Η ισχυρή πεποίθηση κάποιων πολιτικών ότι αυτοί θα μπορούσαν καλύτερα να διαχειριστούν τα εθνικά μας θέματα δεν απαντά στο ερώτημα γιατί τελικά επί των ημερών τους δε σημειώθηκε ουσιαστική πρόοδο. Προφανώς και προσπάθησαν. Αλλά δεν ήταν αποτελεσματικοί. Οι πολιτικές των ζεϊμπέκικων και των κουμπαριών δεν απέδωσαν. Σήμερα υπάρχει μία τελείως διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με το παρελθόν. Δεν είναι τυχαίο ότι η Τουρκία ενοχλείται από τη συμμαχία μας με το Ισραήλ.
Στις διεθνείς σχέσεις δεν έχει σημασία ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, αλλά ποιος έχει την ισχύ να επιβάλλει τις δικές του θέσεις. Η Τουρκία μας βρήκε τόσο αποδυναμωμένους που ο Ερντογάν πίστεψε ότι αυτή θα ήταν η μεγάλη του ευκαιρία έναντι της Ελλάδας. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετώπισε με απόλυτη επιτυχία τόσο την απόπειρα «εισβολής» στον Έβρο όσο και τις τουρκικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Και μάλιστα με πενιχρά μέσα. Αυτό ειδικά είναι ένα θέμα που αξίζει κάποια στιγμή να το αναλύσουμε. Θα θέλαμε, δηλαδή, να θυμηθούμε ποιος επισήμανε απ' όλους αυτούς τον κίνδυνο που δημιουργούσε η απαίτηση των Γερμανών να περικόψουμε τις αμυντικές μας δαπάνες.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε έπειτα από πολλά χρόνια να βάλει έναν φραγμό στην Τουρκία. Οι υποχωρήσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων ήταν αυτές που τελικά αποθράσυναν την Τουρκία και την έφεραν στο σημείο να αμφισβητεί ακόμη και τα… Αντικύθηρα! Το σημείο κλειδί ήταν η συμμαχία με το Ισραήλ. Αυτή άνοιξε τις πόρτες στις ΗΠΑ και σε φιλικές τους χώρες στη Μέση Ανατολή.
Αλήθεια, θα μπορούσε ένας πρωθυπουργός που μπροστά στον πρόεδρο Τραμπ είχε μία σθεναρή στάση για τα ελληνοτουρκικά να καθίσει σε ένα τραπέζι και να υποχωρήσει; Τώρα; Κατά συνέπεια, δεν καταλαβαίνει κανείς ποιος είναι ο λόγος μιας συζήτησης που έχει ξεκινήσει πάνω σε υποθετικά και ανύπαρκτα σενάρια. Η πολιτική της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας είναι δεδομένη: Ενισχύουμε τις συμμαχίες μας και την άμυνά μας. Κάποια στιγμή θα καθίσουμε στο τραπέζι και θα συζητήσουμε με τους Τούρκους για δουλειές και συνεργασίες. Αλλά όχι τώρα και υπό αυτές τις συνθήκες.
Ποιοι είναι εκείνοι που θα ήθελαν να ανατρέψουν τη σημερινή πολιτική της κυβέρνησης; Πιστεύουμε ότι μόνο από αφέλεια θα έκανε κάποιος κακό σε μια πετυχημένη μέχρι σήμερα πολιτική. Ωστόσο, υπάρχουν παράγοντες που θα ήθελαν μία τέτοια εξέλιξη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή έχουν τη δυνατότητα να καθοδηγήσουν τις εξελίξεις. Μπορεί, όμως, στο μέλλον να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις και να προσπαθήσουν να αναλάβουν δράση.
Ένας ισχυρός παράγοντας, για παράδειγμα, που σαφώς ενοχλείται από τη στάση της χώρας μας είναι η Ρωσία. Κι αυτό διότι οι Ρώσοι δεν καλοβλέπουν την ουσιαστική ενίσχυση των σχέσεων μας με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ και επιπλέον θα ήθελαν με κάποιον τρόπο να ναρκοθετήσουν τη συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία. Ειδικά για το τελευταίο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η όποια (δικαιολογημένη) διαφωνία στη συμφωνία Τσίπρα σταματάει στο γεγονός ότι η χώρα ήδη συμφώνησε. Κάτι που θα έπρεπε να γνωρίζουν όσοι έχουν ασκήσει εξουσία. Κι αυτό που πρέπει επίσης να σημειώσουμε είναι ότι είναι πρωτόγνωρο το γεγονός ότι εδώ και χρόνια η χώρα μας αποδέχεται με αδιαφορία την ανάπτυξη δικτύων ξένων χωρών.
Ο θόρυβος που προκαλείται αυτή τη στιγμή δε βοηθάει. Ούτε και οι πρόσφατες επιτυχίες της εξωτερικής μας πολιτικής σημαίνει ότι τελειώσαμε με την Τουρκία. Θα λέγαμε ότι μόλις αρχίσαμε! Ότι έχουμε δρόμο μπροστά μας. Θα δούμε πολλά στο επόμενο διάστημα. Κι όποιος δει τα πράγματα από αυτή την οπτική γωνία θα μπορέσει να αιτιολογήσει αρκετές από τις κινήσεις που γίνονται στην εγχώρια σκηνή και οι οποίες σε πρώτη ανάγνωση μοιάζουν ανεξήγητες.
Θανάσης Μαυρίδης