Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η αποδοχή της κριτικής σκέψης, η ανοχή στον αντίλογο, η αποδοχή του δικαιώματος της διαφοράς και ο σεβασμός του ανταγωνισμού, δεν είναι εύκολα πράγματα. Γι' αυτό και δεν τα ερωτεύεται ο οποιοσδήποτε. Ακόμα χειρότερα, οι αρχές αυτές, είναι και επικίνδυνες για τους εξουσιολάγνους. Η αγάπη της ελευθερίας και η ελεύθερη σκέψη που την καλλιεργεί, είναι οι κύριοι αντίπαλοι την εξ αποκαλύψεως αληθειών και των μορφών εξουσίας που αυτές συνεπάγονται.
Και επειδή τα συναισθήματα αυτά, θα μπορούσαν να «μολύνουν» τις κοινωνίες και άρα να δώσουν ουσιαστικό και ορθολογικό περιεχόμενο στη φιλελεύθερη δημοκρατία, οι δυνάμεις του αυταρχισμού και του κρατισμού προσπαθούν και πετυχαίνουν να κατασυκοφαντήσουν τον φιλελευθερισμό μέσα από τον εννοιολογικό εκχυδαϊσμό του. Στο πλαίσιο αυτό, η μπαρούφα και ο τρόπος που αυτή σερβίρεται, είναι ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό όπλο. Για παράδειγμα, μια διαδεδομένη διαχρονικά μπαρούφα, αποδίδει όλα τα δεινά της σύγχρονης κοινωνίας, πραγματικά ή φανταστικά, στην εμφάνιση της βιομηχανίας στις αρχές του 19ου αιώνα. Η εκμετάλλευση και η εξαθλίωση των εργατικών μαζών που δήθεν προκάλεσε η εκβιομηχάνιση κοινωνιών που επί αιώνες ήσαν καρπό συλλεκτικές, θεωρείται ισοδύναμη με τις θυσίες που αξίωσε από τους Ρώσους χωρικούς ο Σταλινισμός για ν'' αναπτύξει τη σοβιετική βιομηχανική δύναμη.
Ο Κ. Μαρξ που στη ζωή του είχε επισκεφθεί μόνο μια φορά εργοστάσιο της εποχής του και για λίγη ώρα, ανέπτυξε τη θεωρία του προλεταριάτου που θα ανέτρεπε τους εκμεταλλευτές του και τελικά η «προλεταριακή» ανατροπή έγινε σε αγροτική χώρα, δια πραξικοπήματος από επαγγελματίες επαναστάτες, άσχετους με τον βιομηχανικό καπιταλισμό.
Με αφορμή εξάλλου τις μαρξικές περιγραφές, πολλοί μας έκαναν να πιστεύουμε ότι η δυτική ευημερία του 20ου αιώνα οφειλόταν στην εκμετάλλευση των φτωχών και των εργατών και στις υπεραξίες που αυτοί παρήγαγαν δια της εργασίας τους.
Πόσο σωστές είναι αυτές οι ιδέες; Είναι αλήθεια, όπως υπαινίσσεται ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας ότι ο καπιταλισμός οδήγησε σε μια τρομερή και διαρκή εξαθλίωση των συνθηκών διαβίωσης των εργατικών μαζών; Μήπως η λογική της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς συγκεντρώνει μοιραία τον πλούτο στα χέρια των λίγων και αυξάνει τις ανισότητες;
Τα ψεύδη που κρύβονται πίσω απ'' αυτή την φιλολογία, αποκαλύφτηκαν για πρώτη φορά σ' ένα μικρό βιβλίο που εξέδωσε ο F.A. Hayek και δημοσίευσε ο Τύπος του Πανεπιστημίου του Σικάγου πριν 70 χρόνια σχεδόν, με τίτλο «Ο καπιταλισμός και οι Ιστορικοί». Σύμφωνα με τούς συγγραφείς (Hayek, T.S. Ashton, L.M. Hacher, W.H. Hutt και Bertrand De Jouvenel), η άνοδος της βιομηχανίας δεν ευνόησε μόνο τους πλούσιους. Οι εργατικές μάζες άρχισαν να επωφελούνται από τη δημιουργία νέου πλούτου πολύ πριν εμφανιστεί το κράτος της ευημερίας και ο κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομική ζωή, με την αυξημένη δύναμη των εργατικών συνδικάτων και της εργατικής πολιτικής. Αυτοί οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η γενική άνοδος του βιοτικού επιπέδου των φτωχών οφείλει ελάχιστα στην ανακατανομή του πλούτου και την πολιτική επιρροή των εργατικών κινημάτων, και σχεδόν τα πάντα στη βιομηχανική ανάπτυξη,η οποία αφ/εαυτής έχει σωρευτικά αποτελέσματα. Οδηγεί δηλαδή στη μαζική παραγωγή, που είναι και το κατ/ εξοχήν γνώρισμα του καπιταλισμού. Το γεγονός ότι αναγνωρίζουμε πώς το σύστημα αυτό παράγει μαζικά και άρα εκ των πραγμάτων η παραγωγή του δεν μπορεί να μοιράζεται ισομερώς, δεν είναι λόγος να αποδίδουμε στην οικονομία της αγοράς τις ανισότητες που προκύπτουν Θα έπρεπε, επιχειρηματολογούν οι συγγραφείς, να δούμε πιο κριτικά τα εμπόδια που παρεμβάλλονται στην αγορά και πού, στηρίζοντας τη μεροληπτική λειτουργία της προσφοράς και ζήτησης, νομιμοποιούν τις υπάρχουσες ανισότητες. Είμαστε ετσι δέσμιοι πολλών γενεών φιλολογίας και ιστορίας, κατασκευασμένης από διανοούμενους πού συνήθως έδιναν μεγαλύτερο βάρος στις ιδεολογικές και πολιτικές τους τάσεις, παρά στο πάθος τους για την αλήθεια και την εμπειρική επιβεβαίωση ορισμένων λογικά σχηματισμένων θέσεων.
Ο F.A. Hayek γράφει:
«…Η πραγματική σχέση του καπιταλισμού με την άνοδο του προλεταριάτου είναι σχεδόν αντίστροφη απ' αυτή που διακηρύσσουν οι θεωρίες για εκμετάλλευση των μαζών. Η αλήθεια είναι ότι, στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, για τους περισσότερους ανθρώπους, η κατοχή των εργαλείων της εργασίας τους ήταν μια στοιχειώδης προϋπόθεση επιβίωσης ή τουλάχιστον της δυνατότητας να δημιουργήσουν οικογένεια...
…το προλεταριάτο που υποτίθεται ότι “δημιούργησε” ο καπιταλισμός δεν ήταν λοιπόν μια μερίδα του πληθυσμού που υπήρχε πριν απ' αυτόν και που ο καπιταλισμός υποβάθμισε σ' ένα χαμηλότερο επίπεδο. Ήταν πρόσθετος πληθυσμός που μπόρεσε ν' αναπτυχθεί χάρη στις νέες ευκαιρίες εργασίας που πρόσφερε ο καπιταλισμός.
Αν μπορούμε να πούμε πως η ανάπτυξη του κεφαλαίου προκάλεσε την εμφάνιση του προλεταριάτου, αυτό το έκανε με την έννοια ότι ανέβασε τόσο πολύ την παραγωγικότητα της εργασίας, ώστε να μπορέσουν να συντηρηθούν με μόνη την εργασία τους πολύ περισσότεροι άνθρωποι που δεν είχαν εφοδιαστεί από τους γονείς τους με τα απαραίτητα μέσα για την εργασία τους...».
Σύμφωνα με το Βρετανό ιστορικό Τ.S. Ashton (δοκίμιό του «Το Βιοτικό Επίπεδο των Εργατών της Αγγλίας, 1790-1830»), οι άθλιες συνθήκες της ζωής των πόλεων στην Αγγλία της βιομηχανικής επανάστασης οφείλονταν λιγότερο στη ραγδαία εκβιομηχάνιση ή την αρπακτικότητα των «κερδοσκόπων εργολάβων» - που ο ρόλος τους στην ανοικοδόμηση υπήρξε οπωσδήποτε ελάχιστος, γιατί τα εργατικά σπίτια τα έχτιζαν συνήθως οι ίδιοι οι εργάτες – και περισσότερο στην κρατική οικονομική πολιτική που προκάλεσε πληθωρισμό στις τιμές των υλικών, πολύ υψηλότερο από το επίπεδο των μισθών και των άλλων τιμών. Είναι σαφές λοιπόν ότι από τη στιγμή που στη αγορά πέρα από τα εμπορικά και παραγωγικά συμφέροντα συγκρούονται και μορφές εξουσίας,το οικονομικό παιχνίδι αλλοιώνεται και σε μεγάλο η μικρό βαθμό νοθεύεται.Και στο σημείο αυτό ερχεται ο φιλελευθερισμός, σε μια προσπάθεια να βάλει κανόνες.
Γι'' αυτούς τους τελευταίους. θα αναφερθούμε σε προσεχές άρθρο μας.