήσεις) από το να εκδώσουν υπερβολικό πληθωριστικό χρήμα.
Το σοβαρό πολιτικό σφάλμα συνίσταται στο να μεταφερθεί ο συνολικός έλεγχος της παροχής χρήματος στο κράτος και μετά να ελπίσουμε και να αναμείνουμε ότι το κράτος θα απέχει από το να χρησιμοποιήσει αυτή την ισχύ. Και μιας και η ισχύς τείνει πάντοτε να χρησιμοποιείται από αυτόν που την κατέχει, μαζί και η δύναμη να πλαστογραφεί νομίμως, η αφέλεια, όπως και ο κρατικιστικός χαρακτήρας, μπορούμε σήμερα να πούμε πως ήταν τα κύρια στοιχεία του προγράμματος του Friedman.
Και έτσι, με την καταστροφική εμπειρία της IV φάσης, ο κόσμος της δεκαετίας του 1930 με τις καθορισμένες ισοτιμίες και τους οικονομικούς πολέμους, οδήγησε τις Ηνωμένες Πολιτείες να υιοθετήσουν ως τον κύριο οικονομικό στόχο τους την αποκατάσταση μιας βιώσιμης διεθνούς οικονομικής τάξεως. Μία τάξη πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί μια αναγέννηση του παγκόσμιου εμπορίου.
Φάση V: Το Bretton Woods και ο νέος Κανόνας του Χρυσού Συναλλάγματος (Η.Π.Α.) 1945 – 1968
Η νέα διεθνής συναλλαγματική τάξη ξεκίνησε ως σύλληψη και κατόπιν περατώθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια διεθνή νομισματική διάσκεψη στο Bretton Woods της Πολιτείας New Hampshire στα μέσα του 1944, και κυρώθηκε από το Κογκρέσο τον Ιούλιο του 1945. Ενώ το σύστημα του Bretton Woods λειτούργησε πολύ καλύτερα από τη συμφορά της δεκαετίας του 1930, στην πραγματικότητα λειτούργησε ως μία ακόμη αναβίωση του κανόνα του χρυσού συναλλάγματος της δεκαετίας του 1920 και, όπως και τη δεκαετία του 1920, ζούσε μόνο με δανεικό χρόνο.
Το νέο σύστημα ήταν ουσιαστικά το σύστημα του χρυσού συναλλάγματος της δεκαετίας του 1920, αλλά με το δολάριο αναιδώς να αντικαθιστά τη βρετανική λίρα ως ένα από τα «κύρια νομίσματα». Πλέον το δολάριο, έχοντας αξία 1/35 μιας ουγγιάς χρυσού, θα ήταν το μόνο κύριο νόμισμα. Η άλλη διαφορά σε σχέση με τη δεκαετία του 1920 ήταν ότι το δολάριο δεν ήταν πλέον ανταλλάξιμο με χρυσό για τους Αμερικανούς πολίτες. Αντιθέτως, το σύστημα της δεκαετίας του 1930 συνεχίσθηκε, με το δολάριο να είναι ανταλλάξιμο με χρυσό μόνον για ξένες κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες τους. Κανείς ιδιώτης, μόνον κυβερνήσεις θα είχαν το δικαίωμα να ανταλλάσσουν δολάρια σύμφωνα με την παγκόσμια ισοτιμία του χρυσού. Στο σύστημα του Bretton Woods οι Ηνωμένες Πολιτείες συσσώρευαν δολάρια (σε χαρτονομίσματα και τραπεζικές καταθέσεις) επί του χρυσού, ο οποίος μπορούσε να ανταλλαγεί με δολάρια από τις ξένες κυβερνήσεις, ενώ όλες οι άλλες κυβερνήσεις κρατούσαν τα δολάρια ως το βασικό τους απόθεμα και συσσώρευαν τα νομίσματά τους επί των δολαρίων. Και καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν στην περίοδο μετά τον πόλεμο με ένα τεράστιο απόθεμα χρυσού (περίπου 25 δισεκατομμύρια δολάρια) υπήρχε μεγάλο περιθώριο για συσσώρευση απαιτήσεων σε δολάρια επί του χρυσού αυτού.
