Η ανάταξη που επειγόντως χρειάζεται η χώρα, το ξεμπλοκάρισμα επενδύσεων, και η απαραίτητη σύγκρουση με παγιωμένα συμφέροντα και αντιλήψεις που θα επιδιώξουν την οπισθοδρόμηση, απαιτούν ισχυρή κυβέρνηση με ευρύτερη κοινωνική στήριξη, και σχέδιο που θα ακολουθήσει με συνέπεια, δηλώνει στο Liberal.gr, ο Νίκος Βέττας, προσθέτοντας ότι μόνο έτσι θα σταλεί το σωστό σήμα στα ξένα κεφάλαια να έρθουν στην Ελλάδα, αλλά και στους εταίρους, ενόψει της επικείμενης διαπραγμάτευσης μαζί τους για χαμηλότερα πλεονάσματα.
Ακτινογραφώντας τις προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, επισημαίνει ότι αλλαγές σε τομείς όπως Ασφαλιστικό, Υγεία και Παιδεία, αφενός θα στείλουν το μήνυμα ότι η χώρα γυρίζει σελίδα, αφετέρου όμως θα συναντήσουν ισχυρές αντιστάσεις από μεμονωμένα και οργανωμένα συμφέροντα ολόκληρων ομάδων, που αθροιστικά όλες μαζί θα θέσουν υπό απειλή την μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Γι' αυτό και θεωρεί ότι πρώτιστο μέλημα της νέας κυβέρνησης πρέπει να είναι επιλογές που θα κάνει στην δημόσια διοίκηση, στο κράτος δικαίου, στο άνοιγμα των αγορών και στο πλαίσιο του ανταγωνισμού.
Το μήνυμά του είναι ότι δεν χωρά εφησυχασμός, ότι η ισχυρή ανάπτυξη δεν είναι πολυτέλεια, παρά αδήριτη ανάγκη, τόσο για να απορροφήσει η ελληνική οικονομία τυχόν διεθνείς κλυδωνισμούς, όπως λόγω Ιταλίας, όσο και γιατί η ίδια παραμένει εξαιρετικά ασθενής, γι' αυτό και πρέπει πάση θυσία να εκμεταλλευθεί το παράθυρο ευκαιρίας που της προσφέρει για μερικά ακόμη χρόνια, η σχετικά χαμηλή ακόμη δαπάνη για την εξυπηρέτηση του χρέους, προκειμένου στο μεσοδιάστημα, να συγκλίνει όσο μπορεί με την υπόλοιπη Ευρωζώνη.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Κάποιοι θεωρούν ότι αρκεί μια απλή προβολή της σημερινής δυναμικής της οικονομίας στο μέλλον, προκειμένου να τεθεί η χώρα σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης και να αντιμετωπισθούν οι πολλές νάρκες. Αρκεί αυτό ή ο πήχης πρέπει να τεθεί πολύ πιο ψηλά, και αν ναι, γιατί;
Η σημερινή δυναμική είναι ιδιαίτερα ασθενής και η απλή προβολή της στα επόμενα χρόνια ασφαλώς δεν φτάνει. Όχι μόνο το επίπεδο επενδύσεων είναι σήμερα περίπου στο μισό από αυτό στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές οικονομίες και η ανεργία περίπου τέσσερις φορές πιο πάνω, αλλά πρόβλημα παραγωγικών επενδύσεων και συμμετοχής στο δυναμικό εργασίας είχαμε στην οικονομία μας ακόμη και πριν την κρίση. Επίσης, η παραγωγικότητα, που είναι ο κύριος παράγοντας που προσδιορίζει τα εισοδήματα μέσο και μακροπρόθεσμα, υπολείπεται σημαντικά από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.
Την ίδια ώρα, το ζητούμενο είναι να επιταχυνθούν συστηματικά οι ρυθμοί ανάπτυξης, όταν στο ευρωπαϊκό μας περιβάλλον αυτοί αναμένεται πλέον σχετικά να επιβραδυνθούν. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν είναι πολυτέλεια αλλά αδήριτη ανάγκη ώστε, εκτός των άλλων, να μην υπάρξει πρόβλημα με τα συσσωρευμένα δημόσια και ιδιωτικά χρέη, ιδίως εάν υπάρξουν αναταράξεις στο εξωτερικό περιβάλλον. Τίποτα λιγότερο από ένα συνολικό και συνεπές σχέδιο ανάταξης της οικονομίας δεν θα είναι επαρκές στη σημερινή συγκυρία.
