Του Γιάννη Παντελάκη
Οι διαγραφές στην ΕΣΗΕΑ, που τόσο θόρυβο έκαναν, αφορούσαν στη διαχείριση που έκανε μια μερίδα δημοσιογράφων σ'' ένα συγκεκριμένο θέμα, το δημοψήφισμα του καλοκαιριού. Ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές απόψεις που μπορεί ο καθένας να έχει για τις διαγραφές, το πιο ενδιαφέρον είναι η διαχείριση που έκανε η ίδια η κυβέρνηση τότε. Με τη βοήθεια της απόστασης από τα γεγονότα και χωρίς τις φορτίσεις της εποχής, είναι ιδιαίτερα διδακτικό να θυμηθούμε τι συνέβη τότε. Αν τα φέρουμε πάλι στη μνήμη μας, θα κατανοήσουμε πολλά απ'' όσα συμβαίνουν σήμερα. Ιδιαίτερα αν πάρουμε υπόψη μας μεταγενέστερες μαρτυρίες ανθρώπων που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου συνδέθηκε από την ίδια την κυβέρνηση με τη λιτότητα. Το κεντρικό σύνθημά της ήταν πως ψηφίζοντας «όχι», ο κόσμος ψήφιζε όχι στη λιτότητα και το αντίστροφο. Ήταν ένα καθαρά πλαστό δίλημμα. Λίγες μόλις εβδομάδες πριν (7 Απριλίου), η ίδια η κυβέρνηση είχε προτείνει στους δανειστές ένα καινούργιο πρόγραμμα, ένα μνημόνιο δηλαδή. Μια πρόταση 47 σελίδων που περιελάμβανε σκληρά μέτρα, ιδιωτικοποιήσεις κλπ. Η κυβέρνηση που πρότεινε ένα μνημόνιο ζητούσε από τον ελληνικό λαό να πει όχι στη λιτότητα! Παραλογισμός;
Με βάσει τη λογική ναι, ήταν μια διγλωσσία. Η εξήγησή της συνδέεται με τις υποσχέσεις που είχε δώσει προεκλογικά κερδίζοντας τις εκλογές και η δυσκολία της να φανεί συνεπής έστω με μερικές από αυτές. Εγκλωβισμένη στις προσδοκίες που η ίδια είχε δημιουργήσει, βρισκόταν απέναντι σ'' ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας το οποίο είχε πιστέψει το αφήγημα με τα μνημόνια που σκίζονται και το οποίο συνεχίστηκε μετεκλογικά με τις «γενναίες μάχες που έδινε». Οι τελευταίες, ωστόσο, περιείχαν ένα ακόμα μνημόνιο, ένα δικό της μνημόνιο. Γνώριζε πως ο κόσμος που την είχε πιστέψει δεν θα δεχόταν εύκολα την υπογραφή του, θα την αποδοκίμαζε με έντονο τρόπο και σε ελάχιστο πολιτικό χρόνο.
Έτσι, εφευρέθηκε η ιδέα του δημοψηφίσματος, το οποίο ωστόσο ήταν από την αρχή παραπλανητικό. Το ερώτημα που έπρεπε να βάλει στους ψηφοφόρους δεν θα έπρεπε να είναι «ναι» ή «όχι» στη λιτότητα, αλλά «ναι» ή «όχι» στο δικό της μνημόνιο ή στο μνημόνιο που πρότειναν οι δανειστές. Αντικειμενικά και με βάσει τα δεδομένα της εποχής, η χώρα έπρεπε να διαλέξει ένα από τα δυο μνημόνια, αυτό θα ήταν το ειλικρινές ερώτημα. Τα οποία μνημόνια, ωστόσο, δεν είχαν θεαματικές διαφορές μεταξύ τους. Ο Γιουνκέρ είχε δηλώσει πως οι διαφορές των δυο πλευρών, των δυο μνημονίων δηλαδή, ήταν μόλις 60 εκατ. ευρώ. «Αλλά οι Έλληνες σηκώθηκαν και έφυγαν», είπε χαρακτηριστικά.
Ο Τσίπρας έφυγε, γιατί δεν θα άντεχε πολιτικά μια συμφωνία. Ελπίζοντας πως το «ναι» του δημοψηφίσματος θα υπερίσχυε ή θα βρισκόταν πολύ κοντά στο «όχι», πίστευε πως θα διαχειριζόταν καλύτερα την κατάσταση. Θα επικαλείτο τη βούληση του ελληνικού λαού και θα υπέγραφε το τρίτο μνημόνιο πιο εύκολα. Τα πράγματα ωστόσο δεν ήρθαν όπως τα περίμενε. Και έτσι εξηγούνται οι αναφορές και του Βαρουφάκη και της Κωνσταντοπούλου ότι το βράδυ του δημοψηφίσματος ο Τσίπρας ήταν «αποθαρρυμένος και σε κατάθλιψη» και στο Μαξίμου υπήρχε «ένα πένθιμο κλίμα». Το 61,31% στο «όχι» δεν ήταν το επιθυμητό για την κυβέρνηση αποτέλεσμα.
Όσα ακολούθησαν είναι γνωστά. Εκλογές με 800.000 λιγότερους –συγκριτικά με τον Ιανουάριο– ψηφοφόρους να παίρνουν μέρος, με γενικευμένη απογοήτευση και θεαματική αύξηση της αναξιοπιστίας. Γεγονότα σαν κι αυτά νομίζω πως πρέπει να τα φέρνουμε συχνά στη μνήμη μας. Ιδιαίτερα σήμερα, όταν ακούμε για «μάχες και υποσχέσεις που δίνονται». Το παράδειγμα του περασμένου καλοκαιριού θα πρέπει να μας κάνει και πιο επιφυλακτικούς και σοφότερους…