Επιπλέον, το σύστημα μπόρεσε να λειτουργήσει για λίγο, καθώς όλα τα νομίσματα στον κόσμο επέστρεψαν στο νέο σύστημα με τις ισοτιμίες που είχαν πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν πολύ υπερτιμημένες σε σχέση με τα πληθωριστικά και υποτιμημένα νομίσματα. Η πληθωριστική λίρα, επί παραδείγματι, επέστρεψε στην ισοτιμία των $ 4.86, παρ' όλον που άξιζε πολύ λιγότερο ως αγοραστική αξία στην αγορά. Καθώς το δολάριο ήταν τεχνητά υποτιμημένο και τα άλλα νομίσματα τεχνητά υπερτιμημένα το 1945, το δολάριο έγινε σπάνιο και ο κόσμος υπέφερε από την αποκληθείσα έλλειψη δολαρίων, την οποία υποτίθεται ότι ήταν υποχρεωμένος να καλύψει ο Αμερικανός φορολογούμενος δια μέσου της ξένης βοήθειας. (Σχέδιο Marshall κλπ).
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο διαρκής αμερικανικός πληθωρισμός είχε αρχίσει να αλλάζει το ρεύμα στο διεθνές εμπόριο. Διότι ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες εξέδιδαν πληθωριστικά χρήματα και επέκτειναν τις πιστώσεις, οι σημαντικότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, πολλές από αυτές επηρεασμένες από «αυστριακούς» νομισματικούς συμβούλους, ακολούθησαν μια πολιτική σχετικά «σκληρού» νομίσματος (λ.χ. Δυτική Γερμανία, Ελβετία, Γαλλία, Ιταλία). Η εντελώς πληθωριστική Βρετανία υποχρεώθηκε από την εκροή δολαρίων να υποτιμήσει τη λίρα σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα (για ένα διάστημα ήταν περίπου $ 2.40). Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη παραγωγικότητα της Ευρώπης, και αργότερα της Ιαπωνίας, οδήγησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε συνεχή ελλειμματικά ισοζύγια. Όσο τελείωναν οι δεκαετίες του 1950 και του 1960, οι Ηνωμένες Πολιτείες γινόταν όλο και περισσότερο πληθωριστικές, τόσο σε απόλυτο βαθμό, όσο και σχετικά με την Ιαπωνία και τη Δυτική Ευρώπη. Αλλά ο έλεγχος του κλασσικού κανόνα του χρυσού πάνω στον πληθωρισμό – κυρίως τον Αμερικανικό πληθωρισμό – δεν υπήρχε. Διότι οι κανόνες του παιχνιδιού του Bretton Woods προέβλεπαν ότι οι Δυτικό-ευρωπαϊκές χώρες έπρεπε να εξακολουθήσουν να συσσωρεύουν και ακόμη να χρησιμοποιούν δολάρια επάνω στα αποθεματικά τους ως βάση για να αυξήσουν την παροχή δικού τους νομίσματος και να παράσχουν πιστώσεις.
Καθώς όμως συνέχιζαν οι δεκαετίες του 1950 και του 1960, τα σκληρότερα νομίσματα της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας έγιναν ανήσυχα καθώς έπρεπε να συσσωρεύουν δολάρια που ήσαν πλέον όλο και περισσότερο υπερτιμημένα, αντί για υποτιμημένα. Καθώς η αγοραστική δύναμη και άρα η πραγματική αξία των δολαρίων έπεφτε, ήταν όλο και λιγότερο επιθυμητά από τις ξένες κυβερνήσεις. Η αμερικανική αντίδραση στα ευρωπαϊκά παράπονα, που προέρχονταν κυρίως από τη Γαλλία και το βασικότερο σύμβουλο για θέματα συναλλάγματος του De Gaulle, τον οικονομολόγο του κλασσικού κανόνα του χρυσού Jacques Rueff, δεν ήταν παρά περιφρόνηση και απόλυτη απόρριψη.
Οι Αμερικανοί πολιτικοί και οικονομολόγοι απλώς διακήρυσσαν ότι η Ευρώπη ήταν υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί το δολάριο ως νόμισμά της, πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για τα αυξανόμενα προβλήματά της και πως συνεπώς οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να συνεχίσουν εις το διηνεκές να εκδίδουν πληθωριστικά χαρτονομίσματα και παράλληλα να ακολουθούν μια πολιτική «περιφρονητικής αδιαφορίας» για τις διεθνείς συναλλαγματικές επιπτώσεις των δράσεών τους. Αλλά η Ευρώπη είχε τη νόμιμη επιλογή να ανταλλάσσει τα δολάρια με χρυσό προς $ 35 την ουγγιά. Και καθώς το δολάριο γινόταν όλο και πιο υπερτιμημένο σε σχέση με σκληρά νομίσματα και το χρυσό, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επέλεγαν όλο και περισσότερο να ασκήσουν τη δυνατότητά τους αυτή. Ο έλεγχος του κανόνα του χρυσού άρχισε να αξιοποιείται. Συνεπώς ο χρυσός άρχισε να φεύγει από τις Η.Π.Α. σταθερά επί δύο δεκαετίες μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1950, μέχρι που το απόθεμα σε χρυσό των Η.Π.Α. μειώθηκε κατά την περίοδο αυτή από πάνω από 20 δισεκατομμύρια δολάρια σε 9 δισεκατομμύρια δολάρια.
Καθώς τα δολάρια γινόταν όλο και περισσότερα επί μιας βάσεως χρυσού που όλο και μίκραινε, πώς θα μπορούσαν οι Η.Π.Α. να συνεχίσουν να ανταλλάσσουν τα δολάρια των ξένων με χρυσό - τον θεμέλιο λίθο δηλαδή του συστήματος του Bretton Woods; - Αυτά τα προβλήματα όμως ούτε επιβράδυναν τον διαρκή αμερικανικό πληθωρισμό, σε προσφορά δολαρίων και σε τιμές, ούτε άλλαξαν την αμερικανική πολιτική της «περιφρονητικής αδιαφορίας», η οποία κατέληξε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 σε μία επιταχυνόμενη συσσώρευση όχι λιγότερων από 80 δισεκατομμύρια ανεπιθύμητων δολαρίων στην Ευρώπη (γνωστά ως Ευρωδολάρια).
Για να σταματήσει η ανταλλαγή, εκ μέρους των Ευρωπαίων, των δολαρίων με χρυσό, οι Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν έντονη πολιτική πίεση στις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, παρόμοια αλλά σε πολύ μεγαλύτερη έκταση με αυτήν που είχε ασκήσει η Βρετανία στη Γαλλία να μην ανταλλάξει η τελευταία τα σημαντικά πλεονάσματα λιρών που κατείχε το 1931. Αλλά οι νόμοι της οικονομίας έχουν έναν τρόπο ώστε, τελικά, να προλαβαίνουν τις κυβερνήσεις, και αυτό είναι που συνέβη με την κυβέρνηση των Η.Π.Α. που τόσο άνετα εξέδιδε πληθωριστικό χρήμα, τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Το σύστημα του χρυσού συναλλάγματος του Bretton Woods, που είχε υμνηθεί από το αμερικανικό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο ως μόνιμο και απόρθητο, άρχισε να αποσυντίθεται με ταχείς ρυθμούς το 1968 και διαλύθηκε το 1971.
Συμπεράσματα και αναγωγές στην Ελληνική και παγκόσμια πραγματικότητα
Πολύς κόσμος αρέσκεται σε θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με τον χρυσό, θεωρώντας πως κάποιοι κακοί ιδιώτες ήταν αυτοί που τον χειραγωγούσαν και προκαλούσαν το συναλλαγματικό χάος που περιγράφει ο Rothbard. Ας ξεκαθαρίσουμε συνεπώς την σκέψη μας λαμβάνοντας υπ όψη δύο σημαντικά στοιχεία τα οποία και καθόρισαν το νομισματικό σύστημα. Το πρώτο είναι πως είναι μάλλον αφελές να θεωρείται πως υπάρχουν συμφέροντα που ξεφεύγουν από τον νομοθέτη. Νομοθέτης είναι το κράτος και εύλογα μπορούμε να συμπεράνουμε πως όσοι "ξεφεύγουν" από τον νόμο, η λαμβάνουν προνόμια, αποτελούν μέλη του συστήματος της κρατικής εξουσίας/συμμορίας.
Το δεύτερο στοιχείο που αναδεικνύει την μοναδικότητα του νομισματικού χρυσού και που αποτελεί το απαύγασμα των γραφόμενων του Rothbard, είναι το ιστορικό σημείο της κατάργησης του κλασικού κανόνα (1914-1926). Γίνεται ξεκάθαρο πως αφαιρέθηκε δια της βίας του νόμου το δικαίωμα της ανταλλαγής των χαρτονομισμάτων με χρυσό από τους απλούς πολίτες. Το δικαίωμα αυτό διατηρούσαν πλέον μόνο οι κυβερνήσεις, συγκεκριμένοι επιχειρηματίες και χρηματοπιστωτικά συμφέροντα που χρησιμοποιούσαν/εμπορευόταν ράβδους και μεγάλες ποσότητες. Στην συνέχεια δε, μόνο οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες (1945-1971) διατήρησαν αυτό το προνόμιο.
Το δίδαγμα είναι, πως πέρα από τα οικονομικά προβλήματα που προκάλεσε αυτό το γεγονός, κυρίως, στέρησε το δικαίωμα του νομισματικού ελέγχου που ασκούσαν οι λαοί στο τραπεζικό σύστημα και στις κυβερνήσεις. Ο έλεγχος αυτός ασκούταν καθώς ακόμα και 10 δολάρια σε τραπεζογραμμάτιο (χαρτονόμισμα), ήταν άμεσα ανταλλάξιμα με χρυσό στο γκισέ της τράπεζας, καθιστώντας έτσι εξαιρετικά δύσκολο για τις τράπεζες και τις κυβερνήσεις να προβαίνουν σε πληθωριστικούς και δανειοδοτικούς τυχοδιωκτισμούς. Ο κόσμος το αντιλαμβανόταν αυτό αμέσως όταν ανέβαιναν οι τιμές και κατέφευγε άμεσα στις τράπεζες για εξαργύρωση των χαρτονομισμάτων. Συνέπεια ήταν να εξαφανίζονται τα αποθεματικά χρυσού και να επανέρχεται γρήγορα η νομισματική και δημοσιονομική τάξη με την συμμόρφωση κυβερνήσεων και τραπεζών.
Η νομοθετική κατάργηση ανταλλαγής των χαρτονομισμάτων με χρυσό, όπως ίσχυε κατά την περίοδο του κλασικού χρυσού κανόνα, αποτέλεσε ουσιαστικά την κατάργηση της ελεύθερης αγοράς του Laissez Faire συστήματος. Αυτό είναι ένα στοιχείο που διαφεύγει από πολλούς αναλυτές, είτε εσκεμμένα είτε λόγω ελλιπούς ενημέρωσης. Το συναλλακτικό μέσο κατά την περίοδο του κλασικού χρυσού κανόνα ήταν ορθότατα σχεδιασμένο ώστε να είναι πάνω από τις δυνάμεις του ανθρώπου να το ελέγχει μονοπωλιακά. Αυτό ακριβώς κατάργησαν οι κυβερνήσεις για να προκαλέσουν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914 και ολοκλήρωσαν το "έργο" τους το 1926 στην Ευρώπη και το 1945 στις ΗΠΑ. Είναι μία κρίσιμη καμπή της ιστορίας, καθώς οι λαοί εξαπατήθηκαν και παρέδωσαν αμαχητί το συναλλακτικό τους μέσο στις κυβερνήσεις και στο χρηματοπιστωτικό κατεστημένο.
Γίνεται σαφές πως ο Rothbard είναι ακριβής σύντομος και περιεκτικός ως προς τα βασικά προβλήματα που δημιούργησε το νομισματικό σύστημα του πολιτικού χρήματος. Χαρακτηριστικά, μπορούμε άμεσα να εμπεδώσουμε πως το συναλλαγματικό ισοζύγιο είναι νομισματικό φαινόμενο, γεγονός που έχει υποστηρίξει και ο von Mises στο βιβλίο του “the theory of money and credit”. Το εξαιρετικά σημαντικό πλεονέκτημα που παρείχε ο νομισματικός χρυσός του κλασικού κανόνα ως παγκόσμιο νόμισμα, ήταν η πτώση των εμπορικών συνόρων και η ειρηνική συναλλαγή ανάμεσα στους λαούς χωρίς την ανάγκη ποσοστώσεων, δασμών, απαγορεύσεων και περιορισμών. Αυτό συνέβαινε διότι όταν οι πιστώσεις υπερέβαιναν τα αποθεματικά χρυσού, προκαλούταν άμεσα αύξηση τιμών στο εσωτερικό με συνέπεια να γίνονται πιο ανταγωνιστικά τα προϊόντα από το εξωτερικό και αντίστροφα.
Δεν είχαν συνεπώς λόγο να αντιμάχονται οι κυβερνήσεις θέτοντας περιορισμούς στο εμπόριο, καθώς αυτό καθοριζόταν κυρίως από την προσφορά και την ζήτηση ανάμεσα σε χρήμα και αγαθά. Όταν λιγόστευε ο χρυσός στο εσωτερικό, τότε αυξανόταν η ζήτηση του και εντεινόταν η παραγωγή αγαθών (στις ΗΠΑ καθ όλη σχεδόν τη διάρκεια του 19ου αιώνα η προσφορά χρυσού ήταν μειωμένη και η ανάπτυξη της εποχής εκείνης καταγράφεται ως από τις ισχυρότερες σε περίοδο αποπληθωρισμού). Όταν αυξανόταν η παραγωγή αγαθών και συνεπώς εισερχόταν χρυσός στην οικονομία, οι δυνάμεις της αγοράς ωθούσαν την κατανάλωση και τις επενδύσεις “ξεφορτώνοντας” τα πλεονάσματα χρυσού. H δημοσιονομική πειθαρχία ήταν επίσης απαραίτητη καθώς οι κυβερνήσεις δεν μπορούσαν να σπαταλούν εθνικούς πόρους για να εξυπηρετούν πάσης φύσεως συμφέροντα και ειδικές ομάδες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η δεκαετία του 1950 όπου οι Ευρωπαϊκές χώρες επανέφεραν τα νομίσματά τους σε πιο ρεαλιστικές ισοτιμίες σχετικά με το δολάριο, καθώς εμφανώς αυτά ήταν τεχνητά υπερτιμημένα, εξ αιτίας της Βρετανίας κυρίως και της ισχυρής επιρροής της ως τότε, όπως επισημαίνει ο Rothbard. Η περίοδος εκείνη είναι και η έναρξη του “Ελληνικού οικονομικού θαύματος” όταν και ορθότατα διορθώθηκε η ισοτιμία δραχμής/δολαρίου με μια υποτίμηση της δραχμής της τάξης του 100%.
Ένα άλλο πολύ χρήσιμο συμπέρασμα σχετικά με την σημασία των αυθαίρετων υπερτιμήσεων του νομίσματος είναι το πόσο καταστροφική ήταν η ισοτιμία δραχμής/ευρώ, η οποία ήταν ξεκάθαρα πολύ μεγαλύτερη από ο,τι θα όριζε μια ελεύθερη αγορά συναλλάγματος. Το πρόβλημα είναι πως οι κυβερνήσεις και το τραπεζικό σύστημα, έχοντας πλέον απεριόριστη δυνατότητα πιστώσεων και παραγωγής χρέους χωρίς τον έλεγχο του χρυσού κανόνα, λειτουργούν ως ταύροι σε υαλοπωλείο. Αντί να προκύψει άμεση έλλειψη αγαθών λόγω τεχνητής αύξησης της αγοραστικής δύναμης, με συνέπεια την εκροή νομίσματος προς το εξωτερικό για φτηνότερα προϊόντα, το συναλλαγματικό έλλειμμα και η άνοδος των τιμών καλύφθηκαν με πιστωτικές επεκτάσεις εκτινάσσοντας δημόσιο και ιδιωτικό χρέος προς εγχώριες και ξένες τράπεζες της Ε.Κ.Τ. Δεν υπήρχε πλέον ο κανόνας του χρυσού ώστε να αποτρέψει εκ των πραγμάτων κάτι τέτοιο. Αυτό το γεγονός συνεπακόλουθα οδήγησε σε εσφαλμένες επιχειρηματικές επιλογές επιτρέποντας σε επιχειρήσεις να λειτουργούν βασισμένες σε ένα μη βιώσιμο χρέος υπό μια ψευδή αίσθηση πως η χώρα βρίσκεται σε ανάπτυξη, ενώ στην πραγματικότητα παρήγαγε ελλείμματα και εσφαλμένη κατανομή κεφαλαίων και εργασίας (οδηγώντας για παράδειγμα σε υπερβολικές επενδύσεις σε εισαγωγές, η σε ακίνητα που χρηματοδοτούνταν αφειδώς από τις τράπεζες). Οι σπατάλες δε των κυβερνήσεων, όπως ήταν αναμενόμενο, έσπασαν όλα τα ρεκόρ.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, μπορούμε κάλλιστα να ανατρέξουμε σε μια κλασική “Αυστριακή” θεώρηση η οποία ερμηνεύει πως το χρήμα σε υπερβολικές ποσότητες, σε λάθος χέρια, προερχόμενο από διεφθαρμένους παραχαράκτες, (όπως λ.χ. οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις), όχι απλά δεν παράγει πλούτο, αλλά αφαιρεί τον ήδη υπάρχοντα και καταστρέφει τις παραγωγικές του δομές και υποδομές (υλικές και έμψυχες).
Συμπερασματικά, ο κόσμος είχε παγκόσμιο νόμισμα το οποίο δεν μπορούσε να παραχθεί σε κυβερνητικές πρέσες, είχε σχετικά προβλέψιμη προσφορά ετησίως και με αυτόν τον τρόπο οι αποφάσεις και τα σχέδια των ανθρώπων ήταν όσο το δυνατό γίνεται πιο ορθολογικά και μεθοδικά. Υπήρχε με άλλα λόγια νομισματική σταθερότητα και σχετική ανεξαρτησία της αγοράς σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ' ότι σήμερα. Τα σχέδια του λόρδου Κέϋνς για ένα παγκόσμιο πολιτικό νόμισμα που θα εκδίδει μία κεντρική αρχή δεν απέχουν πολύ από το να γίνουν πραγματικότητα, όμως γίνονται αντιληπτές και οι συνέπειες που θα προκύψουν. Η Ε.Κ.Τ. είναι μια πραγματικότητα πολύ κοντά στα σχέδια του Κέϋνς και κρίνοντας τον τρόπο που αυτή χειρίστηκε την απόλυτη εξουσία της μονοπωλιακής έκδοσης χρήματος, δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες. Οι τερατώδεις πιστωτικές επεκτάσεις, οι πλαστές κλειδωμένες ισοτιμίες των εθνικών νομισμάτων με το ευρώ, η πλήρης αθέτηση των δημοσιονομικών στόχων από τις κυβερνήσεις και η προνομιακή μεταχείριση συγκεκριμένων κρατών και συνεπώς επιχειρήσεων και ειδικών ομάδων συμφερόντων, δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης του ολοκληρωτισμού και του χάους που προκαλεί ο αυθαίρετος κεντρικός σχεδιασμός και η απόλυτη νομισματική εξουσία.
Είναι αφελές επίσης να θεωρείται το ευρώ ως ανάλογο με τον χρυσό νόμισμα. Η κύρια ένσταση που καταρρίπτει αυτό το μύθευμα, είναι η απεριόριστη δυνατότητα της Ε.Κ.Τ. να παράγει χρέος, να διασώζει παράτυπα τράπεζες, να υποκύπτει σε εκβιασμούς και επιρροές, να παραβλέπει δημοσιονομικές παρατυπίες συγκεκριμένων ισχυρών κρατών και να εκβιάζει με την σειρά της ασθενέστερα κράτη. Όλα αυτά, θα είχαν εξ αρχής αποφευχθεί, αν η νομισματική βάση ήταν ο χρυσός, γεγονός το οποίο θα έδενε τα χέρια των οπορτουνιστών πολιτικών και τραπεζιτών. Δεν θα υπήρχαν οι ποσότητες χρυσού για να προβούν στις αθλιότητες των πιστωτικών επεκτάσεων και των διασώσεων τραπεζικών ιδρυμάτων, κυβερνήσεων και ειδικών ομάδων συμφερόντων. Το ευρώ αποτελεί νομισματικό ολοκληρωτισμό, έχοντας κλειδώσει εξωφρενικές ισοτιμίες διαφορετικών νομισμάτων που δεν υπόκεινται σε ελεύθερη διακύμανση και το μονοπώλιο της έκδοσης του διατηρείται από μια συγκεκριμένη και διεφθαρμένη ελίτ η οποία παράγει και αναδιανέμει χρέος κατά το δοκούν. Αυτό αποτελεί ένα καλό μάθημα και για τους απολογητές του Milton Friedman. Είναι τουλάχιστον αφελές να νομίζει κάποιος θιασώτης της ελεύθερης αγοράς, πως θα προέκυπτε κάτι διαφορετικό από το σημερινό χάος που προκάλεσαν οι κεντρικές μονεταριστικές αρχές αποκτώντας νομισματικό μονοπώλιο.
Ο δυτικός κόσμος του 19ου αιώνα, ασκούσε έλεγχο μέσω του χρυσού στην αυθαιρεσία των κυβερνήσεων αλλά και των τραπεζών. Ήταν η αγορά αυτή που είχε χτίσει με σοφία ένα τέτοιο σύστημα, το οποίο επέτρεψε να αναπτυχθούν οι τεχνολογίες, η βιομηχανία, οι επιστήμες, οι τέχνες, η φιλοσοφία και η σχετική ευημερία. Τα αποτελέσματα της απαλλοτρίωσης του νομίσματος τα βιώνει ήδη ο πλανήτης βουτηγμένος σε ένα τεράστιο χρέος αποκλειστικό προϊόν της αυθαιρεσίας των κυβερνήσεων και του μονοπωλιακού τραπεζικού συστήματος. Ο χρυσός μπορεί κατά πολλούς να είναι ένα “βάρβαρο απολίθωμα”, όμως αν το νομισματικό σύστημα του πολιτικού χρήματος ήταν η λύση που ανακάλυψε ο εκσυγχρονισμένος οικονομικός κόσμος απέναντι στον “προβληματικό” νομισματικό χρυσό, πολύ φοβάμαι πως οι σημερινές γενιές, υπολείπονται μακράν σε σοφία εφευρετικότητα και, κυρίως, αντιληπτική ικανότητα και αίσθημα ευθύνης, σε σχέση με τις γενεές που αποτελούν “βάρβαρα λείψανα” και παρέδωσαν έναν οικονομικό πολιτισμό χτισμένο με σοφία και μέτρο. Έναν οικονομικό πολιτισμό βασισμένο στον άνθρωπο και στην ελευθερία του να επιλέγει και να συναλλάσσεται με μέσα δοκιμασμένα και αξιολογημένα στο βάθος των αιώνων.
*Ο κ. Ευθύμης Μαραμής είναι επιχειρηματίας/επενδυτής, ανεξάρτητος αναλυτής της Αυστριακής οικονομικής σχολής.
Ο Murray N. Rothbard (1916-1995) ήταν καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Nevada και ακαδημαϊκός αντιπρόεδρος του Ludwig von Mises institute. Ήταν επίσης συντάκτης του “The Journal of Libertarian Studies” και του “The Review of Austrian Economics”. Δικαίως θεωρείται ως ο κυριότερος Αμερικανός εκπρόσωπος της Αυστριακής οικονομικής σχολής.
Το βιβλίο “what has government done to our money” μπορεί να βρεθεί ελεύθερα στο διαδίκτυο σε Ελληνική μετάφραση από τους Νικόλαο Ι. Κουσουρνά και Αθανάσιο Τσιούρα.