Του Λεωνίδα Χριστόπουλου*
Η αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης έχει αναδυθεί εκ νέου στη δημόσια συζήτηση λόγω της κυβερνητικής πολιτικής για τη μετατροπή των πολιτικών θέσεων των γενικών και ειδικών γραμματέων σε διοικητικές θέσεις με μόνιμη θητεία. Η συζήτηση, όπως αναμενόταν, περιστρέφεται γύρω από τα διαδικαστικά ζητήματα του διορισμού τους (φωτογραφικές προκηρύξεις, ελλείμματα στη μοριοδότηση, τριετής καθυστέρηση στην εφαρμογή κλπ). Πέραν όμως αυτών, το ουσιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο η φιλοσοφία της συγκεκριμένης κυβερνητικής πολιτικής είναι ορθή ή εάν τελικώς η λεγόμενη αποκομματικοποίηση των Γραμματέων αποτελεί άλλη μια υποκρισία του ΣΥΡΙΖΑ.
Αρχικά, πρέπει να διευκρινιστεί πως στο Ελληνικό κράτος υπάρχουν τρία πολιτικά και τρία διοικητικά επίπεδα. Στα πολιτικά ανήκουν οι υπουργοί, οι αναπληρωτές υπουργοί/υφυπουργοί που επιλέγονται από τον Πρωθυπουργό και οι γραμματείς (γενικοί ή ειδικοί) που επιλέγονται από την Κυβέρνηση. Στα διοικητικά, εντάσσονται οι Γενικοί Διευθυντές, οι Διευθυντές-Υποδιευθυντές και οι Τμηματάρχες, οι οποίοι είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, με σταθερή θητεία και η επιλογή τους γίνεται βάσει των διατάξεων του δημόσιο-υπαλληλικού κώδικα.
Η φιλοσοφία της κυβερνητικής αποκομματικοποίησης, λοιπόν, είναι η μετατροπή του τρίτου επιπέδου πολιτικής σε πρώτο επίπεδο διοίκησης ώστε, σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα, να διασφαλιστεί η θεσμική συνέχεια του Κράτους, η αξιοκρατία και η αποτελεσματικότητα της διοίκησης. Ας τα δούμε ξεχωριστά.
Το περί «θεσμικής συνέχειας του Κράτους» επιχείρημα
Σήμερα υπηρετούν περίπου 5.200 Γενικοί Διευθυντές, Διευθυντές και Τμηματάρχες μόνο στα Υπουργεία και στις αποκεντρωμένες υπηρεσίες τους. Δεν είναι καθόλου κατανοητό γιατί αυτό το τεράστιο σώμα προϊσταμένων, μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων, δεν αρκεί για να διασφαλιστεί η θεσμική συνέχεια του Κράτους και απαιτείται να μετατραπούν σε διοικητικές ακόμα 69 θέσεις πολιτικών γραμματέων. Πιο ορθολογικό θα ήταν η Κυβέρνηση να καταργήσει εντελώς το επίπεδο των γραμματέων ώστε να υπάρξει και μια δημοσιονομική εξοικονόμηση. Δεν το κάνει όμως και υπάρχει συγκεκριμένος λόγος.
Οι πολιτικοί Γραμματείς, αποτελούν τον επιχειρησιακό βραχίονα της εκάστοτε Κυβέρνησης καθώς ασκούν ένα διττό και πολύ κρίσιμο πολιτικό-διοικητικό ρόλο: από τη μια διαχέουν, σε καθημερινή βάση, τις κυβερνητικές προτεραιότητες στο διοικητικό μηχανισμό με τρόπο κατανοητό για τον τελευταίο ενώ από την άλλη υποστηρίζουν την κυβερνητική-πολιτική λειτουργία ώστε να προσαρμόζεται στο διοικητικό πλαίσιο, δηλαδή σε νόμους, κανόνες και καθημερινές διαχειριστικές λειτουργίες της διοίκησης.
Για να εκπληρώσουν αυτόν τον ρόλο χρειάζεται πρωτίστως να συμφωνούν με τις εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές και να έχουν την εμπιστοσύνη και των δύο επιπέδων. Υπό αυτή την έννοια, το πολιτικό σύστημα πρέπει να διατηρεί την ευελιξία τοποθέτησης στελεχών που έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά και με θητεία που η ίδια αποφασίζει.
