Η είδηση κάνει τον γύρο του κόσμου. Η πλατφόρμα HBO κατέβασε την ταινία «Όσα παίρνει ο άνεμος» γιατί εξωραΐζει τη δουλεία. Οι διαχειριστές της πλατφόρμας δέχτηκαν —όπως υποστηρίζουν— χιλιάδες μηνύματα διαμαρτυρίας για το περιεχόμενο της.
Ας σημειωθεί πως η συγκεκριμένη ταινία (1939) κατέχει ρεκόρ εισπράξεων, ενώ το Όσκαρ β΄ γυναικείου ρόλου το κατέκτησε για πρώτη φορά Αφροαμερικανίδα ηθοποιός (Χάτι Μάκντάνιελ).
Το ερώτημα είναι μέχρι ποιου σημείου θα φτάσει αυτός ο παροξυσμός της αποκαλούμενης πολιτικής ορθότητας.
Όλα ξεκίνησαν από το κίνημα «me too», όταν κάθε «ξεχασμένη» επικαλούνταν σεξουαλική παρενόχληση που συνέβη πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια. Καταστράφηκαν καριέρες από καταγγελίες που, οι περισσότερες αποδείχθηκαν στην συνέχεια ψευδείς.
Όμως το τέρας τού πολιτικά ορθού γεννήθηκε. Απέκτησε κοινό και επιβλήθηκε. Σήμερα είναι ο σύγχρονος δυνάστης της σκέψης και των έργων χιλιάδων δημιουργών, ενώ πλέον έχει στρέψει τα πλοκάμια του και στο παρελθόν.
Είναι ένας νέος Μακαρθισμός.
Το τι γράφτηκε πριν από πενήντα ή και εβδομήντα χρόνια μπαίνει στο μικροσκόπιο των δυναστών του πολιτικά ορθού και εξετάζεται και κρίνεται σύμφωνα με τα κριτήρια που αυτοί επέβαλλαν στον παρόντα χρόνο.
Έτσι γίνεται μια ανιστόρητη μεταφορά ηθών και συμπεριφορών του σήμερα στο παρελθόν. Και σκοπός αυτής της μεταφοράς είναι τελικά η λογοκρισία. Ο έλεγχος της σκέψης.
Ας το αντιληφθούμε όλοι. Τελικά η λαίλαπα του πολιτικά ορθού καταλήγει στην φίμωση, στον στιγματισμό και στην καλύτερη περίπτωση στην αυτολογοκρισία.
Οι σύγχρονοι δημιουργοί, ανεξαρτήτως πεδίου, πριν γράψουν ή πουν κάτι, θα πρέπει να εικάσουν αν το έργο τους δεν θα αποδοκιμασθεί από τους λογοκριτές τού πολιτικά ορθού. Αν συμβαδίζει με τις νόρμες που αυτοί έχουν θέσει.
Αυτό που ζούμε σήμερα —τηρουμένων των αναλογιών— δεν διαφέρει σε τίποτα από την επιβολή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού επί Στάλιν. Και τότε η σκέψη των δημιουργών έμπαινε σε καλούπια. Μόνο που αυτά τότε ήταν κομματικά και οι παραβάτες μπορεί να έχαναν και την ζωή τους.
Σήμερα απλώς διασύρονται.
Και τότε με τις νόρμες αυτές δεν κρίνονταν μόνον οι σύγχρονοι δημιουργοί, αλλά και οι προγενέστεροι τους. Όσα έργα έκρινε το Κόμμα πως δεν προάγουν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ασχέτως του χρόνου δημιουργίας τους, έπρεπε να καταχωνιαστούν.
Σήμερα, ογδόντα χρόνια μετά, κάποιες μικρές αλλά θορυβώδεις μειοψηφίες, με ισχυρή και οργανωμένη πρόσβαση στα ΜΜΕ και στα δίκτυα επικοινωνίας, αποφασίζουν ποιο έργο και ποιο κείμενο συμβαδίζει με την αντίληψη που αυτές οι μειοψηφίες έχουν επιβάλλει στην δημόσια-- και υπό προϋποθέσεις-- και στην ιδιωτική σφαίρα.
Από την στιγμή που το κίνημα τού «me too» αποδείχθηκε αποτελεσματικό και επικερδές για τις καταγγέλλουσες, απελευθερώθηκαν δυνάμεις που στο όνομα ενός απροσδιόριστου δικαιωματισμού επιδιώκουν να ελέγξουν απόψεις και συμπεριφορές.
Συνεπώς, τίθενται μερικά ερωτήματα.
Από πού αντλεί την δύναμη του αυτό το ιερατείο; Ποιοι είναι αυτοί που ορίζουν το περιεχόμενο της σκέψης και της δημιουργίας; Και πώς αυτοί έχουν μετατραπεί σε σύγχρονους λογοκριτές που δρουν, ανεξέλεγκτα, μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, και πολλά άλλα, προσδιορίζουν και την ποιότητα της δημοκρατίας που θα έχουμε στον 21ο αιώνα.
Οι αναθεωρήσεις και οι αναστοχασμοί δεν γίνονται με ανιστόρητα ερμηνευτικά σχήματα ούτε επιβάλλονται από αφανή ιερατεία. Προκύπτουν, αν χρειαστεί να γίνουν, μέσα από ένα διαφανή δημοκρατικό διάλογο, χωρίς τους αφορισμούς τής σύγχρονης Ιεράς Εξέτασης του πολιτικά ορθού.