Του Κωνσταντίνου Γκράβα*
Δύο φορές μέχρι σήμερα στη διάρκεια της σχεδόν εξαετίας των μνημονίων κορυφώθηκε ο κίνδυνος κατάρρευσης της χώρας. Τον Ιούνιο του 2012 και τον Ιούλιο του 2015, το ρίσκο εξόδου/απομόνωσης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και συνακόλουθα, βίαιης επιστροφής του εγχώριου βιοτικού επιπέδου σε επίπεδα αρκετών δεκαετιών ή γενεών πίσω, χτύπησε «κόκκινο».
Είναι κοινά αποδεκτή ως αντικειμενική η αλήθεια ότι -απουσία χρηματοδοτικής στήριξης- ο βραχυπρόθεσμος αντίκτυπος της αναγκαστικής αποδέσμευσης από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα θα οδηγούσε σε ραγδαία υποβάθμιση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, σε μαζικές πτωχεύσεις επιχειρήσεων, με πολλαπλάσιες αρνητικές επιπτώσεις στη συνοχή του κοινωνικού ιστού και με ακαριαία εξαφάνιση της μεσαίας τάξης και δημιουργία δύο ξεκάθαρων πόλων: πλουσίων - πτωχών.
Και είναι αντικειμενική αυτή η θεώρηση διότι καταρχήν αφορά το βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Μεσοπρόθεσμα ενδέχεται να αναπτυχθούν εσωτερικές δυνάμεις αντίρροπες στην κατάρρευση, εφόσον όμως υφίσταται εξωστρεφές οικονομικό μοντέλο, ή εφόσον λειτουργήσει η «δημιουργική καταστροφή» της φιλελεύθερης οικονομικής σχολής, ή εφόσον υπάρχει διαρθρωτικό υπόβαθρο και ευρωστία σε φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές. Και μακροπρόθεσμα; «Θα είμαστε όλοι νεκροί» όπως είπε χαρακτηριστικά ο Κέυνς, καυτηριάζοντας τη νεοκλασική θεωρία περί ευρέσεως επιπέδου ισορροπίας της οικονομίας σε μακροχρόνια βάση; Όχι απαραίτητα, αλλά δύσκολα μπορούμε να προδικάσουμε αντικειμενικά πώς θα εξελισσόταν το σενάριο που εξετάζουμε.
Σε ό,τι αφορά τη συνταγή των δύο πρώτων μνημονίων, ο εξαιρετικά σύντομος χρονικός ορίζοντας στοχοθέτησης και η απουσία αντισταθμιστικών δράσεων ανάπτυξης (ή τουλάχιστον ανάσχεσης της βαθιάς ύφεσης) που θα λειτουργούσαν ως ανάχωμα στη ραγδαία μείωση του εθνικού εισοδήματος και στην εκτίναξη της ανεργίας (ιδιαίτερα των νέων), αιτιολογούν σε ένα βαθμό το χαρακτηρισμό αυτής ως προβληματικής. Το πρόβλημα οξύνθηκε από το γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις, που εκλήθησαν να εφαρμόσουν τη μνημονιακή συνταγή δημοσιονομικής προσαρμογής και εξυγίανσης, επέλεξαν α λα καρτ τις προτεινόμενες δράσεις.
Υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση νοικοκυρέματος του δημοσίου (κλείσιμο “αχρείαστων” φορέων, δίκαιη αξιολόγηση του ανθρωπίνου δυναμικού, διασταύρωση στοιχείων προς αντιμετώπιση φαινομένων φοροδιαφυγής, εισφοροδιαφυγής και απάτης σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος). Η απουσία πολιτικής βούλησης, το συντεχνιακό κράτος και τα συνδικαλιστικά συμφέροντα, η ψευδαίσθηση ότι οι καθυστερήσεις θα αναβάλλουν εις το διηνεκές την εφαρμογή των επώδυνων δράσεων, πολλαπλασίασαν το κόστος στον ιδιωτικό τομέα και εν γένει στην οικονομία, ενώ -τί οξύμωρο- θα επιστρέψουν αργά ή γρήγορα σαν μπούμερανγκ εναντίον των ίδιων των μεμονωμένων ομάδων που προστάτευσαν το οικείο συμφέρον εις βάρος του συνόλου. Γιατί εξαντλούμενης της φοροδοτικής ικανότητας νοικοκυριών και επιχειρήσεων, το αναγκαίο και αναπόφευκτο νοικοκύρεμα στο δημόσιο ακολουθεί το μοτίβο: όσο αργότερα, τόσο χειρότερα.
Σημαντική ευθύνη όμως φέρουν και οι «θεσμοί» (τρόικα, κουαρτέτο). Η “οριακή εφαρμογή” του μνημονίου ως επιλογή της τριάδας (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ) προκειμένου να εκτελεστεί το πρωτοφανές πείραμα δημοσιονομικής προσαρμογής υπό τύπον “εσωτερικής υποτίμησης”, εξυπηρετούσε τη διττή στρατηγική: Πρώτον, να θέτει ανυπέρβλητους στόχους προς επίτευξη, αυτοτροφοδοτώντας κατ΄ αυτό τον τρόπο το σχέδιο δράσης με περισσότερα απαιτούμενα μέτρα. Και δεύτερον, να ξεχειλώνει το χρονικό διάστημα αξιολόγησης προς εκταμίευση κάθε δόσης, ώστε να εξαντλούνται τα χρηματικά διαθέσιμα της εγχώριας οικονομίας και να αποφασίζονται τα μέτρα αυτά υπό τον ψυχολογικό εκβιασμό της επαπειλούμενης χρεοκοπίας, ή ακριβέστερα, της εσωτερικής στάσης πληρωμών σε μισθούς και συντάξεις.
Το μαρτύριο της σταγόνας υπαγόρευε οι δόσεις να εκταμιεύονται την ύστατη στιγμή, συχνά δε όχι εις το ακέραιον αλλά σε υπο-δόσεις ή και δόσεις των …υπο-δόσεων. Η ελαστικότητα της φούσκας ανοχής της κοινωνίας προεξοφλείται σε αυτή τη διαδικασία ως ex ante ελεγχόμενη παράμετρος που δε διαταράσσει την προδιαγεγραμμένη αυτή πορεία επί οριακής δομής. Μάλλον όμως αποτιμάται απλουστευτικά και υποεκτιμάται ο κίνδυνος μιας μη γραμμικής εξέλιξης της αντοχής των δυνάμεων συνοχής του κοινωνικού συνόλου.
Το τρίτο μνημόνιο είναι εν πολλοίς σωρευτικό, ως άθροισμα των δύο πρώτων ανεκπλήρωτων μνημονίων. Το πολιτικό σύστημα που διαχειρίζεται τις τύχες της χώρας απομακρύνεται ηθικά και συναισθηματικά από τον μέσο πολίτη. Που βλέπει την «κατάρα του deja vu» να στοιχειώνει την ελπίδα οριστικής λύσης του ελληνικού δράματος…
* Ο Κωνσταντίνος Γκράβας είναι οικονομολόγος - αναλυτής διεθνών αγορών