Του Δημήτρη Καμπουράκη
Μια βδομάδα μετά τον πόλεμο που ξέσπασε πάνω στην επικήδεια ανάρτηση του Κώστα Μπακογιάννη για τον θάνατο του Καπετάν Ερμή, μέσα σε λιγότερο φορτισμένο κλίμα διατυπώνω μια απλή σκέψη: Η ιδεολογική και ιστορική ηγεμονία της αριστεράς στην μεταπολεμική περίοδο, αποτελεί πλέον ιστορία. Μπορούμε να διδαχτούμε απ' αυτήν, αλλά η προσπάθεια να την αλλάξουμε εκ' των υστέρων είναι όχι μόνο ατελέσφορη σπατάλη δυνάμεων, αλλά και – ίσως – επιβλαβής για τις σημερινές ανάγκες των φιλελεύθερων δυνάμεων.
Ας είμαστε ειλικρινείς: Η μεταπολεμική ιδεολογική, ιστορική και πολιτιστική ηγεμονία της αριστεράς που κατέληξε στην νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 και (στην ακραία της εκδοχή) στην νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, δεν ήρθε ως μετεωρίτης, ως ξαφνικό φυσικό φαινόμενο δίχως αιτίες και αφορμές. Κάτι συνέβη και οι νικητές ενός σκληρού εμφυλίου που κανονικά θα 'πρεπε να τα πάρουν όλα, ηττήθηκαν στην συνέχεια κατά κράτος στις ιστορικές αναλύσεις, στις πολιτικές συμπεριφορές, στις κοινωνικές αντιλήψεις και στα πολιτιστικά πρότυπα.
Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά βασικά κυριαρχούν τρεις. Ο πρώτος είναι ότι οι νικητές διαχειρίστηκαν την νίκη τους έναντι των ηττημένων με κάκιστο, ενίοτε δε και με άθλιο τρόπο. Ο δεύτερος είναι ότι το ιδεολογικοπολιτικό στρατόπεδο που νίκησε, επαναπαύτηκε στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του αδιαφορώντας πλήρως για την δημιουργία των δομών που θα γεννούσαν τους οργανικούς διανοούμενους που θα παγίωναν την κυριαρχία της στο πολιτικό και κοινωνικό εποικοδόμημα. (Είδατε που για να περιγράψω ικανοποιητικά αυτά που θέλω να πω, αναγκάζομαι να χρησιμοποιήσω τα λεκτικά εργαλεία της αριστεράς; Κι αυτό κάτι δείχνει.) Ο τρίτος ήταν ότι οι νικητές ταυτίστηκαν με την εξωτερική (δυτική) κηδεμονία της χώρας, παρά το γεγονός ότι αυτοί που τους επέκριναν ήταν εξ' ίσου ή και χειρότερα διασυνδεδεμένοι με τον αντίπαλο (Σοβιετικό) πόλο του ψυχρού πολέμου.
Ξέρω και αξιολογώ τα επιχειρήματα της νικήτριας πλευράς, δεν ενστερνίζομαι όμως την βεβαιότητα της ότι δεν ήταν δυνατή άλλη διαχείριση της στρατιωτικής νίκης της. Έχουν εν' πολλοίς δίκιο όταν λένε πως αν είχαν επικρατήσει οι Καπετάν Ερμήδες και οι καπετάν Διαμαντήδες, δεν θα 'στελναν του δεξιούς μόνο στα ξερονήσια, ούτε απλώς θα τους φακέλωναν στα αστυνομικά τμήματα για να μην διοριστούν δημόσιοι υπάλληλοι. Η τύχη τους θα 'ταν πολύ χειρότερη. Ξέρω επίσης πως όταν το 1990 θα κατέρρεε το καθεστώς, οι ρακένδυτοι Έλληνες θα έπλεναν τζάμια στην Ιταλία και οι Ελληνίδες θα ήταν πουτάνες στα μπαρ της Αμβέρσας και του Καλαί. Με τα «αν» όμως, ούτε γράφεται η ιστορία, ούτε οικοδομούνται στέρεα πολιτικά και ιδεολογικά μέτωπα. Οι μετεμφυλιακές λαϊκές μάζες, αντιλήφθηκαν την πραγματικότητα τους με τον τρόπο που την παρουσίασαν οι οιμωγές της ηττημένης αριστεράς. Κακώς, κάκιστα, πλην έτσι έγινε. Φτιάχτηκαν δυο γενιές μ' αυτό τον τρόπο, θέλουμε δεν θέλουμε.
Τούτων δοθέντων, τι πρέπει το λοιπόν να γίνει; Να πείσουμε αυτούς που στα είκοσι τους ήταν ακροαριστεροί στο μεταδικτατορικό πανεπιστήμιο ή στα τριάντα τους χειροκροτούσαν τα ξεβρακώματα των ΣΕΠιτών, ότι έκαναν λάθος τότε; Αυτό είναι το θέμα μας, αυτή η προτεραιότητα μας; Μήπως να πείσουμε τον γιο του μετανάστη της δεκαετίας του '50, ότι κακώς μεγάλωσε με την βεβαιότητα του φτωχού και του κατατρεγμένου, διότι αν είχαν επικρατήσει οι αριστεροί, αυτός και ο πατέρας του θα ζούσαν μια κόλαση πολύ χειρότερη απ' τα γερμανικά εργοστάσια ή τις στοές του Βελγίου; Μάταιος κόπος. Είναι σα να προσπαθώ σήμερα ν' αλλάξω την ψήφο που έριξα στην κάλπη το 1977. Αυτή η απόπειρα, μόνο την σημερινή επικίνδυνη ΣΥΡΙΖΑΝΕΛική αριστεροδεξιά ευνοεί. Η οποία όσο βλέπει να ακυρώνονται τα επιχειρήματα που την κατέστησαν κυρίαρχη δύναμη μετά το 2010, τόσο θέλει να επαναφέρει στο προσκήνιο – ως πρωτεύοντα – τα στοιχεία της παλιάς μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής της ηγεμονίας.
Ο Κυριάκος το είπε πολύ γλαφυρά, τις πρώτες μέρες που ανέλαβε: «Τους θέλω όλους μαζί μου, δίχως να με νοιάζει σε ποιο στρατόπεδο του εμφυλίου πολέμησαν οι παππούδες τους». Άλλωστε, εκεί που έχουμε φτάσει σήμερα, το δίλημμα δεν είναι «δεξιά ή αριστερά» αλλά «μπροστά ή πίσω». Επίσης «λογική ή παραλογισμός», «ανάπτυξη ή στασιμοχρεωκοπία», «κράτος δικαίου ή αυταρχικό καθεστώς». Κι όταν σήμερα ζητάς από κάποιον να ψηφίσει λογικά και υπέρ της ανάπτυξης, δεν του ξεκινάς την κουβέντα ούτε απ' το 1945, ούτε απ' το 1967, ούτε καν από το 1990. Πας κατ' ευθείαν στο σήμερα και στο αύριο. Δεν λέω ότι τέλειωσαν οι ιδεολογικές διαφορές, ποτέ δεν θα γίνει αυτό, αλλά η χρήση της παλιάς ορολογίας για τις σύγχρονες ιδεολογικές διαφορές, σήμερα ευνοεί το ΣΥΡΙΖΑικό κατεστημένο. Αν η αντιπαράθεση είναι η πεμπτουσία της πολιτικής, ας τσακωθούμε για το πως πρέπει να πορευτεί η Ελλάδα στον κόσμο που φτιάχνουν ο Μπιλ Γκέιτς και ο Μαρκ Ζούγκερμπεργκ, όχι για την Πηγάδα του Μελιγαλά και τα Γουναράδικα.
Εκτός αν κάποιοι της από δω πλευράς θεωρούν ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την ηγεμονία του δημοκρατικού φιλελευθερισμού στην Ελλάδα του 2020, είναι η ιδεολογική του ρεβάνς για τα 70 χρόνια που πέρασαν, δηλαδή μια εκ' των υστέρων ιδεολογική ήττα της μεταπολεμικής αριστεράς. Όσοι επιδιώκουν κάτι τέτοιο, καλοπροαίρετα ή μη, κατασκευάζουν μια καινούρια νίκη της αριστεράς. Η εμμονή τους σε κάποια θεωρητική ιδεολογική καθαρότητα και σ' ένα οριστικό ιστορικό ξεκαθάρισμα των παλιών διαφορών, η επένδυση τους δηλαδή σε μια επανάληψη του εμφυλίου στην οποία – αυτή τη φορά – θα νικήσουν και στην ιδεολογία, αποτελεί τεράστιο λάθος. Οι σημερινές αθλιότητες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, γεμίζουν την φιλελεύθερη φαρέτρα του μέλλοντος, δεν δικαιώνουν ούτε τον Συναγερμό του Παπάγου, ούτε την ΕΡΕ του Καραμανλή, ούτε τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Είναι λάθος επικέντρωση αυτή. Η ΣΥΡΙΖΑική αριστερά θεμελιώνει – αν υπάρχει μυαλό – την αυριανή κυριαρχία των φιλελεύθερων δυνάμεων, με την συμμετοχή των απλών ανθρώπων που κάποια στιγμή συμπορεύτηκαν μαζί της.
Αν μη τι άλλο, αυτοί που διακονούν παρόμοιες αντιλήψεις, ας αναλογιστούν ότι πάντοτε στις κρίσιμες στιγμές, η καθαρόαιμη δεξιά καλούσε το κέντρο να συμβάλει ή και να ηγηθεί στην τελική μάχη με την αριστερά. Αυτό θα γίνει και τώρα. Και το μεταπολεμικό κέντρο – όχι με ευθύνη του – τους ψιλοσυμπαθούσε τους Καπετάν Ερμήδες. Στο ΠΑΣΟΚ είχε καταλήξει ο Πριόβολος κι ας ξεκίνησε ως υπασπιστής του Βελουχιώτη. Με τον Γιάννη Αλευρά και τον Απόστολο Κακλαμάνη έκανε παρέα. Μπορεί οι κεντρώοι να πολέμησαν το 1947-50 τους διάφορους καπεταναίους με τα φυσεκλίκια στο στήθος, όμως η σκληρή μετεμφυλιακή δεξιά έβαλε την διαχωριστική γραμμή ακριβώς στο δικό της σύνορο, στέλνοντας το κέντρο να νταραβερίζεται περισσότερο με την αριστερά παρά μαζί της. Ε, ας μην επαναληφθούν σήμερα τα ίδια, διότι ο Καμένος, ο Παπαγγελόπουλος και ο Κατρούγκαλος θα είναι εσαεί υπουργοί μας.