Κάποτε οι πολιτικές μάχες κερδίζονταν ή χάνονταν στα καφενεία. Όποια παράταξη επικρατούσε στους ανά την επικράτεια καφενέδες, αυτή είχε «πάρει το κλίμα», άρα έστρεφε τον αέρα προς τα δικά της πανιά για να τερματίσει πρώτη. Ο προσεκτικός παρατηρητής, μπαίνοντας σ’ ένα επαρχιακό καφενείο και βλέποντας τίνος οι οπαδοί ξεσαλώνουν και τίνος σωπαίνουν, καταλάβαινε αμέσως ποιος θα ήταν ο νικητής της επόμενης κάλπης. Αυτό συνέβαινε από τον Οθωνικό ακόμα καιρό, που η «Ωραία Ελλάς» στην οδό Αιόλου ονομαζόταν η «πραγματική Βουλή» της χώρας. Τότε εξάλλου δεν υπήρχε άλλη Βουλή, κυβερνούσε ο βασιλεύς.
Προς τα τέλη του 20ού αιώνα, αυτό το σκηνικό με ηλικία ενός και μισού αιώνα μετεξελίχθηκε. Από τη «μάχη του καφενείου» πήγαμε στη «μάχη των καφενείων». Κάπου εκεί στο 1980 σχηματίστηκαν τα «μπλε» και τα «πράσινα» καφενεία σε κάθε χωριό και γειτονιά, συνήθως το ένα απέναντι στο άλλο, μέσα στην ίδια πλατεία. Τώρα πια ο παρατηρητής έπρεπε να μετρήσει πόσος κόσμος σύχναζε στο ένα και πόσος στο άλλο, για να αντιληφθεί προς τα πού κατευθυνόταν το «κλίμα». Αν το «μπλε» μαράζωνε και το «πράσινο» έκανε χρυσές δουλειές, στις επόμενες εκλογές ο δαυλός την έχει άσχημα και ο πράσινος ήλιος πήγαινε για θρίαμβο. Το αντίστροφο επίσης.
Την περίοδο των «μπλε» και «πράσινων» καφενείων είχε βέβαια χαθεί η μαγεία των εσωτερικών αντιπαραθέσεων, πλην δεν είχε χαθεί η γοητεία της γενικής πολιτικής μάχης. Ομονοούσαν μεν οι θαμώνες κάθε καφενείου, αλλά ο πολιτισμένος διάλογος έβρισε πεδίον δόξης λαμπρόν στο πεζοδρόμιο ανάμεσα στα δύο αντίπαλα φρούρια. Τα δυο στρατεύματα έπιναν τα ούζα τους κι έπειτα ορμούσαν έξω για να σπάσουν τα κεφάλια των θαμώνων του αντίπαλου καφενείου που κι αυτοί είχαν επιχειρήσει έξοδο ισάξια αυτής του Μεσολογγίου. Υπέροχα χρόνια, ζωντανά.
Μετά ήρθαν τα φεϊσμπούκια και τα τουίτερ της παγκοσμιοποίησης για να ισοπεδώσουν τα παλαιά ήθη. Ανώνυμοι στρατοί από το πουθενά αναδύονται κάθε στιγμή του εικοσιτετραώρου και δίχως καν αφορμή - πόσο μάλλον όταν υπάρχει - εμπλέκονται σε διαρκείς συρράξεις που μπροστά τους η μάχη των Αρδεννών μοιάζει με παιδική χαρά. Τι να σου κάνει ένα ταπεινό καφενεδάκι με δέκα ρεμπεσκέδες, μπροστά σ’ αυτό το χαοτικό πολεμικό πεδίο όπου σε μηδέν χρόνο μπορείς να σπάσεις το κεφάλι κάποιου που βρίσκεται πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά σου;
Και πάνω που εμείς οι παλιοί ρομαντικοί νοσταλγοί των παραδοσιακών τρόπων πολιτικής μάχης κλαίγαμε πάνω απ’ τα ερείπια των καφενείων ως λίκνων της δημοκρατίας, ξάφνου έρχεται η επαναστατική ανατροπή. Σε χώρο πιο intelexual βεβαίως, αλλά αυτό δεν μειώνει την αξία της ανατροπής. Στο κυλικείο της Βουλής, εντευκτήριο κατά την επίσημη ορολογία, δυο άσπονδοι πολιτικοί αντίπαλοι παραμέρισαν τις political correct συμπεριφορές και πιάστηκαν πέτο με πέτο. Θα μου πείτε ότι ο ένας καθόταν ήσυχος με την παρέα του κι άλλος του όρμησε φωνάζοντας του να φορέσει τσίγκινο σωβρακάκι. Μα πάντα έτσι γινόταν. Ένας Νεάντερταλ άρχιζε κι άλλος υποχρεούνταν να απαντήσει, αλλιώς οι γύρω του θα τον θεωρούσαν αδύναμο. Και άρχιζε το γαϊτανάκι.
Η Ελλάδα, λοιπόν, που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει. Κι όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει. Ότι η πολιτική, είτε θα χει ψυχή είτε θα είναι μια φάρσα, μέσος δρόμος δεν υπάρχει. Και θα ζούσαμε την ολική επαναφορά των παλαιών γνήσιων ηθών μας με γενικευμένη σύρραξη βουλευτών, αν δεν ήταν αυτός ο Κυριάκος που διόρισε έναν ευτραφή ως «υπεύθυνο ασφαλείας κυλικείου». Αμάν πια μ' αυτή τη μεταρρυθμιστική του μανία…