Το περί «αξιοκρατίας» επιχείρημα
Το βασικό ερώτημα που προκύπτει σε αυτήν την περίπτωση είναι το εξής: γιατί η Κυβέρνηση δεν ενέταξε την επιλογή των νέων διοικητικών Γραμματέων στον αξιοκρατικό δημόσιο-υπαλληλικό κώδικα και δημιούργησε μια εντελώς νέα και αμφίβολη διαδικασία για την επιλογή τους; Και βέβαια, αφού δημιούργησε αυτή τη νέα διαδικασία γιατί εξαίρεσε κάποιους Γραμματείς από αυτήν, όπως ο Γραμματέας Πολιτικής Προστασίας, ο Γραμματέας Δημόσιας Τάξης ή ο Ψηφιακής Πολιτικής.
Διότι προφανώς και η ίδια η Κυβέρνηση αναγνωρίζει πως οι Γραμματείς έχουν σημαντικό πολιτικό ρόλο.
Από την άλλη, υπάρχουν πράγματι θέσεις σε φορείς του δημοσίου που απλώς διαχειρίζονται μια διοικητική πραγματικότητα και θα μπορούσαν να στελεχωθούν με μόνιμους μάνατζερ, π.χ. διοικητές νοσοκομείων. Παραδόξως, η Κυβέρνηση σε αυτές φρόντισε αφενός να καρατομήσει άξιους μάνατζερ που είχαν επιλεγεί με αξιοκρατικές διαδικασίες, να τοποθετεί με απλές αποφάσεις του Υπουργού ιδιοκτήτες βουλκανιζατέρ ή συγγενείς και κομματικούς φίλους, και να νομοθετεί συνεχώς παρατάσεις του δικού της νόμου ώστε να μην εφαρμοστεί η περίφημη αποκομματικοποίηση στους φορείς αυτούς.
Το περί «αποτελεσματικότητας της διοίκησης» επιχείρημα
Για να ισχυριστεί η Κυβέρνηση κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε πως κρίσιμες αρμοδιότητες, (δηλαδή το δικαίωμα τελικής υπογραφής), μεταφέρονται από το πολιτικό στο διοικητικό επίπεδο. Η Κυβέρνηση όμως σε πληθώρα νομοθετικών παρεμβάσεων κάνει το αντίθετο. Για παράδειγμα, στην πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία του Κλεισθένη Ι, μεταφέρθηκε η αποφασιστική αρμοδιότητα της διαχείρισης του Λογαριασμού Εξυγίανσης των ΟΤΑ στο Ταμείο Παρακαταθηκών (περίπου 60 εκατομμύρια), από το διοικητικό επίπεδο (Παρατηρητήριο για τα Οικονομικά των ΟΤΑ στο Υπουργείο Εσωτερικών) στο πολιτικό (Υπουργός Εσωτερικών). Ο ρόλος του Παρατηρητηρίου περιορίζεται, πλέον, απλά στην κοινοποίηση στον Υπουργό μιας έκθεσης αξιολόγησης των παρεμβάσεων που προτίθεται να αναλάβει ο υπερχρεωμένος ΟΤΑ για να βελτιώσει την οικονομική λειτουργία του και μάλιστα με δυνατότητα του Υπουργού να αναπέμπει την έκθεση, όταν κρίνει ότι για τον εν λόγω ΟΤΑ υφίστανται ιδιαίτερες συνθήκες. Αυτό βέβαια, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη διοικητική αποτελεσματικότητα στην οποία στόχευε η ίδρυση του Παρατηρητηρίου το 2013.
Αντί επιλόγου
Τελικά, η πραγματικότητα διαψεύδει και τα τρία επιχειρήματα πάνω στα οποία βασίζεται η φιλοσοφία της αποκομματικοποίησης. Η κυβερνητική υποκρισία, όμως, αποδεικνύεται και από δύο ακόμα γεγονότα. Πρώτον, την ίδια στιγμή που η Κυβέρνηση μιλάει για αποκομματικοποίηση, οι αριθμοί δείχνουν τη μεγαλύτερη διεύρυνση του πολιτικού επιπέδου μετά το 2012: η μεγαλύτερη Κυβέρνηση της μεταπολίτευσης (53 άτομα), αύξηση των πολιτικών θέσεων των Γραμματέων κατά 49% και των μετακλητών υπαλλήλων κατά 30-35% σε σχέση με το 2014. Δεύτερον, ενώ η Κυβέρνηση επί 4 χρόνια χρησιμοποιεί το ίδιο σύστημα που καταγγέλλει για να τοποθετήσει συγγενείς και φίλους, λίγο πριν τις εκλογές «θυμήθηκε» να εφαρμόσει το νόμο που είχε ψηφίσει από τον Φεβρουάριο του 2016.
*Ο Λεωνίδας Χριστόπουλος είναι εμπειρογνώμονας για θέματα Κράτους και Δημόσιας Διοίκησης και σύμβουλος του Προέδρου της ΝΔ.