«Κολοκοτρώνουμε»;

Στην εξαιρετική σειρά βίντεο που επιμελείται η δημοσιογράφος Μαρία Κατσουνάκη για το Ίδρυμα Μποδοσάκη, όπου προσωπικότητες της σύγχρονης Ελλάδας, γνωστές για το έργο τους και το δημόσιο λόγο τους σχολιάζουν, ο καθένας με τον τρόπο του, την επέτειο των 200 χρόνων από την έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, στεκόμαστε σε όσα είπε ο πολύ γνωστός σκηνοθέτης Τάσος Μπουλμέτης, τον οποίο οι περισσότεροι τον γνωρίζουν για την ταινία του «Πολίτικη Κουζίνα» που αγαπήθηκε από πάρα πολλούς. 

Ο κ. Μπουλμέτης θυμάται τον εαυτό του παιδί, όταν είχαν μόλις μετακομίσει στην Αθήνα με την οικογένειά του από την Κωνσταντινούπολη, στην πραγματικότητα ως πρόσφυγες, αφού είχαν απελαθεί από το τουρκικό κράτος.

Εξιστορεί την πρώτη μέρα στο σχολείο, Σεπτέμβριο 1964, στην Α΄Δημοτικού, όταν οι συμμαθητές του με το που μπήκε η δασκάλα στην τάξη σηκώθηκαν όλοι μαζί και φώναζαν, δείχνοντάς τον: «Κυρία! Κυρία! Το παιδί αυτό είναι Τουρκάκι!».

Το σύντομο βίντεο με την αφήγηση του σκηνοθέτη που συνοδεύεται με πλάνα από την ταινία «Πολίτικη Κουζίνα» αποκαλύπτοντας, σε όσους δεν το γνώριζαν, τον αυτοβιογραφικό της χαρακτήρα, θα μπορούσαν να γίνουν τα λόγια των ξένων παιδιών που βρέθηκαν στη χώρα μας, χωρίς ουσιαστικά να το επιθυμούν, άλλα ως προσφυγάκια, κυνηγημένα από τον πόλεμο άλλα ως μετανάστες, μπας και ξεφύγουν από τη φοβερή τους φτώχεια.

Παιδιά τα οποία, όταν βρεθούν στις αυλές των σχολείων και φωνάζουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τα υπόλοιπα όλα αυτά τα ακατάληπτα για τους μεγάλους που μοιάζουν με τιτιβίσματα πουλιών, κάποιοι, όπως ο υφυπουργός Παιδείας Άγγελος Συρίγος μπορούν να ξεχωρίσουν, με το εξασκημένο, αετίσιο βλέμμα τους, την εθνικότητά τους, όπως τουλάχιστον ανέφερε ο ίδιος στο άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής βαφτίζοντας «Στατιστικά στοιχεία» διαμαρτυρίες γονέων της εκλογικής του περιφέρειας για την παρουσία ξένων παιδιών στα σχολεία, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να μην αφήσει ολόκληρο το πεδίο της άκρας δεξιάς στους συναδέλφους του βουλευτές στην εκλογική του περιφέρεια που είναι ικανοί να κάνουν όλα τα απίθανα νούμερα για μια ψήφο, νούμερα που ο κ.Συρίγος παριστάνει ότι καταδικάζει μόνο και μόνο για να τα εκλογικεύσει.

Η έλευση κάθε ξένου, σε κάθε κοινωνία, διαχρονικά αφορά κυρίως αυτούς που βρίσκονται να τον υποδέχονται. Αυτοί έχουν να επιλύσουν, κάθε φορά από την αρχή, την ίδια εξίσωση. 

Στην περίπτωση της Ελλάδας η εξίσωση που πρέπει να επιλυθεί είναι πολύ δύσκολη γιατί στους αντικειμενικούς περιορισμούς που έχει η χώρα λόγω μεγέθους, πόρων αλλά και γεωπολιτικών προκλήσεων, φέρει ένα ιδιαίτερο ιστορικό βάρος: αυτό του «ελληνικού ήθους», δηλαδή της ελληνικής συνήθειας απέναντι στον ξένο, όπως καταγράφεται από τα Ομηρικά Έπη, ακόμα και όπως αυτό μετεξελίχθηκε στο χριστιανικό κήρυγμα της άνευ όρων και ορίων αγάπης προς το συνάνθρωπο.

Όταν τους Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία που έφτασαν στη χώρα μας ως πρόσφυγες τους δεχτήκαμε ως «Τούρκους», πως μπορούμε κάποιοι, λίγοι, να αξιώνουμε σήμερα από τους συμπολίτες μας να υποδέχονται Σύρους, Αφγανούς, Νιγηριανούς  με χαρά αν δεν ξέρουν τουλάχιστον μπάσκετ;

Μόνο που «Τούρκους» αποκαλούσαν κάποιοι τους Έλληνες της Διασποράς το 1950 και το 1960. Πριν από 60 ολόκληρα χρόνια.

Σήμερα, πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλέον, πρωταγωνιστές στο παγκόσμιοι γίγνεσθαι, συμμέτοχοι στον διεθνή διάλογο για τους γεωπολιτικούς κινδύνους, το ελεύθερο εμπόριο, την κλιματική κρίση, πως μπορούμε να δεχόμαστε να μιλάμε για το θέμα στην καθαρεύουσα, ως Έλληνες του ‘60 και μέλη του εθνικιστικού Δικτύου 21;

Ο μικρός Τάσος Μπουλμέτης του 1964 για να υποχρεώσει τη δασκάλα της Α’ Δημοτικού που τον αγνοούσε γιατί τον λόγιζε για Τούρκο, γίνεται ανορθόγραφος και προκλητικά μετατρέπει το κύριο όνομα Κολοκοτρώνης σε ρήμα γράφοντάς το με -ει.

«Ως ένα υποθετικό ρήμα «κολοκοτρώνω» εκφράζει πολύ περισσότερες έννοιες και κυρίως ιδιότητες που θα μπορούσαν να χαρακτηρίζουν τις πράξεις κάθε Έλληνα, Ελληναρά, Ελλαδίτη», μας λέει ο Τάσος Μπουλμέτης στο βίντεο του Ιδρύματος Μποδοσάκη. 

Σήμερα, εν έτει 2021, ως πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισότιμα μέλη του δυτικού κόσμου, μπορούμε να παράγουμε μίσος για τους ξένους με όρους δεκαετίας 1960; Κι αυτό είναι ποτέ δυνατόν να μπορούν να το κάνουν ανενόχλητοι καθηγητές ελληνικών ΑΕΙ, μέλη μιας σύγχρονης ελληνικής κυβέρνησης;