Εδώ και μερικές εβδομάδες, η ανθρωπότητα, και μάλιστα το οικονομικά και τεχνολογικά πιο προηγμένο κομμάτι της, αντιμετωπίζει τις καταστροφικές συνέπειες μιας κρίσης χωρίς προηγούμενο στις δικές μας γενιές. Η πανδημία αφαιρεί ζωές, σφυροκοπά τα συστήματα υγείας και παραλύει την οικονομική δραστηριότητα.
Σε παρόμοιες συνθήκες έκτακτης ανάγκης, ενισχύεται ο ρόλος του κράτους και οι πολίτες εμφανίζονται έτοιμοι να αποδεχτούν πρόσκαιρους περιορισμούς και στερήσεις μέχρι να «περάσει το κακό». Αυτό συμβαίνει ιδίως σε πολεμικές περιόδους, λόγος που ωθεί πολλούς να συγκρίνουν την ιογενή πανδημία με το ανθρωπογενές δράμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όμως, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Από τη λαίλαπα του πολέμου που εξαπέλυσε η ναζιστική Γερμανία προέκυψε η συνεχιζόμενη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία, παρά τα κατά καιρούς πισωγυρίσματα και απογοητεύσεις, παραμένει η καλύτερη ελπίδα για ένα μέλλον ειρήνης και ευημερίας στη γηραιά ήπειρο.
Το εγχείρημα της ενοποίησης ρητά στηρίζεται σε ορισμένες κοινές αξίες και αρχές, οι οποίες δεν αποτελούν ρητορικά σχήματα αλλά προϊόν μιας οδυνηρής ιστορικής εμπειρίας που περιλαμβάνει τους δύο παγκοσμίους πολέμους και τη βαθιά παγκόσμια κρίση και ύφεση του μεσοπολέμου.
Μεταξύ των αρχών αυτών συγκαταλέγεται η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ. Υπογράφοντας την ισχύουσα Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Λισσαβόνα, το 2007, οι ηγέτες των κρατών μελών διακήρυξαν την επιθυμία τους για «βαθύτερες σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ των λαών τους» (Προοίμιο ΣΕΕ) και όρισαν ότι η Ένωση «προάγει την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών» (Άρθρο 3§3γ ΣΕΕ).
Πέραν της ηθικής της ανιδιοτέλειας, η οποία σπανίως εμφανίζεται αυθόρμητα, η αλληλεγγύη οφείλει πολλά στο ένστικτο αυτοσυντήρησης, καθώς, όταν πάσχει ένα μέρος, απειλείται το όλον ενός οργανισμού.
Στο πλαίσιο αυτό μπορούν να ερμηνευτούν και τα προγράμματα διάσωσης και στήριξης της οικονομίας σε αρκετά κράτη-μέλη της ευρωζώνης, μεταξύ 2010-15. Το γεγονός ότι οι αποδέκτες των προγραμμάτων (κυρίως κράτη του ευρωπαϊκού νότου) κλήθηκαν να αποδεχτούν επώδυνα μνημόνια προκειμένου οι δανειστές (κυρίως κράτη του ευρωπαϊκού βορρά) να πάρουν κάποτε τα χρήματά τους πίσω, δεν αναιρεί το στοιχείο της αλληλεγγύης, τόσο από ηθική όσο και από ωφελιμιστική σκοπιά.
Διότι εάν κατέρρεαν οι οικονομίες της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Κύπρου και της Ισπανίας, οι συνέπειες για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της ευρωζώνης θα ήταν βαρύτατες, και ενδεχομένως θανάσιμες για το κοινό νόμισμα.
Ανάλογες εκτιμήσεις βρίσκονταν πίσω από τη μεταχείριση που επεφύλαξαν οι νικήτριες δημοκρατίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στους λαούς των ηττημένων δυνάμεων του Άξονα. Είναι εντυπωσιακό πόσο γρήγορα οι αρχικές σκέψεις για αυστηρή έως εξοντωτική αντιμετώπιση κρατών που μόλις είχαν αιματοκυλήσει την υφήλιο έδωσαν τη θέση τους σε πολιτικές που πληρούσαν τα κριτήρια του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης.
«Θα πρέπει είτε να ευνουχίσεις τον γερμανικό λαό είτε να τον μεταχειριστείς με τέτοιο τρόπο ώστε να μη μπορεί να συνεχίσει να αναπαράγει ανθρώπους που θέλουν να συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο όπως στο παρελθόν». Αυτά τα λόγια απηύθυνε ο πρόεδρος Ρούζβελτ στον υπουργό του των Οικονομικών Μόργκενταου, εμπνευστή του σχεδίου για τον κατακερματισμό της Γερμανίας σε κρατίδια γεωργών και ποιμένων.
Ωστόσο, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την τελευταία τους μάχη σε γερμανικό έδαφος, οι αγγλοαμερικανικές δυνάμεις αποδύθηκαν στη «Μάχη του Χειμώνα», προκειμένου να αποφευχθεί η λιμοκτονία του πληθυσμού στις ζώνες της δικής τους κατοχής. Ο απώτερος στόχος ήταν να σταθούν οι Γερμανοί στα πόδια τους και να πιστέψουν στη δημοκρατία, ώστε να πάψουν να αναπαράγουν αυταρχικούς και πολεμοχαρείς ηγέτες.
Έτσι, οι ζώνες κατοχής στη Δυτική Γερμανία εντάχθηκαν στο πρόγραμμα ανθρωπιστικής βοήθειας της UNRRA και, εν συνεχεία, στο σχέδιο Μάρσαλ. Τους περισσότερους πόρους διέθεσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ζωτική ήταν και η συμβολή της Βρετανίας, οι πολίτες της οποίας θα συνέχιζαν να προμηθεύονται βασικά αγαθά με το δελτίο επί εννέα χρόνια μετά τον πόλεμο.
Σήμερα η Γερμανία επιθυμεί να βάλει όρους στην άντληση πόρων για λογαριασμό των χωρών που κυρίως πλήττονται από την πανδημία· βεβαίως, το μεγαλύτερο μέρος του λογαριασμού θα κληθούν να επωμιστούν οι φορολογούμενοι των πιο εύρωστων οικονομικά χωρών· και αναμφίβολα, οι κυβερνήσεις της Ιταλίας ή της Ισπανίας δεν είναι άμοιρες ευθυνών για την έκταση και την ένταση της τρέχουσας κρίσης στις χώρες τους.
Όμως, θα άξιζε να θυμηθούν οι ιθύνοντες στο Βερολίνο ότι στην τελευταία ανάλογης έκτασης καταστροφή, την οποία οι πρόγονοί τους – και όχι ένας ιός – είχαν προκαλέσει, κυβερνήσεις λαών που είχαν κάθε λόγο να μισούν τους Γερμανούς πολύ γρήγορα έτειναν χείρα βοηθείας, από ανθρωπισμό αλλά και ένστικτο αυτοσυντήρησης· διότι μια ρημαγμένη Γερμανία θα σήμαινε μια Ευρώπη διαρκώς ευάλωτη στον εξτρεμισμό, στη βία και στον πόλεμο· κι αυτό θα σήμαινε νέες θυσίες και αφαίμαξη πόρων για τους νικητές του 1945.
Αυτό το μάθημα του «έτους μηδέν» στο γερμανικό χρονολόγιο καλείται να θυμηθεί το Βερολίνο· και να αντιληφθεί ότι η αλληλεγγύη είναι (και) ζήτημα αυτοσυντήρησης – της Γερμανίας μέσα στην ενωμένη Ευρώπη που θεμελίωσαν οι επιζήσαντες του πολέμου του Χίτλερ.