Ως φιλελεύθερο χαρακτηρίζει τον εαυτό του ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης σε συνέντευξή του στον «Φ» ενώ παράλληλα σημειώνει πως η δεκαετής κρίση είναι μια προσπάθεια μετακίνησης της κοινωνίας προς την ενηλικίωση. Προσθέτει, δε, ότι η ελληνική κοινωνία έχει προοδεύσει γύρω από θέματα που το 2009 τα θεωρούσε ταμπού και πλέον αρχίζει να καταλαβαίνει τη σημασία τους
Η πρώτη εικόνα μου από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη: Γινόταν το ετήσιο πάρτι της Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Ήμουν πρωτοετής. Κάποια στιγμή, μέσα στο ημίφως, είδα έναν νεαρό άνδρα να ξεχωρίζει μέσα από όλο το πλήθος, σαν να έπεφτε ένας προβολέας στο πρόσωπό του. Έμοιαζε με πλάσμα βγαλμένο από τα παραμύθια. Είχε μόλις αποφοιτήσει από τη σχολή και ήταν νέος ηθοποιός. Εμαθα ότι τον έλεγαν Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη.
Μερικά χρόνια μετά, με πήρε στον θίασό του για τον «Καλιγούλα» του Α. Καμύ. Αν και ως πρωταγωνιστής μπορούσε να έχει το δικό του καμαρίνι, μοιραζόταν ένα καμαρίνι με όλους μας. Ήταν συγκλονιστικός στον ρόλο και εξαιρετικός θιασάρχης. Το θέατρο είναι η ζωή του. Μου μίλησε με αφορμή τη φετινή παράστασή του, «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», όπου σκηνοθετεί και παίζει τον Τζoρτζ.
Συνέντευξη στην Έλενα Κορρέ
- Πώς αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός;
Παρακολουθούσα από μικρός θέατρο και έπαιζα στο σχολείο σε παραστάσεις. Στο γυμνάσιο, παρότι σκεφτόμουν και τα νομικά, αποκρυσταλλώθηκε η επιθυμία και στο τέλος του σχολείου δεν έδωσα καν Πανελλαδικές, αλλά για τη σχολή του Εθνικού. Και πέρασα ευτυχώς με την πρώτη.
- Θυμάσαι ρόλους που έπαιξες στο σχολείο;
Επαιξα στην έκτη δημοτικού σε ένα έργο της Ολυμπίας Καράγιωργα, της δασκάλας μας των αγγλικών, που ήταν και μεταφράστρια, ποιήτρια και άνθρωπος με πνευματικότητα βαθιά, και λεγόταν «Χίλια χιλιάδες φεγγάρια». Εγώ έκανα τον Τζόκερ και υπάρχουν παιδιά από το σχολείο που με βλέπουν σαράντα χρόνια μετά και μου λένε «σε θυμάμαι από εκείνη την παράσταση της Καράγιωργα».
- Παρακολουθώντας τις σκηνοθεσίες και τις ερμηνείες σου τα τελευταία χρόνια, βλέπω ότι είσαι ένας εξερευνητής- επιστήμονας των θεατρικών κειμένων, που ακατάπαυστα θέτει ερωτήματα πάνω στην πρόοδο και την εξέλιξη.
Αντιλαμβάνομαι τον κόσμο και την τέχνη μου με μεθόδους επιστημονικές. Αυτό κάνουν οι περισσότεροι σοβαροί δημιουργοί: μια βαθιά μελέτη των κειμένων. Υπάρχουν στην τέχνη πάντα τα ερωτήματα του «πώς» και του «τι». Πολλές φορές κάνουμε το λάθος το «τι» να είναι μια πραγματεία για το «πώς». Δεν ασχολούμαστε με το περιεχόμενο, αλλά με τη φόρμα. Το ύφος πρέπει να είναι υποταγμένο στο περιεχόμενο, δεν προσδίδει περιεχόμενο. Αντίθετα, μπορεί να το αλλοιώσει. Προσπαθώ να είμαι διαυγής και καθαρός για να μεταδώσω ένα περιεχόμενο.
- Και αυτό το κάνεις μελετώντας και ακολουθώντας την ενέργεια των ηθοποιών;
Εχω έναν κόσμο ήδη σχηματισμένο με πολλή μελέτη πριν ξεκινήσουν οι πρόβες. Είμαι ηθοποιός τριάντα χρόνια και σκηνοθετώ δέκα, έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και στη δυναμική που μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσα σε ικανούς συντελεστές σε μια πρόβα. Ο αυτοσχεδιασμός χωρίς χάρτη με κάνει να νιώθω ανασφάλεια. Παρόλο που πιστεύουν πολλοί ότι η τέχνη και η επιστήμη δεν συναντιούνται και ότι οι παραστατικές τέχνες είναι αέρας, ότι είναι μια έμπνευση που μας έρχεται από κάπου θεϊκή, υπάρχει το ρητό που λέει «Ars sine scientia nihil est», ότι η τέχνη χωρίς την επιστήμη είναι μηδέν, και ενώ αναγνωρίζω αυτό που έλεγε ο Aμλετ στον Οράτιο, ότι ο κόσμος έχει πράγματα που η φιλοσοφία σου ούτε στο όνειρό της δεν μπορεί να δει, διαπιστώνω ότι ο ορθολογισμός και η χρήση του εγκεφάλου είναι δύο βασικά εργαλεία που έχουμε. Υπάρχει ένας κόσμος, όπως λέει στο «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία»: «Δεν μπορείς να το καταλάβεις, μαμά. Κάποια πράγματα ή τα νιώθεις ή δεν τα νιώθεις». Ενώ δεν έχω σπουδάσει κάτι επιστημονικό, έχω αγάπη στον επιστημονικό τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου.
- Είσαι ένας από τους πιο μορφωμένους καλλιτέχνες στην Ελλάδα. Οι αναφορές, οι πηγές και τα σύμβολα στη σκηνοθεσία σου παραπέμπουν σε κάποιον διαβάζει συνέχεια.
Τα ενδιαφέροντά μου εκτείνονται πολύ πλατιά. Είναι αυτά ενός ανθρώπου του εικοστού πρώτου αιώνα που ζει σε αυτή την άκρη της Ευρώπης. Διαβάζω θέατρο, γιατί ψάχνω καινούργια έργα. Διαβάζω όμως και δοκίμια, μυθιστορήματα. Δεν καταλαβαίνω τον καλλιτέχνη που αγνοεί τι συμβαίνει στην πολιτική, στον πλανήτη, στις τάσεις τις κοινωνικές. Αγνοεί δηλαδή τα πάντα, εκτός από την τέχνη του. Συχνά οι καλλιτέχνες αισθάνονται την ιδιότητά τους ως καταφύγιο όπου μπορούν να προστατευτούν από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο καλύτερος τρόπος για να συνομιλήσεις ήταν πάντα οι ιστορίες. Και το θέατρο επικοινωνεί ιδέες του κόσμου, ως αφήγηση μέσα από την αισθητική. Πρέπει να παρακολουθούμε τον κόσμο με διαύγεια και με βαθιά επιθυμία για ενημέρωση. Το μόνο που μπορώ να πω σε παιδιά τα οποία έρχονται και μου ζητάνε συμβουλή γιατί θέλουν να γίνουν καλλιτέχνες, είναι να καλλιεργούνται, να διαβάζουν και να μελετούν τον κόσμο γύρω τους.
-Εχεις πολιτική δράση από το 2009. Πώς ξεκίνησε αυτό; Θα ονόμαζες τον εαυτό σου έναν κλασικό φιλελεύθερο;
Ξεκίνησε με τη Δράση, το 2009. Δεν θα διάλεγα να δώσω στον εαυτό μου έναν ορισμό. Διαπιστώνω ότι ακόμα και με αυτούς που ομονοούμε ιδεολογικά, ακόμα και στον χώρο τον φιλελεύθερο, μπορώ να διακρίνω ανθρώπους που είναι ταλιμπάν στη σκέψη, να διακρίνω μισαλλόδοξους και διαφορετικές τάσεις. Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τον εαυτό μου φιλελεύθερο. Και μέσα στους κλασικούς φιλελεύθερους υπάρχουν διαφορετικές τάσεις. Το 2009 συντάχθηκα με ανθρώπους φιλελεύθερους, οι οποίοι πίστευαν πράγματα κοινά, ξεκινώντας από την Κεντροδεξιά, την Κεντροαριστερά, τον κλασικό φιλελευθερισμό, που είχαν κάνει διαφορετικές διαδρομές από αυτές που είχα κάνει εγώ, με μεγάλη μου χαρά και με πολύ μεγάλη ζέση. Γιατί προερχόμενοι από διαφορετικές αφετηρίες άνθρωποι, ψύχραιμοι και διαυγείς, μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε μια σειρά από πράγματα που για μένα ήταν κοινός τόπος. Και για την ελληνική κοινωνία το 2009 δεν ήταν κοινός τόπος. Έπρεπε να περάσει αυτή η δεκαετία και όλη αυτή η κρίση, που δεν ήταν ακριβώς κρίση, κρίση είναι μια παροδική κατάσταση, εδώ έχουμε να κάνουμε με την προσπάθεια μετακίνησης μιας κοινωνίας προς την ενηλικίωση. Μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια, η ελληνική κοινωνία έχει προοδεύσει γύρω από θέματα που το 2009 τα θεωρούσε ταμπού και το 2019 αρχίζει να καταλαβαίνει τη σημασία τους.
- Στην παράσταση κρατάς το βιβλίο του Οσβαλντ Σπένγκλερ, του 1918, «The decline of the West» («Η παρακμή της Δύσης»), το οποίο λέει ότι τελειώνει αυτός ο πολιτισμός.
Διαβάζω την «Αργώ» του Θεοτοκά, του 1930, και οι αγωνίες των ηρώων ήταν ότι τελειώνει ο δυτικός πολιτισμός. Στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» λέει: «Και η Δύση στραγγαλισμένη από ασφυκτικές συμμαχίες και υπό το βάρος μιας ηθικής τόσο άκαμπτης που αδυνατεί να παρακολουθήσει τον καταιγισμό των γεγονότων, κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα υποκύψει». Ολες οι αυτοκρατορίες γκρεμίστηκαν, εμφανίστηκαν άλλες, υπάρχει συνεχής ζύμωση. Κάτι που δεν καταλαβαίνουμε οι άνθρωποι της γενιάς μας, γιατί μεγαλώσαμε από τη Μεταπολίτευση και μετά, είναι ότι δεν είναι καθόλου αυτονόητα εβδομήντα χρόνια ειρήνης. Στην «Αργώ» έβγαιναν από έναν πόλεμο και θα ακολουθούσαν ο Β'' Παγκόσμιος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Οι γενιές πριν από εμάς παιδεύτηκαν.
Ας μην το ξεχνάμε και να μην είμαστε αχάριστοι και διατυμπανίζουμε τη «φρικτή» εποχή στην οποία ζούμε. Ποτέ οι άνθρωποι δεν έχουν ζήσει εβδομήντα χρόνια ειρήνης. Είναι μια κατάκτηση ότι στην Ευρώπη και τον πλανήτη δεν έχει γίνει μεγάλος πόλεμος μεταξύ δύο μεγάλων δυνάμεων. Στην Αργώ λέει: «Ηρθε το τέλος του δυτικού πολιτισμού, έχουν τελειώσει η ηθική και οι αξίες, δεν υπάρχει πια τίποτα». Ενενήντα χρόνια μετά, έχουμε την ίδια συζήτηση, αν η Δύση και οι αξίες της καταρρέουν, αν κινδυνεύουμε από το Ισλάμ, από την πολυπολιτισμική κοινωνία, κάθε φορά υπάρχει ένας κίνδυνος, έτσι; Και κίνδυνοι υπάρχουν. Αν κινδυνεύουμε, αυτό που θα συμβεί είναι κάτι για το οποίο θα είμαστε εντελώς απροετοίμαστοι.
- Είμαστε στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση, στην εποχή του Ελον Μασκ και της Τέσλα. Περιμένεις τα ρομπότ και τα αυτόνομα αυτοκίνητα;
Είμαι αισιόδοξος και θαυμάζω τον άνθρωπο, γνωρίζοντας ότι είμαστε και καταστροφικοί. Η αστική δημοκρατία και ο δυτικός πολιτισμός έχουν μέσα τους τη δυνατότητα και της κριτικής και της αναθεώρησης. Οι αρνητές του δυτικού πολιτισμού και της αστικής δημοκρατίας δεν θα βρουν σε άλλες κοινωνίες τη δυνατότητα να εμπεριέχουν την άρνηση, την αναθεώρηση και την κριτική τους σε αυτό τον βαθμό. Και την ικανότητα της βελτίωσής τους. Εχουμε κορυφαίο ζήτημα την κλιματική αλλαγή. Τώρα που το πρόβλημα έχει οξυνθεί -κι εγώ φυσικά δεν είμαι από τους αρνητές της- πώς θα πεις σε χώρες που αναπτύσσονται να σταματήσουν την παραγωγή τους ή να τη μειώσουν και να μην καρπωθούν οι λαοί τους όσα έχουν καρπωθεί οι δυτικές κοινωνίες; Και όπως οι ήρωες του «Βυσσινόκηπου», λειτουργούμε με βραδύτητα.
Η λύση δεν είναι η άρνηση της τεχνολογίας. Ο δρόμος είναι μόνο προς τα εμπρός. Δεν γίνεται να σταματήσουν οι αεροπορικές πτήσεις. Δεν είναι λύση να σταματήσουμε την παραγωγή ηλεκτρισμού αυτομάτως ή να γίνουμε τροφοσυλλέκτες. Εχουμε πλέον τα εργαλεία της κριτικής σκέψης, της δυνατότητας αντίθεσης στο καθεστώς. Εργαλεία τα οποία ο δυτικός πολιτισμός προσφέρει περισσότερο. Σε κοινωνίες που δεν είναι δυτικές, αυτού του είδους οι δυνατότητες μάλλον καταπατώνται. Είναι η πιο ενδιαφέρουσα εποχή να ζει κανείς. Εκτός από την κλασική Αθήνα και την Αναγέννηση. Αρκεί να μην την φοβάται.
- Το σκηνικό μού θύμισε τα lake houses του Φρανκ Λόιντ Ράιτ και τα άπειρα βιβλία και οι νεκροκεφαλές με παρέπεμπαν στον «Αμλέτ».
Θέλαμε με την Αθανασία Σμαραγδή, τη σκηνογράφο, να φτιάξουμε ένα όσο το δυνατό πιο ρεαλιστικό περιβάλλον. Να μπορείς ν'' ανέβεις πάνω, σαν να είναι σπίτι εκείνης της εποχής, της γεμάτης υποσχέσεις. Τα βιβλία σχετίζονται με τα θέματα του έργου. Ο κόσμος αυτών των ανθρώπων είναι αυτός της Academia κι έχει πλάκα που τοποθετεί ο Αλμπι σ'' ένα τέτοιο κόσμο τους ήρωές του, γιατί μπορούν να ξεσκιστούν ελευθέρως.
- Δηλαδή, εκτός του ότι καταρρίπτει το ιδανικό της τέλειας οικογένειας, καταρρίπτει και το πρότυπο της Academia, ότι οι πανεπιστημιακοί είναι πάντοτε ήρεμοι, ευγενείς.
Δεν απορρίπτει ακριβώς το πρότυπο, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον να βάλει αυτή τη βραδιά ζούγκλας να γίνεται μέσα σε περιβάλλον πανεπιστημιακό.
Ενιωσα ως πιο εξυψωτική σκηνή του έργου, όταν η καταπληκτική Ντάνη Γιαννακοπούλου χορεύει υπό τον ήχο κλασικής μουσικής σκεπάζοντας το πρόσωπο με ένα μικρό πέπλο και το κάνει κάπως άτεχνα, αλλά βγάζει τέτοια αθωότητα!
Αυτός είναι και ο σκοπός. Ο ρόλος της Χάνεϊ είναι πολύ ενδιαφέρων, γιατί ενώ είναι ο μικρότερος του έργου, είναι πολύπλοκος. Είναι ένα καλοκόριτσο, σοβαρό, καλοαναθρεμμένο, με τρόπους, και μέσα της είναι πολύ διαταραγμένη. Αυτό, σ'' εκείνη τη βραδιά που εξαφανίζονται όλες οι αναστολές, βγαίνει προς τα έξω. Εχει γράψει τέσσερις ρόλους ο Αλμπι τρομερούς.
- Τον τίτλο «Who is afraid of Virginia Woοlf» ο Αλμπι τον είδε τυχαία κάπου γραμμένο και παράλληλα παραπέμπει στο ποιος φοβάται να ζει χωρίς ψευδαισθήσεις. Και θέλω να γνωρίσω τη Βιρτζίνια Γουλφ, μια από τις πρώτες φεμινίστριες. Το ένιωσες κι εσύ;
Το ένιωσα. Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται η επιστολή που έστειλε ο άνδρας της Γουλφ, αφού αυτή είχε αυτοκτονήσει και αυτός είδε την παράσταση, γιατί ο Αλμπι τού είχε ζητήσει να χρησιμοποιήσει τ'' όνομά της στον τίτλο. Λέει ο Λέοναρντ Γουλφ ότι είδε κοινά χαρακτηριστικά με την ιστορία του επινοημένου παιδιού. Αλλά στην πραγματικότητα μόνο χρησιμοποιεί το όνομά της στο λογοπαίγνιο ο Αλμπι. Εχει να κάνει και με την αυτοκτονία της.
«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Ε. Αλμπι στο θέατρο Αθηνών
Ερμηνεύουν: Μαρία Πρωτόπαππα, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Ντάνη Γιαννακοπούλου
Σκηνικά: Αθανασία Σμαραγδή
Κοστούμια: Μαρία Κοντοδήμα
Μουσική: Μ. Μάτσας
Φωτισμοί: Α. Γιάνναρος
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 29 Νοεμβρίου