Ποια συγκεκριμένη κίνηση της κυβέρνησης που θα προκύψει από τις κάλπες πιστεύετε ότι θα στείλει το μήνυμα ότι πράγματι η Ελλάδα γυρίζει σελίδα;
Υπάρχουν δύο συγκοινωνούντες μεταξύ τους χώροι, το φορολογικό και το ασφαλιστικό σύστημα, που ο εξορθολογισμός τους μπορεί όχι μόνο να ανακουφίσει τα νοικοκυριά αλλά να προσφέρει μια βιώσιμη αναπτυξιακή δυναμική. Την ίδια ώρα οι υπηρεσίες που προσφέρονται στους πολίτες στους κομβικούς τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης είναι πολύ χαμηλότερης ποιότητας από το επιθυμητό. Άρα, μεταρρυθμιστικές τομές σε αυτούς τους χώρους, τα αποτελέσματα των οποίων θα αυξήσουν την ευημερία των πολιτών άμεσα, είναι επίσης πολύ σημαντικές, θα ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή, όπως και την συναίνεση για τον ευρύτερο εκσυγχρονισμό της οικονομίας.
Φυσικά, και εφόσον τελικά η ανάπτυξη της οικονομίας εξαρτάται κρίσιμα από την προσέλκυση επενδύσεων, η συνολική βελτίωση στο επιχειρηματικό περιβάλλον ώστε αυτές να αναπτυχθούν με γοργούς ρυθμούς θα είναι το πλέον σημαντικό σήμα. Αυτό αφορά την προσέλκυση και προώθηση εμβληματικών μεγάλων επενδύσεων, ανάμεσα σε άλλα, για υποδομές, αποκρατικοποιήσεις και αναδιάρθρωση επιχειρήσεων, όσο και τη μείωση του ρυθμιστικού βάρους για το σύνολο των επενδύσεων, έστω και πολύ μικρότερων σε μέγεθος.
Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς έχει φτάσει να υποχωρεί έως και 33% από την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, όταν η πτώση από την αρχή του έτους είναι της τάξης του 50%. Τι δείχνει το ότι οι επενδυτές ποντάρουν πλέον στην Ελλάδα και κυρίως κατά πόσο αυτό θα έχει συνέχεια;
Τα περιουσιακά στοιχεία στη χώρα μας, κινητά και ακίνητα, υποβιβάστηκαν βίαια τα τελευταία χρόνια, καθώς ενσωματώνουν κατά κύριο λόγο αρνητικές προσδοκίες για την εξέλιξη της οικονομίας μεσοπρόθεσμα. Οι πρόσφατες θετικές εξελίξεις στις αγορές ομολόγων και στο χρηματιστήριο δείχνουν πόσο ισχυρή μπορεί να είναι η επίδραση της αντιστροφής των προσδοκιών στην οικονομία εάν και εφόσον υπάρξει σταθερή στόχευση και συνέπεια στην οικονομική πολιτική.
Η απόσταση που μας χωρίζει από άλλες οικονομίες, ακόμη και σχετικά μικρές, όπως η Κύπρος και η Πορτογαλία είναι ακόμη πολύ μεγάλη. Όμως, η αρνητική πορεία που εξελίχθηκε επί χρόνια μπορεί να γυρίσει ισχυρά και αντίστροφα θετική στο επόμενο διάστημα.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ιδιαίτερης κρισιμότητας η αναμενόμενη εισροή κεφαλαίου να ενδυναμώσει κυρίως τις παραγωγικές δραστηριότητες που εκφράζουν το καινοτόμο και εξωστρεφές τμήμα της οικονομίας. Αλλιώς, θα συμβάλλει στην προσωρινή μόνο κάλυψη των προβλημάτων, δημιουργώντας παράλληλα και σταδιακά τις συνθήκες για μια ακόμη κρίση μεσοπρόθεσμα. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, είναι πρωταρχικής σημασίας η εισροή επενδύσεων η οποία διαφαίνεται πως θα γίνει στο επόμενο διάστημα να συντρέξει με δομικές αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις, ώστε η ευκαιρία να τεθούν γερές βάσεις ανάπτυξης να μην χαθεί.
