Του Αλέξανδρου Σκούρα
Ήταν 22 Νοεμβρίου του 1990 όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ έδινε την τελευταία της ομιλία στο Βρετανικό κοινοβούλιο πριν την παραίτησή της. Η ομιλία αυτή έχει μείνει στην ιστορία ως η τελευταία μάχη της Θάτσερ εναντίον του σοσιαλισμού. Σε μία χαρακτηριστική στιγμή ρητορικής δεινότητας, η βαρόνη εξέθεσε το παράδοξο του σοσιαλισμού, εξηγώντας στον κακόμοιρο Σάιμον Χιουζ ότι εκείνος «θα προτιμούσε τους φτωχούς φτωχότερους αν αυτό θα σήμαινε πως και οι πλουσιότεροι θα γίνονταν λιγότερο πλούσιοι».
Οι δεκαετίες πέρασαν, ο σοσιαλισμός - τουλάχιστον με το αρχικό του περιεχόμενο - εγκαταλείφθηκε, όμως στη χώρα μας οι ιδέες του μας βασανίζουν ακόμα. Τελευταία θύματα της σοσιαλιστικής ιδεοληψίας είναι τα παιδιά της Μαγνησίας. Να τι συνέβη: Το Ίδρυμα Μποδοσάκη, ένα από τα σημαντικότερα κοινωφελή ιδρύματα της χώρας, με δωρεές που φτάνουν περίπου τα 400 εκ. από την αρχή της λειτουργίας του και το 50% του ετήσιου προϋπολογισμού του να πηγαίνει στην ενίσχυση της παιδείας, εξετάζει το ενδεχόμενο να κάνει μία ακόμη δωρεά σε σχολεία της Μαγνησίας. Σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Δύσης, η κίνηση αυτή θα αντιμετωπιζόταν με την προσήκουσα χαρά και - ας μιλήσουμε ανοιχτά - με ευγνωμοσύνη. Σε μια χώρα που το Πολυτεχνείο της Αθήνας ονομάζεται Μετσόβιο, με σχολεία όπως τα Αρσάκεια-Τοσίτσεια, θα περίμενε κανείς ότι η ιδέα πως τα κοινωφελή ιδρύματα είναι πυλώνες της κοινωνίας των πολιτών θα θεωρούνταν αυτονόητη. Εδώ όμως έχουμε εικόνες του Τσε σε υπουργεία, πρωθυπουργούς που θαυμάζουν τον Τσάβεζ και τον Μαδούρο, και ανώτατους πολιτειακούς άρχοντες που θεωρούν πως το πρόβλημά μας είναι ο νεοφιλελευθερισμός.
Σ' αυτό το μήκος κύματος λοιπόν, η Ένωση Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης Μαγνησίας με μια αισχρά κυνική ανακοίνωσή της καλεί τους συλλόγους και τους διευθυντές των σχολείων να μην δεχθούν τη χορηγία του Ιδρύματος Μποδοσάκη για τον βασικό εξοπλισμό των εργαστηρίων των Γυμνασίων. Οι συγγραφείς της ανακοίνωσης υποτάσσουν έτσι τα παιδιά, τα σχολικά κτίρια, τους γονείς και την κοινωνία των πολιτών στην στενόμυαλη ιδεοληψία τους. Ταυτόχρονα βέβαια αποκαλύπτουν τις αξιακές τους ιεραρχήσεις: προτιμούν παιδιά χωρίς πρόσβαση σε καλά εργαστήρια, κτίρια, ηλεκτρονικούς υπολογιστές αν αυτά προέρχονται από το κακό «κεφάλαιο» και την ιδιωτική οικονομία. Αν ζούσε η Θάτσερ, ίσως έλεγε ότι προτιμούν τα σχολεία φτωχότερα και τους μαθητές με χειρότερα εφόδια αρκεί - όπως γράφουν στην ανακοίνωση - «να μην επιτρέπεται στις εταιρείες να εισέρχονται στους χώρους των σχολείων με το πρόσχημα χορηγικών προγραμμάτων».
Εύχομαι οι γονείς της Μαγνησίας να αντιδράσουν σ' αυτό τον παραλογισμό. Και μόνο η σκέψη ότι οι συγγραφείς της ανακοίνωσης αυτής κάθε πρωί μπαίνουν σε τάξεις για να διδάξουν παιδιά προκαλεί απόγνωση. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αυτού του τύπου τα φαινόμενα δεν περιορίζονται στη Μαγνησία. Η ηγεμονία της Αριστεράς μπορεί να καταρρέει με πάταγο στην κοινωνία μας, όμως παραμένει ισχυρή σε χώρους όπως η δημόσια εκπαίδευση.
Η φιλελεύθερη απάντηση σε αυτή την εξοργιστική ομηρεία είναι η γονική σχολική επιλογή - η έμπρακτη δηλαδή κατοχύρωση του δικαιώματος των οικογενειών να διαλέγουν το σχολείο που θα φοιτήσουν τα παιδιά τους. Μια πολιτική που έχει φέρει θετικά αποτελέσματα όπου και αν δοκιμάστηκε. Ας ελπίσουμε ότι δεν αργεί η μέρα όπου κάθε γονιός που πληρώνει σήμερα με τους φόρους του τους εκπαιδευτικούς της ΕΛΜΕ Μαγνησίας, θα έχει το δικαίωμα να επιλέξει τους δασκάλους των παιδιών του. Με άλλα λόγια, θα έχει το δικαίωμα να επιλέξει αν το σχολείο στο οποίο φοιτούν τα παιδιά του θα δέχεται - ακολουθώντας την μακρά και θαυμαστή ελληνική παράδοση των δωρητών και των εθνικών ευεργετών - χορηγίες για τη βελτίωση των υποδομών του, ή θα τις απορρίπτει τυφλωμένο από ιδεοληψίες. Μέχρι τότε, επιλογή δεν έχουμε. Παραμένουμε όμηροι.