Η πολιτική βία είναι φαινόμενο διαχρονικό στην τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, με διακυμάνσεις που άλλοτε σχετίζονται με πολιτικοοικονομικές συνθήκες που παρέχουν ευκαιρίες στους βίαιους δρώντες και άλλοτε όχι, τροφοδοτούμενη από γεγονότα - καταλύτες ή οργανωτικές δυνατότητες των φορέων της.
Η δολοφονία Γρηγορόπουλου το Δεκέμβριο του 2008 λειτούργησε σαν καταλύτης που μύησε στη βίαιη δράση μαζικά σειρά νέων μιας γενιάς μαθητών και φοιτητών ήδη ριζοσπαστικοποιημένης στις κινητοποιήσεις του κινήματος ενάντια στο νόμο Γιαννάκου.
Η πολύχρονη οικονομική κρίση, με τις δραματικές επιπτώσεις που είχε στην οικονομία, στην κοινωνική συνοχή και στο κομματικό σύστημα, αποτέλεσε εύφορο έδαφος για την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση σημαντικού μέρους πολιτών, την εμφάνιση νέων οργανώσεων στην άκρα δεξιά και στην άκρα αριστερά, την στρατολόγηση νέων σε βίαιες δράσεις, ενώ δημιούργησε λανθάνοντα υποστρώματα ανοχής και αποδοχής της βίας στην κοινή γνώμη.
Σε έρευνα που πραγματοποιήσαμε με την Βασιλική Γεωργιάδου (Πάντειο Πανεπιστήμιο) και τον Κώστα Ρουμανιά (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών), βρήκαμε συνολικά 2.429 μιντιακές αναφορές σε περιστατικά πολιτικής βίας από την αρχή του 2008 έως το τέλος του 2019, εκ των οποίων 1.925 διενεργήθηκαν από ακροαριστερούς δρώντες και 504 από ακροδεξιούς.
Η δικαστική διερεύνηση της βίας της Χρυσής Αυγής, η εκλογική της εξαέρωση και στη συνέχεια η καταδίκη των στελεχών της, περίπου έσβησε την ακροδεξιά βία μετά το 2018. Συγκυριακά ή μη, μένει να φανεί. Δε συνέβη το ίδιο για τη βία της άκρας αριστεράς.
Η προοδευτική βελτίωση του οικονομικού κλίματος αφενός, η κυβερνητική αλλαγή, που συνοδεύτηκε από αλλαγή των προσδοκιών, δημοσίων πολιτικών για την ασφάλεια αφετέρου, οδήγησαν σε «κατάπαυση πυρός» για το 2019.
Οι εκκενώσεις των καταλήψεων αρχικά, η απαγόρευση διαδηλώσεων λόγω της πανδημίας στη συνέχεια, καθώς και η ψήφιση του νόμου για τη ρύθμιση των συναθροίσεων το καλοκαίρι του 2020 και την αστυνόμευση των πανεπιστημίων το Φεβρουάριο του 2021, αποτέλεσαν σημαντικές πολιτικές ευκαιρίες για μαζική διαμαρτυρία.
Πρόσφατα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας και η απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα έδρασαν σαν γεγονότα-καταλύτες, φέρνοντας στους δρόμους ετερόκλιτα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα. Ανένταχτοι αλλά και παραταξιακά ταυτισμένοι φοιτητές, ακτιβιστές των δικαιωμάτων, μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, καλλιτέχνες, συνδικαλιστές, ένωσαν το ρεπερτόριο δράσης τους.
Η ετερογένεια του μετώπου επεκτείνεται και στο ιδεολογικό πεδίο: μετριοπαθείς ψηφοφόροι, αριστεροί ριζοσπάστες, αναρχικοί, εξτρεμιστές κατέβηκαν στους δρόμους σε κοινό σκοπό· μια συνύπαρξη που είχε να εμφανιστεί από τα πρώτα αντιμνημονιακά χρόνια της αγανάκτησης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε σήμερα σε μια φάση κλιμάκωσης της πολιτικής βίας, προερχόμενης κατά βάση από το αριστερό ιδεολογικό άκρο.
Έτσι, ενώ σε όλη την Ευρώπη τα κινήματα ανυπακοής κατά των μέτρων της πανδημίας οργανώνονται ως επί τω πλείστον από την άκρα δεξιά, η παρούσα συγκυρία βρίσκει την άκρα αριστερά στην πρωτοπορία της βίας στην Ελλάδα. Μπορεί το τέλος της απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα να συνοδεύτηκε από απομάγευση μέρους του εξτρεμιστικού χώρου, καθώς και την προοδευτική εξαέρωση της σχετικής διαμαρτυρίας· δε θα πρέπει, όμως, να υποτιμηθεί η τριπλή σημασία του συμβάντος.
Πρώτον, έδειξε τα μεγέθη «του χώρου» που αν και ήταν εν υπνώσει, έχει σημαντικές εφεδρείες και δυνατότητες κινητοποίησης. Δεύτερον, η όσμωση που διατελέστηκε με το φοιτητικό κίνημα στο πλαίσιο σειράς διαμαρτυριών, δίνει νέες δυνατότητες εξεύρεσης πόρων και προπαγάνδας σε παλαιούς εξτρεμιστές. Στρατολόγηση μελών, ιδεολογική κατήχηση, ορατότητα είναι τα πολλαπλά οφέλη της παρούσας ατζέντας διαμαρτυρίας. Τρίτον, η πολιτική συγκυρία παράγει ευκαιρίες για εμφάνιση νέων παικτών στο χώρο της πολιτικής βίας.
* Η Λαμπρινή Ρόρη είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Εξετερ & Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο