Στο περιβάλλον Τραμπ θεωρούν ότι πιέζοντας το Ιράν μέσω των κυρώσεων, θα υπάρξει κοινωνική έκρηξη, και θα οδηγηθούμε σε καθεστωτική αλλαγή, σημειώνει στο Liberal ο Κώστας Λάβδας, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο.
Και δεν θεωρεί καθόλου τυχαίες τις αναφορές του Αμερικανού Προέδρου, στο προχθεσινό του διάγγελμα, ότι ο Ιρανικός λαός έχει μακρά και υπερήφανη ιστορία, αξίζει να έχει ένα κράτος που να δικαιώνει τα όνειρά του, και να τιμά την ιστορία του.
Χαρακτηρίζει ωστόσο παντελώς ατυχή την κίνηση Τραμπ να αποχωρήσουν οι ΗΠΑ από τη συμφωνία για τα πυρηνικά, εκτιμά ότι θα διαιωνίσει αντί να λύσει το πρόβλημα, ότι θα φέρει πιο κοντά τη Τεχεράνη με τη Μόσχα και το Πεκίνο, και ότι απλώς θα γεμίσει τα ταμεία των Σαουδαράβων με πετροδόλαρα, αφού θα αναλάβουν να καλύψουν το κενό παραγωγής του Ιράν. Επισημαίνει επίσης με νόημα ότι η επίμαχη απόφαση θα ενισχύσει παρά θα αποδυναμώσει το «μπλόκ» Ρωσίας-Ιράν-Άσαντ στη Συρία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη περιοχή.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Τινάζει συνολικά στον αέρα τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιραν, η απόφαση Τραμπ; Το ρωτώ γιατί οι Ευρωπαίοι επιμένουν ότι θα επιχειρήσουν να την κρατήσουν ζωντανή. Αυτό όμως δεν θα εξαρτηθεί από το αν οι ΗΠΑ επιβάλλουν κυρώσεις και εναντίον όσων συνεργάζονται με τη Τεχεράνη, όπως προανήγγειλε ο ίδιος ο Αμερικανός Πρόεδρος;
Πρόκειται για αρνητική εξέλιξη σχεδόν από όποια οπτική γωνία και αν επιλέξουμε να την προσεγγίσουμε. Σε κάθε όμως περίπτωση, η εξέλιξη είναι σημαντική αλλά όχι απαραίτητα καταλυτική για το μέλλον της συμφωνίας του 2015. Πρόκειται για πολυμερή συμφωνία η οποία βεβαίως δεν εξαρτάται μόνον από τις ΗΠΑ.
Η εναλλακτική είναι πλέον για την Ουάσιγκτον η στρατηγική αποτροπής, ενώ για τους περισσότερους συμμάχους παραμένει σε ισχύ μια βασική στρατηγική συνεννόησης με τις περισσότερο μετριοπαθείς δυνάμεις στην Τεχεράνη, οι οποίες υπάρχουν και είτε εκφράζονται εν μέρει από τον πρόεδρο Ρουχανί είτε απλώς σιωπούν λόγω καταπίεσης.
Οι διαφορές που παρατηρούνται στις δηλώσεις του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη Χαμενεΐ και του προέδρου Ρουχανί είναι σημαντικές και οι επόμενες εβδομάδες θα είναι κρίσιμες στην Τεχεράνη. Από την άλλη πλευρά, οι σχέσεις ΗΠΑ – Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας ενισχύονται ακόμη περισσότερο με την απόφαση του Τραμπ.
Αλλά θεωρώ ότι το κρίσιμο ερώτημα είναι το εξής: η κυβέρνηση Τραμπ κατέληξε – όπως αναμενόταν – στην απόφαση γιατί πιστεύει ότι έχει μια καλύτερη εναλλακτική αποτροπής ή γιατί στην περίπτωση του Ιράν έχει επιλεγεί από την Ουάσιγκτον η στρατηγική αλλαγής του καθεστώτος; Ορισμένοι στο περιβάλλον Τραμπ θεωρούν ότι με την εντατικοποίηση της πίεσης μέσω κυρώσεων κλπ θα υπάρξει κοινωνική έκρηξη στο Ιράν και θα οδηγηθούμε σε καθεστωτική αλλαγή. Θυμίζω τις αναφορές του Τράμπ χθες στο γεγονός ότι ο Ιρανικός λαός έχει μακρά και υπερήφανη ιστορία και πολιτισμό, αξίζει να έχει ένα κράτος που να δικαιώνει τα όνειρά του, να τιμά την ιστορία του, κλπ.
- Έχει αυξηθεί πλέον ο κίνδυνος ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή; Είναι πιο επικίνδυνη τώρα μια σύγκρουση, είτε μέσω τρίτων (proxi), είτε και απευθείας μεταξύ Ισραήλ-Ιράν; Μόλις μια ώρα μετά την αναγγελία Τράμπ, το Ισραήλ εκτόξευσε και πάλι πυραύλους προς τη Συρία…
Θυμίζω την επικοινωνιακή αλλά και ουσιαστική υποβοήθηση που παρείχαν οι δηλώσεις Νετανιάχου λίγες ημέρες πριν την αναγγελία Τραμπ, όταν ο Ισραηλινός πρωθυπουργός δήλωσε ότι η χώρα του διαθέτει αποδείξεις πως το Ιράν εξακολουθεί να αναπτύσσει πυρηνικό οπλοστάσιο. Kαι βεβαίως την καθαρή στήριξη του Ισραήλ αμέσως μετά την αναγγελία. Ενισχύεται επίσης η διστακτική σύγκληση Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας, στην οποία οδηγήθηκαν αρχικά οι δυο χώρες λόγω της πολιτικής της κυβέρνησης Ομπάμα απέναντι στον βασικό κοινό εχθρό τους το Ιράν.
Με δεδομένο ότι ο θεμελιώδης για την περιοχή ανταγωνισμός Σαουδικής Αραβίας – Ιράν παραμένει σταθερά κυρίαρχος και έχει μάλιστα ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια, οι πιθανότητες νέων αναφλέξεων θα εξαρτηθούν εν πολλοίς από τις αντιδράσεις στην Τεχεράνη, όπου οι μετριοπαθείς θα βρεθούν αρχικά σε δυσκολότερη θέση μετά την απόφαση Τραμπ. Οι κυρώσεις άλλωστε πλήττουν ιδιαίτερα τη μεσαία τάξη και λιγότερο το στενό πυρήνα του καθεστώτος.
Αλλά οι εξελίξεις στην πολιτική της Τεχεράνης, όπως ήδη προανήγγειλε ο Ρουχανί, θα εξαρτηθούν το επόμενο διάστημα από τις επαφές «με φίλους», έκφραση που υπονοεί ευρύτατη γκάμα χωρών, από Ρωσία και Κίνα μέχρι και μέλη της ΕΕ. Αυτό θα είναι το σημείο-κλειδί, δηλαδή η θέση συνολικά των συμβαλλόμενων μερών στη συμφωνία του 2015, που ήταν τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Βρετανία, Γαλλία) με την προσθήκη της Γερμανίας. Η ΕΕ (με την Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, Φεντερίκα Μογκερίνι) συμμετείχε στην επιτροπή παρακολούθησης της συμφωνίας και διαμεσολάβησης.
- Βλέπετε πίσω από την απόφαση Τραμπ, μια προσπάθεια να αποδυναμώσει το «μπλοκ» Ρωσίας-Ιράν-Άσαντ που μοιάζει να κερδίζει τον πόλεμο στη Συρία; Το ρωτώ με την έννοια ότι αν «γονατίσει» το Ιράν, αυτομάτως ο Άσαντ μένει χωρίς στήριγμα, ενώ η Μόσχα χάνει μεγάλο μέρος της επιρροής της…
Η απόφαση μάλλον θα ενισχύσει παρά θα αποδυναμώσει το μπλοκ. Στο μεταξύ, το Ιράν εξακολουθεί να παρέχει πυραύλους και τεχνολογία στους εχθρούς των Σαουδαράβων στη γειτονική Υεμένη, από όπου πάνω από 120 πύραυλοι εκτοξεύτηκαν εναντίον της Σ. Αραβίας τους τελευταίους μήνες. Η Σαουδική Αραβία θέλει να βοηθήσουν οι ΗΠΑ ώστε να μειωθεί η επιρροή του Ιράν και της Χεζμπολά στην ευρύτερη περιοχή.
Αλλά η ατυχής απόφαση Τραμπ, παρόλο που υποστηρίζεται θερμά από το Ριάντ, το οποίο άλλωστε θα καρπωθεί και μέρος της αύξησης του πετρελαίου, δεν θα αποτελέσει πραγματική λύση στο πρόβλημα του με την Τεχεράνη. Θα διαιωνίσει το πρόβλημα και τον ανταγωνισμό και θα τα περιπλέξει περισσότερο.
- Βέβαια, από τη μία οι ΗΠΑ προσπαθούν να πιέσουν σε πολλαπλά επίπεδα τη Ρωσία. Από την άλλη, με τη πολιτική τους, που επιδρά αυξητικά στη τιμή του πετρελαίου (76 δολάρια σήμερα το Brent), γεμίζουν τα ταμεία του Πούτιν. Δεν είναι λίγο αντιφατικό;
Κυρίως όμως γεμίζουν τα ταμεία των Σαουδαράβων και των φίλων τους. Η Ρωσία σήμερα είναι μια χώρα με ΑΕΠ κοντά σε αυτό π.χ. της Ιταλίας και μετριότατες προοπτικές. Διατηρεί στενές οικονομικές και βεβαίως ενεργειακές σχέσεις με την Ευρώπη αλλά αποτελεί, παράλληλα, έναν από τους βασικούς εξωτερικούς λόγους – ερεθίσματα διατήρησης της συνοχής του ΝΑΤΟ.
Ο πραγματικός ρόλος της μπορεί να ξεδιπλωθεί κυρίως μέσα από ομαδοποιήσεις όπως οι BRICS (Brazil, Russia, India, China, South Africa) και εκεί η αναζήτηση ειδικών σχέσεων με χώρες όπως το Ιράν είναι μια πραγματικότητα. Γενικά, η κίνηση Τραμπ είναι ατυχής και διότι θα ενισχύσει τις προσπάθειες του Ιράν να βρει ισχυρότερα στηρίγματα στη Ρωσία, την Κίνα, τις BRICS.
- Είναι τυχαίο ότι η απόφαση Τραμπ έρχεται αμέσως μετά τις θετικές εξελίξεις στις σχέσεις Βόρειας και Νότιας Κορέας, και το ρόλο που έπαιξαν σε αυτές, οι ΗΠΑ; Τι επιδιώκει ο Τραμπ; Να φιλοτεχνήσει ένα ρόλο ειρηνιστή;
Πολύ καλή ερώτηση. Από τις πρώτες ημέρες της κυβέρνησης Τραμπ επιμένω ότι οι κινήσεις της πρέπει να αξιολογούνται κατά περίπτωση και όχι βάσει των κλισέ που διακινούν οι ελίτ της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ και αναπαράγουν εδώ άκριτα ορισμένοι διεθνολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες.
Ωστόσο οι δυο περιπτώσεις που αναφέρετε είναι εντελώς διαφορετικές. Στη Βόρεια Κορέα ο συνδυασμός δυο βασικών παραγόντων, του απολύτως μονολιθικού καθεστώτος στο εσωτερικό και της ειδικής σχέσης με την Κίνα, προσφέρεται για συνδυασμό πίεσης άμεσης (σαφούς στρατιωτικής απειλής) και έμμεσης (μέσω Πεκίνου). Στη Βόρεια Κορέα αρχίζουμε να βλέπουμε αποτελέσματα κυρίως λόγω της συνειδητοποίησης από το Πεκίνο των προβλημάτων που συνεπάγεται μια υπερβολικά ανεξέλεγκτη Πγιονγιαγκ.
Από την άλλη πλευρά, το Ιράν δεν πιέζεται εύκολα από κανέναν, παρά τις καλές σχέσεις με Ρωσία και Κίνα, διαθέτει καταπιεσμένες αλλά υπαρκτές και σχετικά οργανωμένες δυνάμεις στο εσωτερικό που επιθυμούν διακαώς καλύτερες οικονομικές σχέσεις με τη Δύση και – επιπλέον – αποτελεί βασικό δομικό πόλο της εξελισσόμενης σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή. Ο Τραμπ επιχειρεί να δείξει ότι ο δικός του τρόπος είναι πιο αποτελεσματικός από του Ομπάμα, ενώ καλλιεργεί περαιτέρω τη στενή σχέση με την Σαουδική Αραβία. Αλλά το στοίχημα του Ιράν είναι πολύ δύσκολο γι αυτή την προσέγγιση.
- Εν κατακλείδι, πώς επηρεάζει τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη η απόφαση του Προέδρου Τραμπ;
Η ευρωατλαντική πορεία στο μέλλον δεν θα κριθεί βέβαια από τη στάση του Τραμπ στο Ιράν. Πρόκειται, όμως, για κίνηση που σηματοδοτεί την επιστροφή σε μορφές επιλεκτικής και κατά περίπτωση μονομέρειας των ΗΠΑ, σε αντίθεση με τη στενότερη διαβούλευση με τους συμμάχους που χαρακτήρισαν την περίοδο Ομπάμα.
Είναι πολλά τα διακυβεύματα. Πρώτον, η όλη προσπάθεια για την αποτροπή της διασποράς των πυρηνικών όπλων γενικότερα θα δοκιμαστεί από τις εξελίξεις που πυροδοτεί η απόφαση Τραμπ στην περίπτωση του Ιράν. Εάν τελικώς το Ιράν επιστρέψει σε μια διαπραγμάτευση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι επιπτώσεις θα είναι διαφορετικές από το σενάριο στο οποίο οι συζητήσεις απλώς καταρρέουν. Αλλά είναι πάρα πολύ νωρίς για να αξιολογήσουμε το σημείο αυτό.
Δεύτερον, η ΕΕ θα πρέπει να κινηθεί με εντατικούς ρυθμούς για να διατηρηθεί ανοικτή η γραμμή με την Τεχεράνη, ενώ θα υπάρξουν και επιπτώσεις για ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο Ιράν μετά τη συμφωνία του 2015. Μια πιθανή συνέπεια με ευρύτερες προεκτάσεις θα είναι να ενισχυθεί η ευρωκεντρική διάσταση των σχετικών συνομιλιών και διαβουλεύσεων. Τόσο ο πρόεδρος Μακρόν όσο και η Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, η Φεντερίκα Μογκερίνι, δήλωσαν ότι η συμφωνία του 2015 πρέπει να διατηρηθεί, έστω χωρίς τη συμμετοχή των ΗΠΑ. Η Γαλλία μάλιστα δήλωσε ότι θα εργαστεί μαζί με τη Βρετανία και τη Γερμανία για μια ευρύτερη συμφωνία που θα αφορά συνολικότερα την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή.
Με άλλα λόγια, η απόφαση Τραμπ ερμηνεύεται ήδη ως πρόκληση για μεγαλύτερο ρόλο της Ευρώπης. Εδώ πρέπει να αναλογιστούμε και τις εξελισσόμενες σχέσεις εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής στη σημερινή γηραιά ήπειρο. Η πρωτοφανής πολιτική και κομματική ρευστότητα στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης σε συνδυασμό με τις μεγάλες προκλήσεις της διεθνούς πολιτικής, οδηγούν τις ηγεσίες κρίσιμων χωρών – όπως της Γαλλίας – να αναδείξουν τις εξωτερικές προκλήσεις ως πεδίον δόξης λαμπρόν. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα το επιτύχουν. Οι επόμενοι μήνες θα είναι κρίσιμοι όχι μόνο για την Τεχεράνη, την Μέση Ανατολή και τη ευρύτερη περιοχή αλλά και για τη φωνή της Ευρώπης στη διεθνή πολιτική.
* Ο κ. Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.