Τι κινήσεις και σε ποια μέτωπα πρέπει να δουν οι αγορές, προκειμένου να ενισχυθεί αυτή η δυναμική, και να «ανεξαρτητοποιηθεί» η ελληνική οικονομία, όσο αυτό είναι δυνατόν, από τις ευρύτερες διεθνείς εξελίξεις; Oι εξελίξεις γύρω από τις δύο μεγαλύτερες γειτονικές μας οικονομίες, την Ιταλική και την Τουρκική, είναι πιθανό τους επόμενους μήνες να είναι αρνητικές…
Για διαφορετικούς λόγους και οι δύο γειτονικές μας οικονομίες μπορεί να αποτελέσουν πηγή αστάθειας στο επόμενο διάστημα, που ενδέχεται να παρασύρει και τη δική μας αν δεν υπάρχει ισχυρή πορεία. Ειδικότερα, η ιταλική οικονομία είναι πιθανό να αποτελέσει την αφορμή τελικά για μεγαλύτερη εμβάθυνση στους θερμούς της ευρωζώνης, η οποία όμως δεν θα έρθει χωρίς κλυδωνισμούς, συγκρούσεις και αύξηση της αβεβαιότητας.
Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να χρησιμοποιήσει το παράθυρο ευκαιρίας που έχει στα επόμενα λίγα χρόνια, όταν θα είναι ακόμη σχετικά χαμηλή η δαπάνη για την εξυπηρέτηση του χρέους, και να συγκλίνει σε πραγματικούς όρους με την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Αυτό θα συμβάλει ώστε να εκμηδενιστεί το ενδεχόμενο μελλοντικών κλυδωνισμών, ο κίνδυνος από τους οποίους προεξοφλείται σήμερα ως ένα σημαντικό ρίσκο που κρέμεται πάνω από το σύνολο της οικονομίας με άμεσο κόστος.
Άλλωστε, ας μη ξεχνάμε πως τέσσερα χρόνια μετά την επιβολή τους οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων υφίστανται και σήμερα, σημαντικό τμήμα των καταθέσεων εκκρεμεί να επιστρέψει στις τράπεζες, το επίπεδο των ξένων άμεσων επενδύσεων είναι ιδιαίτερα χαμηλό και η χώρα δεν έχει επωφεληθεί παρά μόνο έμμεσα και σε μικρό βαθμό από την άσκηση νομισματικής πολιτικής από την κεντρική τράπεζα μέσω των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης. Η οικονομία μας είναι ακόμη ασθενής και, σε καμία περίπτωση, η οικονομική πολιτική δεν πρέπει να εκφράσει εφησυχασμό.
Ένα τέτοιο παραγωγικό μοντέλο σαν αυτό που έχει ανάγκη η χώρα, δεν προϋποθέτει επιλογές που θα θίξουν παγιωμένα συμφέροντα και αντιλήψεις τόσο στο κράτος, όσο και στον ιδιωτικό τομέα; Πιστεύετε ότι οι αντιστάσεις θα είναι ισχυρές;
Η μεγέθυνση της οικονομίας κατά τα χρόνια που οδήγησαν στην κρίση έγινε σε μεγάλο βαθμό με εσωστρεφή επιχειρηματικότητα και εργασία σε άμεση ή έμμεση εξάρτηση από ένα αναποτελεσματικό κράτος, που με τη σειρά του διοχετεύει στην οικονομία πόρους από αυξανόμενο δανεισμό.
Φυσικά, συνυπήρχαν σε αυτό το πλαίσιο αποτελεσματικές επιχειρήσεις και εξαιρετικοί εργαζόμενοι, όμως η δική τους αμοιβή ήταν σχετικά χαμηλότερη. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, και παρά τη σταθεροποίηση που επιτεύχθηκε, δεν υπήρξε αποφασιστική στροφή σε ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα και η σχετική σημασία του δημόσιου τομέα αυξήθηκε αντί να μειωθεί.
