Του Κώστα Μήλα*
Τρία καλά νέα, που επιβεβαιώνουν το θετικό μομέντουμ για την ελληνική οικονομία, συνοδεύουν την πρώτη εμφάνιση του Κυριάκου Μητσοτάκη ως Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ. Η πρόσφατη άρση των capital controls μαζί με την αύξηση των καταθέσεων, η σταθερή μείωση του κόστους δανεισμού της χώρας, αλλά και η επικείμενη ανάληψη από την Κριστίν Λαγκάρντ της προεδρίας της ΕΚΤ, ενισχύουν τις πιθανότητες επιτυχίας του κυβερνητικού πλάνου «ανάπτυξη-φοροελαφρύνσεις- επενδύσεις».
Εξηγούμαι. Πρώτον, οι καταθέσεις των επιχειρήσεων και νοικοκυριών αυξήθηκαν, τον Ιούλιο του 2019, κατά 6,5% σε ετήσια βάση. Πρόκειται για τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης των τελευταίων 10 μηνών, ο οποίος μάλλον θα ενισχυθεί περαιτέρω το επόμενο διάστημα καθώς η χώρα μας απαλλάχθηκε, επιτέλους, από τα capital controls τα οποία αποτελούσαν αείμνηστη κληρονομιά του «τραγικού» δημοψηφίσματος Τσίπρα.
Να σημειωθεί δε ότι το καλοκαίρι του 2015, όταν δηλαδή τα capital controls τέθηκαν σε ισχύ, οι καταθέσεις είχαν «καταποντιστεί» κατά 27% σε ετήσια βάση. Η αύξηση των καταθέσεων το τελευταίο διάστημα ενισχύει την ρευστότητα των τραπεζών και επιτρέπει την χορήγηση νέων επιχειρηματικών δανείων τα οποία θα ενισχύσουν επενδύσεις και ανάπτυξη.
Δεύτερον, το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου έχει καταρρεύσει το τελευταίο δίμηνο (1,59% ήταν την Παρασκευή η απόδοση του ελληνικού 10ετούς), γεγονός που σίγουρα εκφράζει την αυξανόμενη εμπιστοσύνη των επενδυτών στην ελληνική οικονομία.
Τρίτον, η Christine Lagarde, η οποία αναμένεται να αναλάβει Πρόεδρος της ΕΚΤ μέσα στο φθινόπωρο, ανοίγει το δρόμο για μείωση των παράλογων πλεονασμάτων της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2% από το 2023 μέχρι και το...2060. Το τελευταίο αποτελεί ίσως και το πιο θετικό νέο για την ελληνική οικονομία καθώς, όπως έχω διατυπώσει ως άποψη, τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να επιτευχθούν (και) ως αποτέλεσμα βαθιάς ύφεσης. Ο παραλογισμός σε όλο του το μεγαλείο δηλαδή!
Φυσικά, όμως, δεν πρέπει να αγνοούμε τις υφιστάμενες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Πράγματι, τα νεότερα στοιχεία για την ελληνική ανάπτυξη, είναι λιγότερο ενθαρρυντικά. Το ΑΕΠ αυξήθηκε, σε ετήσια βάση, κατά 1,9% το δεύτερο τρίμηνο του 2019, 'ανεβάζοντας ελαφρά ταχύτητα' από τον ετήσιο ρυθμό αύξησης κατά 1,1% το πρώτο τρίμηνο του 2019 (Πίνακας 9).
Οι επενδύσεις, όμως (ήτοι ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου), παρουσίασαν σημαντική πτώση κατά 5,8% το δεύτερο τρίμηνο του 2019 σε ετήσια βάση. Και αυτό, σε αντίθεση με την ετήσια αύξηση κατά 8,3% το πρώτο τρίμηνο του 2019. Εδώ λοιπόν βρίσκεται το μείζον πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.
Τα τριμηνιαία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από το 1995 μέχρι σήμερα δείχνουν ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των επενδύσεων είναι σχεδόν μηδενικός (0,2% για την ακρίβεια!), ενώ η τυπική απόκλιση των επενδύσεων, ως μέτρο μεταβλητότητας, είναι εξαιρετικά υψηλή στο 14,7% ! Με άλλα λόγια, τα τελευταία 20 έτη, οι επενδύσεις «ανεβοκατεβαίνουν» στην χώρα μας σαν τον ανελκυστήρα κάτι που εξηγεί, ως ένα βαθμό, γιατί δεν μπορούμε να επιτύχουμε ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη!
Ο κ. Μητσοτάκης εστιάζει την προσοχή του στο πως θα επιτευχθούν ρυθμοί ανάπτυξης 3% και 4% τα επόμενα έτη. Σίγουρα η επιλογή της κυβέρνησης να μειώσει τον φορολογικό συντελεστή των επιχειρήσεων από το 28% σήμερα στο 20% το 2021 θα τονώσει τις επενδύσεις. Μεγαλύτερη βαρύτητα όμως στην ενίσχυση των επενδύσεων, και άρα στην ανάπτυξη, διαθέτει η επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, κάτι που προϋποθέτει πιστοληπτική αναβάθμιση της χώρας μας κατά 4 βαθμίδες από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody's και Standard&Poor's και κατά 3 βαθμίδες από τον οίκο Fitch.
Μέγιστο ρόλο στην επιστροφή της χώρας μας στην επενδυτική βαθμίδα διαδραματίζει η βελτίωση του δείκτη κυβερνητικής αποτελεσματικότητας ο οποίος στην Ελλάδα υστερεί σημαντικά έναντι των υπολοίπων χωρών της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας.
Ο κ. Μητσοτάκης έκανε καλή αρχή επιλέγοντας τεχνοκράτες αντί για πολιτικά «βαρίδια» ως υπουργούς-κλειδιά στην κυβέρνηση του. Αναμένουμε τις επόμενες κινήσεις/εξαγγελίες του στην ΔΕΘ οι οποίες θα μας πείσουν ότι η μεταρρυθμιστική του ατζέντα προχωρά έτσι ώστε οι οίκοι αξιολόγησης να μας αναβαθμίσουν και να «τρέξουν» οι πολυπόθητες επενδύσεις!
* Ο Κώστας Μήλας είναι καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool