Τις Κυριακές τα πρωινά τρέχουμε με τη γυναίκα μου σε ένα μεγάλο πάρκο που τυχαίνει και έχουμε μέσα στα πόδια μας: κάνουμε ένα long-run δέκα ή δώδεκα χιλιομέτρων. (Long-run για εμάς δηλαδή, όχι για πιο πεπειραμένους δρομείς). Το πάρκο αυτό είναι πραγματικό μεγάλο, κάπου πεντέμισι χιλιάδες στρέμματα, και προφανώς αποτελεί πόλο έλξης για πάρα πολύ κόσμο, ειδικά την άνοιξη και το καλοκαίρι. Λέγεται Τρόγια, που σημαίνει Τροία, και το διασχίζει το ποτάμι, που είναι αρκετά επιβλητικό εκεί, εκατό με εκατόν πενήντα πλάτος, και κυλά συνήθως νωθρά και χωρίς σχεδόν καμιά ρυτίδα στην επιφάνειά του, με μερικές νησίδες εδώ κι εκεί γεμάτες βαριεστημένους γλάρους και πάπιες που κουτσομπολεύουν.
Όμως κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, το σκηνικό αλλάζει· και δεν παύει να μας εντυπωσιάζει όσες φορές και να το δούμε.
Είναι στο σημείο όπου έχει χτιστεί ένα ισχυρό φράγμα μέσα στο ποτάμι. Το φράγμα αυτό δημιουργεί έναν ψηλό καταρράχτη, εντελώς και φανερά τεχνητό, από το τοίχωμα του οποίου το νερό κατρακυλά ηττημένο, ενώ παράλληλα διοχετεύει μεγάλες ποσότητες νερού σε ένα στενό μέρος, μιαν αύλακα περί τα δεκαπέντε μέτρα όλο κι όλο πλατιά, οριοθετημένη από τη μία πλευρά από τη βόρεια όχθη του ποταμού και από την άλλη από ένα τσιμεντένιο τείχος μήκους πεντακοσίων μέτρων, που τα θεμέλιά του είναι βαθιά μπηγμένα στην κοίτη του — ένα κανάλι μέσα στο ποτάμι.
Σε αντίθεση λοιπόν με ό,τι συμβαίνει σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή του, μέσα σε εκείνο το αυλάκι, στο κανάλι εκείνο, το νερό κυλά κυριολεκτικά μανιασμένα, με κυματισμούς, αφρό και θόρυβο, με βοή, καθώς μάλιστα είναι πακτωμένα εκεί, οριζόντια κατά τη ροή του Μολδάβα, και μερικές δεκάδες ακόμη μεγάλα εμπόδια, που παίζουν —υποθέτω— τον ρόλο βράχων.
Αυτή βέβαια δεν είναι άλλη από την πίστα τού κανό-καγιάκ της πόλης, που λειτουργεί όλο τον χρόνο για τους αθλητές, είτε των τοπικών συλλόγων για τα οικεία πρωταθλήματα, είτε διαφόρων εθνικών ομάδων. Πέρυσι είχε γίνει και ένα μεγάλο πανευρωπαϊκό τουρνουά εκεί, που συγκέντρωσε όλους τους αστέρες του αθλήματος, σημαντικούς χορηγούς, αθλητικά κανάλια κλπ. κλπ. — ένα σωστό πανηγύρι.
Απλωμένες στο γκαζόν, βρίσκοντας διάφορες εγκαταστάσεις για τους αθλητές και τους συνοδούς τους, ενώ παραδίπλα βλέπεις μία σειρά από υπαίθρια καφέ και αναψυκτήρια, μαζί και με ένα μεγάλο εστιατόριο λίγο πιο πέρα. Για έξι μήνες τον χρόνο, δεν βρίσκεις πουθενά καρέκλα να κάτσεις από μια ώρα και μετά, ενώ ακόμη και το τρέξιμο στον δρόμο, παράλληλα με αυτά τα πεντακόσια μέτρα της πίστας, είναι τρομερά δύσκολο λόγω του πλήθους που στέκεται εκεί για να δει τους αγώνες, για να επιβλέψει τις προπονήσεις ή απλώς για να λιαστεί πίνοντας μια μπίρα με 0% αλκοόλ όσο οι αθλητές κάνουν σλάλομ διαγκωνιζόμενοι μέσα στο αφρισμένο κανάλι, μπαίνοντας ολόκληροι στο νερό, πέφτοντας με δύναμη και κρότο πάνω στα εμπόδια, χτυπώντας μεταξύ τους, χάνοντας τα κουπιά τους και εξαντλούμενοι μέχρι πτώσεως.
Αυτό το κομμάτι της διαδρομής μας, αυτό το κομμάτι του ποταμού μέσα στο πάρκο, είναι ό,τι και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την πραγματική ζωή.
Δεν υπάρχει τίποτε μέσα στον κλοιό τους, στο στενό και περίκλειστο αυτό κανάλι, που να ήταν «έτσι» αν δεν υπήρχαν αυτά. Καθετί εκεί μέσα, μέσα στο αυλάκι, διογκώνεται, διαστρεβλώνεται και κακοποιείται εύκολα, γρήγορα και μόνιμα. Καθετί εκεί μέσα είναι πέρα για πέρα ελεγχόμενο. Μία πελώρια ποσότητα «νερού» διοχετεύεται από ένα πανίσχυρο τεχνητό φράγμα μέσα στο σύστημα των social media, στη σφηνοειδή αυτή αύλακα, τη σπαρμένη εμπόδια και νάρκες, σηκώνοντας βουή, αφρό και κύματα, που μέσα τους θαλασσοδέρνονται οι χρήστες τους· ακόμη και οι καλύτεροι από αυτούς, ακόμη και οι πιο αθώοι από αυτούς, ακόμη και όσοι δεν το θέλουν πραγματικά, ακόμη και όσοι τα ξέρουν όλα αυτά και ειρωνεύονται την όλη κατάσταση νομίζοντας ότι την ελέγχουν — όλοι.
Και η ζωή μας ολόγυρα λέγεται Τροία, και οι άμυνές της δεν κρατούν πια, και πέφτει.