Του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη
Με αφορμή την υπόθεση της προφυλάκισης Παπαντωνίου που είναι στην επικαιρότητα ξαναέρχεται στην συζήτηση το ζήτημα της διαφθοράς των πολιτικών καθώς και αν αυτή ευθύνεται για την χρεοκοπία της χώρας.
Η απάντηση είναι ότι δεν ευθύνεται εκείνη αυτοτελώς. Χρεοκοπήσαμε γιατί το πολιτικό σύστημα ξόδεψε ανέμελα χρήματα που δεν είχε, αποδεχόμενο κάθε πελατειακή διεκδίκηση με αντάλλαγμα ψήφους. Ωστόσο και η διαφθορά, οι μίζες, έχουν το μερίδιο ευθύνης τους καθώς τα έξοδα μεγάλωναν για να μεγαλώνει και το ποσοστό της ανάλογης μίζας.
Το ζήτημα της εκμετάλλευσης των πολιτικών θέσεων ευθύνης από άτομα με μειωμένο ηθικό βάθος ώστε να πλουτίσουν είναι τόσο παλιό όσο και ο κόσμος. Το βλέπουμε σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες. Αν έχει αλλάξει κάτι είναι ότι σήμερα έχουμε αποκτήσει μια ευαισθησία σε τέτοια φαινόμενα. Ιδιαίτερα στην χώρα μας, με την οικονομική κρίση να έχει ελαττώσει σημαντικά τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους της κοινωνίας μας, είμαστε εξαιρετικά ευαίσθητοι.
Υπήρξε μία εποχή, τις δεκαετίες του 80 και του 90, που δεν είμαστε τόσο ευαίσθητοι. Η ξαφνική πλημμύρα των πόρων που εισέρρεαν με τα διάφορα κοινοτικά προγράμματα αλλά και με τον αλόγιστο δανεισμό δημιούργησαν μία θάλασσα νέας ρευστότητας. Που συνέπεσε με την «Αλλαγή», την ξαφνική εισβολή στην εξουσία και τις θέσεις ευθύνης νέων προσώπων που δεν δεσμεύονταν με τους παλιούς ηθικούς κώδικες της μέχρι τότε άρχουσας τάξης, την οποία ήθελαν να ανατρέψουν. Οι ευκαιρίες να βάλει κανείς το «δάχτυλο στο μέλι» πολλαπλασιάστηκαν με παράλληλη έλλειψη διαφάνειας και ελεγκτικής επαγρύπνησης. Όλοι κοιμήθηκαν, αν δεν συνεργούσαν.
Όχι ότι τα φαινόμενα αυτά δεν προϋπήρχαν. Όσοι έχουν μνήμη θα θυμηθούν τα σκάνδαλα της χούντας, τον Μπαλόπουλο, αλλά και μετά τις χαριστικές προμήθειες της μεταπολίτευσης. Κάποτε για παράδειγμα η εισαγωγή μπακαλιάρου στην χώρα ήταν μονοπώλιο, χάρισμα σε κάποιον συγγενή του Εθνάρχη.
Η παραβατική συμπεριφορά απέναντι στο δημόσιο χρήμα έδενε (και θα έλεγε κανείς ότι δένει) με την γενικότερη στάση της κοινωνίας απέναντι στην δημόσια περιουσία. Αδιαφορία και παθητικότητα χαρακτηρίζει την συλλογική μας συμπεριφορά απέναντι σε κάθε τι που ανήκει σε όλους μας. Είτε είναι χρήμα, είτε είναι οι πλατείες και οι δρόμοι μας, είτε είναι τα δημόσια κτίρια. Το ιδιωτικό, ο χώρος μας, η περιουσία μας, η τσέπη μας, αυτή η ακραία ατομιστική συμπεριφορά είναι παρούσα, παντοδύναμη, στην ψυχοσύνθεση της πλειοψηφίας όσων απαρτίζουν την ελληνική κοινωνία.
Πάνω σε αυτό το γόνιμο υπέδαφος χτίστηκε η χορεία σκανδάλων που χαρακτήρισε την εποχή της ευφορίας και του υπερδανεισμού. Όλοι ξέραμε ποια ήταν τα σκάνδαλα και η αγορά βοούσε για εκείνους που «τα έπιαναν». Και ήταν πάρα πολλοί.
Αν κάτι διαφοροποιεί την εποχή αυτή είναι το μέγεθος του αντικειμένου. Η γιγάντωση του κράτους και των οικονομικών δοσοληψιών του έδωσαν χώρο για να ανθήσουν τα φαινόμενα με τις μίζες και την διαφθορά σε πρωτοφανή βαθμό. Και μοιραία, αφού το φαινόμενο πήρε μαζικές διαστάσεις, να μάθουμε όλοι για πράγματα που σε άλλες, παλιότερες, εποχές μπορεί να έμεναν κρυφά.
Αν κάτι χαρακτήριζε εκείνη την εποχή της ευφορίας ήταν η ανοχή. Οι πολίτες ήξεραν και κουτσομπόλευαν, αλλά δεν μιλούσαν, αφού με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ζούσαν καλά την ζωή τους, οι περισσότεροι. Αυτό το κλίμα της ανοχής είχε την αντανάκλαση του και στην συμπεριφορά του πολιτικού συστήματος, μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο σώφρων και άμεμπτος Σημίτης μόλις κέρδισε την κούρσα της ηγεσίας απέναντι στον ισχυρό τότε Τσοχατζόπουλο του έδωσε το Υπουργείο Αμύνης. Σε έναν άνθρωπο που από τότε βοούσε η αγορά ότι έκανε business με την πολιτική, όπου και αν πήγαινε. Δεν έχει κατηγορήσει κανείς τον Σημίτη, ποτέ, για αφέλεια. Έδωσε δώρο στον αντίπαλο του το κορυφαίο υπουργείο της μίζας, διαχρονικά, για να μην τον έχει στα πόδια του στο κόμμα και την κυβέρνηση.
Από την ανοχή και την παθητικότητα προσγειωθήκαμε απότομα στην εποχή της κρίσης. Σήμερα τέτοια φαινόμενα δεν μπορούν να είναι ανεκτά καθώς οι οικονομικοί πόροι είναι πλέον σπάνιοι και πρέπει να διαφυλάσσονται μέχρι και την δεκάρα.
Ωστόσο, το πρόβλημα καραδοκεί. Καθώς δεν έχει αλλάξει η ανθρώπινη φύση. Όσοι ονειρεύονται να βρεθούν εκείνοι οι άνθρωποι που λόγω «ηθικού πλεονεκτήματος» θα διαχειριστούν σωστά και άμεμπτα το δημόσιο χρήμα, «πλανώνται πλάνην οικτράν». Ποτέ δεν θα υπάρχουν τέτοιο αρκετοί σε ποσότητα για να καλύψουν τις ανάγκες της διακυβέρνησης. Ήδη η αγορά βοά και πάλι για ονόματα της σημερινής διακυβέρνησης. Δεν είναι μόνο η ανθρώπινη πλεονεξία. Είναι και οι ανάγκες της πολιτικής δράσης. Όπως λένε και στην Αμερική, για να κάνει κανείς πολιτική χρειάζεται τρία πράγματα: χρήματα, χρήματα και χρήματα.
Αυτό που μπορεί να γίνει είναι να αυξηθεί η διαφάνεια και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί για όσους ασχολούνται με την πολιτική αλλά και για τις δημόσιες συμβάσεις. Έχουν γίνει βήματα, αλλά χρειάζονται περισσότερα. Πληρώνοντας το τίμημα, που είναι η ελάττωση της δεξαμενής των διαθέσιμων να ασχοληθούν με την πολιτική προσώπων, με ότι αυτό σημαίνει για την ποιότητα της δεξαμενής. Πληρώνοντας επιπλέον ένα σημαντικό τίμημα σε χρήμα καθώς η αυστηροποίηση των διαδικασιών δαπανών του δημόσιου χρήματος θα σημαίνει όλο και μεγαλύτερες καθυστερήσεις στην υλοποίηση των δημοσίων συμβάσεων. Αφού ο χρόνος είναι χρήμα.
Σε κάθε περίπτωση αν υπάρχει κάτι που μπορεί να αντιμετωπίσει ριζικά το πρόβλημα της διαφθοράς αυτό είναι η μείωση του αντικειμένου της, δηλαδή η μείωση του Κράτους και των δαπανών του, σε ύψος που θα αντιστοιχεί στην παραγωγική βάση της οικονομίας μας.
Μειώνοντας το αντικείμενο θα μειωθεί και το ρίσκο της διαφθοράς.
Εξαιρετικό αμφίβολο αν θα το πετύχουμε ποτέ αυτό.