Την ώρα που η ρωσο-ουκρανική κρίση έδινε σε Μπάιντεν και Πούτιν την ευκαιρία της πρώτης μεταξύ τους επικοινωνίας, ο μεν Ερντογάν υπέβαλε τα διαπιστευτήριά του στη Δύση εκφράζοντας την επιθυμία της Τουρκίας να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο δε Xi Jinping επωφελείτο της συγκυρίας για να προτρέψει την τελευταία να υπερασπισθεί την ανεξαρτησία της και να διεκδικήσει τη στρατηγική της αυτονομία (προφανώς έναντι των ΗΠΑ).
Το είχε επαναλάβει στις 7 Απριλίου σε τηλεφωνική του επικοινωνία με την Καγκελάριο Μέρκελ. Το επανέφερε δυο μέρες αργότερα ο Κινέζος υπουργός εξωτερικών Wang Yi συνομιλώντας με τον διπλωματικό σύμβουλο του Προέδρου Μακρόν Emmanuel Bonne.
Πριν από δέκα χρόνια η Κίνα είχε και πάλι παρέμβει στην ευρωπαϊκή συγκυρία επωφελούμενη της κρίσης του δημόσιου χρέους υπό την πίεση της οποίας η Γερμανία είχε εξαναγκάσει τα υπερχρεωμένα κράτη-μέλη της Ένωσης των «27» να πουλήσουν τα ασημικά τους προκειμένου να αποφύγουν την πτώχευση και να μη θέσουν σε κίνδυνο τις φορτωμένες με τα ομόλογά τους ευρωπαϊκές τράπεζες.
Και έτσι η Κίνα βρέθηκε να συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο δεκατεσσάρων ευρωπαϊκών λιμανιών κομβικής σημασίας για την υλοποίηση του σχεδίου της να ελέγξει τους μεγίστης εμπορικής σημασίας «νέους δρόμους του μεταξιού» που συνδέουν την Ασία με την Ευρώπη και που από το 2013 αποτελεί κεντρικό στρατηγικό της στόχο.
Αρχικά οι Ευρωπαίοι θεώρησαν ότι επρόκειτο για ένα στόχο αποκλειστικά οικονομικού ενδιαφέροντος. Μόλις το 2019 άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι επρόκειτο για ένα κατεξοχήν γεωπολιτικού ενδιαφέροντος σχέδιο που θα επέτρεπε στη χώρα του Δράκου να προβάλει την αυξανόμενη διεθνή ισχύ της. Και μόλις το 2020 έκαναν την οδυνηρή ανακάλυψη του βαθμού κατά τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτιόταν πια από τη βιομηχανική παραγωγή της Κίνας.
Αντιμέτωπα με την πανδημία τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλληλοσκοτώνονταν να προμηθευτούν μέχρι και χειρουργικές μάσκες από την Κίνα φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να κλέβει το ένα τις παραγγελίες του άλλου ή να πλειοδοτεί το ένα σε βάρος του άλλου προκειμένου να εξασφαλίσει την προτίμηση των κρατικών κινεζικών εταιριών παραγωγής υγειονομικού υλικού.
Ήταν τότε που ο Πρόεδρος Μακρόν διακήρυξε για πρώτη φορά και σε δραματικούς τόνους την ανάγκη η Ευρώπη να ανακτήσει τη στρατηγική της αυτονομία. Το παράδοξο, όμως, ήταν ότι στο τέλος της ίδιας χρονιάς, και ενώ στην Αμερική εξελισσόταν η περιπετειώδης μετάβαση της εξουσίας από τον Τραμπ στον Μπάιντεν, οι Βρυξέλλες έσπευσαν πανηγυρίζοντας να κλείσουν με την Κίνα μια θηριώδη καταρχήν επενδυτική συμφωνία.
Ο Σαρλ Μισέλ και η Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν την ανακοίνωσαν αναφέροντας ότι θα οδηγήσει σε «πιο ισορροπημένες εμπορικές και επιχειρηματικές ευκαιρίες», όμως οι περισσότεροι αναλυτές είχαν από τότε επισημάνει ότι για μια ακόμη φορά οι Ευρωπαίοι είχαν δει το τυρί, αλλά δεν είχαν δει τη φάκα. Είχαν δει, με άλλα λόγια, μια μεγάλη ευκαιρία για βελτίωση των σινοευρωπαϊκών οικονομικών σχέσεων, αλλά δεν είχαν συνεκτιμήσει την προσπάθεια του Πεκίνου να διασπάσει το δυτικό στρατόπεδο και να ενισχύσει, με αυτόν τον τρόπο, τη θέση του έναντι του νέου Αμερικανού προέδρου πριν ακόμη αυτός αναλάβει τα καθήκοντά του.
Ήταν η στιγμή που η Κίνα είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής το στόχο της που ήταν να κρατήσει την Ευρώπη μακρυά από τις ΗΠΑ αξιοποιώντας το ρήγμα που η Διοίκηση Τραμπ είχε ανοίξει στις ευρωατλαντικές σχέσεις. Επανερχόμενη, όμως, τώρα ως διαπρύσιος κήρυκας της «ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας» εκείνο που μάλλον φαίνεται ότι θα καταφέρει - από αδεξιότητα ή υπεροψία; - είναι να σπρώξει με περισσότερη δύναμη την Ευρώπη στην αμερικανική αγκαλιά.
Μένει να δούμε τι θα καταφέρει μετά το sofagate ο Ερντογάν κάνοντας χθες κόντρα ρελάνς στον ευρωπαϊσμό.
Κάτι θα καταλάβουμε από τα απόνερα της χθεσινής έκτακτης συνόδου των υπουργών εξωτερικών του ΝΑΤΟ. Αλλά τα περισσότερα θα τα καταλάβουμε μετά από έναν περίπου χρόνο όταν θα έχει κλείσει ο εκλογικός κύκλος στον οποίο βρίσκεται ο γαλλογερμανικός άξονας.
Οι ανερχόμενοι «Πράσινοι» στην Γερμανία δεν έχουν κρύψει ούτε τον σκεπτικισμό τους για τη σινοευρωπαϊκή επενδυτική συμφωνία, ούτε την ακραία επιφύλαξή τους απέναντι στην Τουρκία του Ερντογάν.
Από, δε, την Γαλλία τόσο οι Κίνα όσο και η Τουρκία πολύ λίγα πράγματα έχουν να περιμένουν. Μονά ή ζυγά τα αποτελέσματα των γαλλικών προεδρικών εκλογών, καλά για την Κίνα ή για την Τουρκία δεν πρόκειται να είναι. Ούτε ο Μακρόν σίγουρα, αλλά ούτε η Μαρίν Λεπέν σκοπεύουν να εκτεθούν απέναντι σε μια γαλλική κοινή γνώμη ερεθισμένη από τη συμπεριφορά του Πεκίνου στο ζήτημα των Ουιγούρων και από τη δράση της τουρκικής Millî Görüş, τον μακρύ βραχίονα του βαθέως τουρκικού κράτους που έχει βαλθεί να εξισλαμίσει την πατρίδα του Διαφωτισμού.