Η παγκόσμια υγειονομική απειλή της Πανδημίας μπορεί να «πάγωσε» τον πολιτικό χρόνο όλο το προηγούμενο διάστημα και να υποχρέωσε Κράτη και Κυβερνήσεις να λειτουργούν σε συνθήκες παρατεταμένης διαχείρισης κρίσης, γέννησε όμως και την ελπίδα της επόμενης μέρας, μαζί με την ανάγκη των μεγάλων μετασχηματισμών στην οικονομία, στην κοινωνία και στην πολιτική.
Η πεποίθηση ότι μετά την Πανδημία διαμορφώνεται μία νέα κανονικότητα προήλθε από τη συνειδητοποίηση ότι κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης επήλθαν βαθιές και δομικές αλλαγές στην άσκηση των δημόσιων πολιτικών, στο παραγωγικό μοντέλο, στην ψηφιακή μετάβαση, στην επιτάχυνση της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, στις νέες κατευθύνσεις της οικονομίας.
Έτσι, η διαμορφωμένη πλέον αντίληψη των πολιτών ότι την επόμενη μέρα δεν θα είναι τίποτα όπως πριν, αλλάζει τις πολιτικές προσδοκίες και απαιτήσεις τους για τη νέα κανονικότητα, επαναπροσδιορίζει τις πολιτικές τοποθετήσεις τους, αλλά και τις ανησυχίες τους και βέβαια μετατοπίζει το κέντρο βάρους της πολιτικής αναφορικά με αυτό που θεωρείται προοδευτικό ή συντηρητικό για την κοινωνία.
Οι πολίτες στη νέα κανονικότητα -η οποία προβάλλει ακόμα θολά- επαναπροσδιορίζουν τις πολιτικές επιλογές τους με βάση αυτό που αντιλαμβάνονται ως ανάγκες της δικής τους ζωής και τις ραγδαίες κοινωνικές μεταβολές που ήδη συντελέστηκαν. Ζητούν από το πολιτικό σύστημα να επενδύσει στην κοινωνική προστασία, δηλαδή να επενδύσει στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην εργασία, στην ασφάλεια και στις νέες δεξιότητες που απαιτούνται από τη ψηφιακή οικονομία και την ανάπτυξη. Αντιλαμβάνονται ότι ο χρόνος της εργασίας, αλλά και η φύση της μισθωτής εργασίας άλλαξε κατά τη διάρκεια της Πανδημίας, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Το πρόβλημα δεν είναι πλέον η διευθέτηση του χρόνου εργασίας με βάση το οκτάωρο και η εβδομάδα των τεσσάρων εργάσιμων ημερών με την ίδια διάρκεια του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, ούτε η εναλλαγή μεταξύ τηλεργασίας και εργασίας με φυσική παρουσία του εργαζομένου, αλλά η ουσιαστική προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων στην νέα εποχή, της δουλειάς τους και του μισθού τους στο πλαίσιο της ευέλικτης εργασίας. Αυτό τους απασχολεί.
Εκεί επαναχαράσσονται οι γραμμές της νέας κανονικότητας και διαχωρίζεται η πολιτική που είναι πραγματικά μεταρρυθμιστική και εκσυγχρονιστική από αυτή που είναι οπισθοδρομική και συντηρητική. Επομένως, οι πολιτικές δυνάμεις που σήμερα χάνονται στη μετάφραση των «παραδοσιακών κατακτήσεων του οκταώρου» ή υπερασπίζονται εργασιακές σχέσεις του προηγούμενου αιώνα παραχωρούν απλά στην Κυβέρνηση την πρωτοβουλία μιας ατζέντας, η οποία δεν αντιμετωπίζεται με αφορισμούς και παρελθοντολογία, αλλά με πολιτικές στο κέντρο του κοινωνικού μετασχηματισμού.
Αυτό που οι εργαζόμενοι ζητούν σήμερα είναι η οικονομική ανάκαμψη να δημιουργεί θέσεις εργασίας με αξιοπρεπείς μισθούς και όχι με λαθραία επαναφορά του «υποκατώτατου», η νέα οικονομία να προσφέρει ευκαιρίες και να κατανέμει κέρδη στους περισσότερους και όχι στους λίγους, το Κράτος κοινωνικής προστασίας να δίνει τη δυνατότητα απόκτησης και ανανέωσης δεξιοτήτων σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον εργασίας και όχι να αποκλείει ιδιαίτερα τους νέους από την εργασιακή κινητικότητα και την παραγωγική διαδικασία, οι εργαζόμενοι να μπορούν να διευθετούν τον χρόνο και τη μορφή παροχής εργασίας και να προστατεύονται παράλληλα από την εργοδοτική αυθαιρεσία και εκμετάλλευση και όχι να επιτείνεται η θυματοποίησή τους.
Η επιχειρηματική καινοτομία και η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα πρέπει να μπορούν να αναπτυχθούν μαζί με τους εργαζόμενους και την προστασία των δικαιωμάτων τους. Το ένα δεν μπορεί να ζήσει χωρίς το άλλο, και πολύ περισσότερο σε βάρος του άλλου, αν πιστεύουμε στην ανάταξη της κοινωνικής συνοχής.
Όταν πλέον, σύμφωνα με πρόσφατες επιστημονικές έρευνες, από τους εργαζόμενους που συμμετείχαν στην τηλεργασία κατά τη διάρκεια της Πανδημίας, το 40% δηλώνει ότι επιθυμεί να συνεχίσει να τηλεργάζεται με ταυτόχρονη διευθέτηση του χρόνου και των συνθηκών εργασίας του, αλλά και του προσωπικού του ελεύθεροι χρόνου, τότε η προοδευτική πολιτική θέση θα πρέπει να είναι η μεταρρύθμιση του εργασιακού χρόνου, η συμμετοχή στα οφέλη της οικονομικής ανάκαμψης, η ισχυρή διασφάλιση των νέων εργασιακών δικαιωμάτων, η θωράκιση απέναντι στους κινδύνους εκμετάλλευσης και η ανάδειξη νέων επαγγελματικών δυνατοτήτων και ευκαιριών.
Αυτό συνιστά προοδευτική πολιτική και όχι η ισοπεδωτική απόρριψη της νέας κανονικότητας ή οι ασκήσεις «επαναστατικής γυμναστικής». Γι αυτό και η σύγχρονη Σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα και στην Ευρώπη προτείνει τις πολιτικές επένδυσης στα συστήματα κοινωνικής προστασίας ως προϋπόθεση της κοινωνικής συνοχής και της οικονομικής ανάπτυξης.
Αυτές οι πολιτικές συνιστούν το Κέντρο της νέας κανονικότητας γιατί ανταποκρίνονται στις νέες ανάγκες της κοινωνίας. Αυτές οι πολιτικές ισχυροποιούν τη μεσαία τάξη και προστατεύουν τους μη προνομιούχους απέναντι στις ανισότητες που γεννά ο ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας.
Η πολιτική ατζέντα διαμορφώνεται από τους μετασχηματισμούς της επόμενης μέρας. Οι δημοσκοπήσεις δεν κάνουν σε όλα λάθος. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί και δε θέλει να την παρακολουθήσει, επενδύοντας στην περαιτέρω φτωχοποίηση των αδύναμων και στην κοινωνική δυσαρέσκεια από τις οικονομικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης.
Η πολιτική απομόνωσή του δεν οφείλεται σε κάποιο σκοτεινό συνωμοσιολογικό σενάριο που απεργάζονται «ντόπια και ξένα συμφέροντα», αλλά στη νωπή εμπειρία της προηγούμενης καταστροφικής διακυβέρνησής του, στις οπισθοδρομικές εμμονές του σε όλα τα πεδία της δημόσιας πολιτικής, στην κακοποιητική συμπεριφορά του απέναντι στους δημοκρατικούς θεσμούς και στην απόλυτη δυσπροσαρμοστικότητά του στις νέες κοινωνικές συνθήκες. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι και θα παραμείνει πολιτικά passé.
Αυτό αναδεικνύει την επικαιρότητα και την αναγκαιότητα του χώρου του προοδευτικού Κέντρου, της σύγχρονης Σοσιαλδημοκρατίας ως μιας δύναμης μεταρρύθμισης, ευθύνης και αλλαγής, ως μιας δύναμης εξουσίας που διαμορφώνεται στη βάση της νέας πολιτικής πλειοψηφίας και παραμένει ενεργός και διάχυτη στην κοινωνία.
Το Κέντρο που θα εκφράσει την κοινωνική ατζέντα της νέας κανονικότητας και θα διεκδικήσει την επανάκαμψη της Σοσιαλδημοκρατίας με όρους διακυβέρνησης, αυτό το Κέντρο μπορεί κατακτήσει την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον της Δυναμικής Κοινωνίας.
* Ο Θεόδωρος Π. Παπαθεοδώρου είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρ. Υφυπουργός