Είναι λοιπόν απολύτως αναμενόμενο πως, ενόψει ενός κύκλου ανάπτυξης, τόσο επιχειρηματικά όσο και επιμέρους εργασιακά συμφέροντα θα επιδιώξουν να επηρεάσουν την οικονομική πολιτική και να τοποθετηθούν με τρόπο που τελικά θα υποσκάπτει τις προοπτικές της οικονομίας. Ενώ η κάθε τέτοια ομάδα ορθολογικά θα ασκεί πιέσεις από την πλευρά της, είναι η συνάθροιση τέτοιων συμφερόντων που θα οδηγούσε τη χώρα σε συνολική οπισθοδρόμηση.
Θα πρέπει να είναι, λοιπόν, το πρώτιστο μέλημα της οικονομικής πολιτικής να κάνει αποφασιστικές επιλογές, κυρίως γύρω από τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, το κράτος δικαίου, ένα σταθερό και απλό θεσμικό πλαίσιο, το ουσιαστικό άνοιγμα των αγορών και την ένταση του ανταγωνισμού.
Σχολιάστε μας την πρόσφατη δήλωση Τσίπρα ότι «η κυβέρνηση του δεν επέλεξε να δώσει επιδόματα και να επιβαρύνει τη μεσαία τάξη», παρά, όπως είπε, «ήταν υποχρεωμένη να το κάνει, διότι παρέλαβε μια χώρα στα πρόθυρα ανθρωπιστικής κρίσης»…
Ο Πρωθυπουργός έχει ασφαλώς δίκιο ότι η υποστήριξη των πλέον αδύναμων νοικοκυριών και συμπολιτών μας θα πρέπει να είναι απόλυτη προτεραιότητα κατά τη διάρκεια μιας τόσο βαθιάς κρίσης, τόσο για προφανείς κοινωνικούς, αλλά ίσως ακόμη και για στενά οικονομικούς λόγους. Όμως στη χώρα μας η στόχευση των επιδοματικών πολιτικών είναι ελάχιστα επιτυχημένη. Ταυτόχρονα, σημαντικό μέρος των εισοδημάτων δεν καταγράφονται, ενώ όσοι επιχειρούν ή εργάζονται με διαφάνεια, φέρουν ένα εξαιρετικά μεγάλο βάρος από φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές.
Αν και αυτό ήταν χαρακτηριστικό της οικονομίας και παλαιότερα, εντάθηκε τα τελευταία χρόνια. Ως συνέπεια, χωρίς να επιτυγχάνεται αποτελεσματική προστασία όσων πραγματικά τη χρειάζονται, η υπερβολική συγκέντρωση πόρων στο δημόσιο ταμείο, εκδιώκει εργαζόμενους στο εξωτερικό ή την παραοικονομία και συνολικά εγείρει εμπόδια στην ανάπτυξη. Ουσιαστικά, διευρύνεται ο αριθμός όσων συστηματικά στρέφονται για σίτιση στο δημόσιο ταμείο και μαζί αυξάνεται και ο αριθμός όλων όσων η εργασία επιβαρύνεται υπέρμετρα.
Στο σενάριο που από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου δεν προκύψει κυβέρνηση και χρειαστεί νέα προσφυγή στις κάλπες, τι θα σήμαινε για την οικονομία, και τις αγορές μια κατάσταση ακυβερνησίας της χώρας;
Όπως ανέφερα και πιο πριν, η οικονομική πολιτική πρέπει να έχει σαφήνεια και συνέπεια ώστε να προσελκύσει μακροπρόθεσμες επενδύσεις και να αντιδράσει στις αναμενόμενες αντιδράσεις που θα επιδιώκουν να οδηγηθεί η οικονομία σε οπισθοδρόμηση.
Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ισχυρές κυβερνήσεις, με σαφή βούληση, ευρύτερη κοινωνική στήριξη, και σχέδιο να μεταρρυθμιστεί η οικονομία ώστε σταδιακά η χώρα από ουραγός να ανέβει πάνω από τον μέσο όρο της Ευρώπης. Ένα ασαφές πολιτικό τοπίο θα οδηγούσε άμεσα οπισθοδρόμηση των προσδοκιών, πάγωμα επενδυτικών σχεδίων και μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων.
Σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, μια αδύναμη κυβέρνηση θα δυσκολευόταν να πείσει επενδυτές, να διαπραγματευθεί με τους εταίρους και να δρομολογήσει την απαραίτητη στροφή στο παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας.