Το φαινόμενο των καταλήψεων που έχει γίνει εποχιακό για την ελληνική εκπαίδευση δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά ένα σύμπτωμα της βαθύτερης κρίσης που περνά εδώ και πολλά χρόνια το ελληνικό σχολείο.
Πρόκειται για κρίση η οποία εκδηλώνεται κυρίως από το ότι το ελληνικό σχολείο ειδικά στην βαθμίδα του λυκείου έχει απαξιωθεί, αφού οι μαθητές τείνουν να θεωρούν χρήσιμο το φροντιστήριο και τη φοίτησή τους στο σχολείο λίγο πολύ «χάσιμο χρόνου».
Αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος που με μεγάλη ευκολία μπορούν να το εγκαταλείπουν μέσω της μεθόδου της κατάληψης. Μέσα στη στρέβλωση του συστήματος που έχουμε οικοδομήσει ο «χαμένος χρόνος» των καταλήψεων είναι στη συνείδηση των μαθητών «κερδισμένος χρόνος για μελέτη και φροντιστήρια». Από την άλλη πλευρά, μια μικρή μερίδα της ελληνικής κοινωνίας που σε πολύ μεγάλο βαθμό δεν έχει ακόμη ξεπεράσει όπως φαίνεται τα τραύματα της δικτατορίας, δείχνει να θεωρεί ακόμη καθαγιασμένη αυτή τη μορφή διαμαρτυρίας.
Υπάρχει βέβαια και μια τρίτη συνθήκη που ευνοεί τις σχολικές καταλήψεις. Στο χώρο της εκπαίδευσης επενδύουν διαχρονικά διάφορες δυνάμεις, πολιτικές, συνδικαλιστικές, συντεχνιακές, κοινωνικές, κπ. Έτσι συχνά οι καταλήψεις γίνονται το προπέτασμα καπνού για να εξυπηρετηθούν αυτά τα μεγαλύτερα συμφέροντα.
Η πολιτεία τι κάνει απέναντι σε αυτή την κατάσταση; Είναι οιωνεί απούσα διαχρονικά. Αναλώνεται σε ανέξοδες ευχές για «διάλογο», κάνει συνήθως τα «στραβά μάτια» και αφήνει τους λίγους που πραγματικά ανησυχούν από αυτή την κατάσταση (συνήθως τους γονείς που δεν έχουν τα μέσα να στείλουν το παιδί τους σε ένα ιδιωτικό σχολείο ή κάποιους ευσυνείδητους εκπαιδευτικούς και στελέχη της εκπαίδευσης) να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά.
Προσωπικά ως άνθρωπος της εκπαίδευσης αδυνατώ να κατανοήσω πως ο αγώνας για ένα καλύτερο σχολείο διεξάγεται με το σχολείο κλειστό. Όσο βάσιμα και να είναι κάποια αιτήματα δεν δικαιολογούν τη διακοπή της εκπαιδευτικής διαδικασίας, πολύ δε περισσότερο που αυτή η διακοπή έρχεται μετά από τρεις μήνες υπολειτουργίας των σχολείων λόγω του lockdown την περασμένη άνοιξη. Η εκπαιδευτική έρευνα ξεκάθαρα δείχνει πως κάθε κλείσιμο του σχολείου το πληρώνουν δυσανάλογα βαριά οι μαθητές από τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Πρέπει επομένως η πολιτεία να προασπίσει το δικαίωμα των παιδιών που θέλουν να πάνε στο σχολείο. Δύο είναι οι λύσεις. Η μία είναι όλος ο χρόνος που χάνεται λόγω καταλήψεων να αναπληρώνεται πλήρως και μέχρι τελευταίου λεπτού. Εάν μάλιστα η διάρκεια των καταλήψεων είναι τόσο μεγάλη, ώστε η χαμένη διδακτέα ύλη να μην μπορεί να καλυφθεί, τότε θα πρέπει όπως συμβαίνει με τους μαθητές που υπερβαίνουν ένα όριο απουσιών να θεωρείται ολόκληρη η χρονιά χαμένη.
Η δεύτερη λύση είναι να επιτρέπεται στον μαθητή ενός υπό κατάληψη σχολείου, με μια απλή δήλωση του γονέα του, να μεταφέρεται αυτόματα σε άλλο σχολείο της περιοχής του, όπου δεν υπάρχει κατάληψη. Μια εναλλακτική θα ήταν να θεσπιστεί και στη χώρα μας όπως άλλωστε συμβαίνει στην πλειοψηφία των χωρών της Ευρώπης και η δυνατότητα επιλογής της κατ’ οίκον εκπαίδευσης.
Τέλος, ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει και στην στάση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Με ανακοίνωσή της η ΟΛΜΕ στηρίζει τις καταλήψεις, μιλά για προσπάθεια τρομοκράτησης των μαθητών, καθώς και για εισαγγελείς, δυνάμεις της αστυνομίας και ορισμένους δημάρχους που απειλούν τους αγωνιζόμενους μαθητές.
Δεν είναι δυνατόν η ΟΛΜΕ που διατείνεται ότι εκφράζει τον κόσμο των εκπαιδευτικών να υιοθετεί τη λογική του κλεισίματος του δημόσιου σχολείου η οποία οδηγεί στην περαιτέρω απαξίωσή του. Η κατάληψη είναι μια παράνομη δραστηριότητα που στέλνει όσους έχουν τη δυνατότητα στην αγκαλιά των ιδιωτικών σχολείων, ενώ στερεί από τα παιδιά από τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες το μορφωτικό αγαθό που η Πολιτεία παρέχει δωρεάν στα δημόσια σχολεία. Υπό την έννοια αυτή, η ΟΛΜΕ βρίσκεται σε αναντιστοιχία με την πλειοψηφία των συμφερόντων των εκπαιδευτικών, των γονιών και των μαθητών. Φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που η ΟΛΜΕ παίρνει αυτή την θέση. Ήταν και παραμένει υπέρ των καταλήψεων.
Το ζήτημα των καταλήψεων, όσο περιθωριακό και αν είναι στη φάση αυτή, μπορεί να αποτελέσει βόμβα στα ετοιμόρροπα θεμέλια του ελληνικού σχολείου. Την περυσινή χρονιά, τα σχολεία έμειναν για δυόμισι μήνες κλειστά. Η φετινή σχολική χρονιά έχει μπροστά μια εντελώς αβέβαιη πορεία λόγω του COVID19. Ουδείς γνωρίζει το τι θα γίνει στην συνέχεια. Οι φετινές καταλήψεις προσθέτουν στον ήδη από πέρυσι χαμένο χρόνο, επιπλέον νεκρό χρόνο για τη νέα γενιά.
Τα συγκεκριμένα παιδιά μέσα σε ενάμισι χρόνο έχουν κάνει μάθημα το μισό χρόνο απ' όσο αρχικά προβλέπονταν. Εάν συνεχίσουμε έτσι κινδυνεύουμε να βρεθούμε αντιμέτωποι ως κοινωνία με μια υποεκπαιδευμένη γενιά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον αυτής της χώρας. Χρειάζεται σε αυτή την ώρα την κρίσης, έστω και την ύστατη στιγμή να αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους. Άλλωστε στην εκπαίδευση κατ’ εξοχήν ισχύει το ευαγγελικό «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω».
* Ο Κώστας Δημόπουλος είναι καθηγητής εκπαιδευτικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου