Της Εύας Στάμου*
Σύμφωνα με έρευνες που διεξάγονται από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ οι εγκέφαλοι των παιδιών που μεγαλώνουν σε αντίξοες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μπορεί να λειτουργούν διαφορετικά από τους εγκεφάλους των παιδιών που μεγαλώνουν σε οικογένειες που δεν αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα ή κάποια μορφή κοινωνικής αδικίας.
Εκτός από την έλλειψη χρημάτων που μπορεί να στερήσει σε ένα παιδί βασικά υλικά ή πνευματικά αγαθά, η πολιτική αστάθεια, η ανασφάλεια, η περιθωριοποίηση, ο ρατσισμός η απουσία θετικών πεποιθήσεων ή προτύπων, και η βία, ορίζονται ως κύριοι παράγοντες δυσκολίας για την ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων.
Η βία –ψυχική ή σωματική- ξεκινάει από την οικογένεια για να συνεχιστεί στο σχολείο και στις γειτονιές της πόλης. Μια μορφή καθημερινής πίεσης πηγάζει συχνά από τους γονείς, οι οποίοι παραπονιούνται ή οργίζονται για την πολιτική και οικονομική κατάσταση, χωρίς να αναλαμβάνουν πάντα έλλογη δράση ώστε να αλλάξουν οι συνθήκες που τους καταπιέζουν. Τα παιδιά και οι έφηβοι απορροφούν το θυμό και την απελπισία των μεγάλων, κηδεμόνων και καθηγητών, και σταδιακά χάνουν το σεβασμό προς αυτούς και όσους, ενώ γκρινιάζουν, στα δικά τους μάτια μοιάζουν αδρανείς, δειλοί ή συμβιβασμένοι αφού απέχουν από συντονισμένες κινήσεις που θα έφερναν ουσιαστικές αλλαγές.
Η κοινωνικοποίηση, βέβαια, μπορεί να είναι μια θετική διαδικασία ωρίμανσης που εξασφαλίζει την λειτουργική συμβίωση των διαφορετικών ομάδων που συναποτελούν μια δημοκρατική κοινωνία. Η κοινωνικοποίηση που έχει ήδη υποστεί ένας τριαντάρης ή σαραντάρης, αφενός του δίνει πολλά ερείσματα δικαιολόγησης για όσα κάνει ή δεν κάνει, αφετέρου χαλιναγωγεί τις όποιες καταστροφικές παρορμήσεις και ενδυναμώνει την δημιουργικότητα η οποία με ποικίλους τρόπους συνεισφέρει στο κοινό καλό.
Τα παιδιά και οι έφηβοι, όμως, που δεν έχουν ακόμα αλλοιωθεί από την διαδικασία ένταξης σε μια δυσλειτουργική κοινωνία, μπορεί να μην διαθέτουν την ικανότητα να αρθρώσουν σύνθετο πολιτικό λόγο, νιώθουν όμως επιτακτικά την ανάγκη να αντισταθούν.
Σε πολιτικά ώριμες κοινωνίες, ο κρατικός μηχανισμός συνεργάζεται με τους κοινωνικούς φορείς ώστε να διασφαλίσει τα δικαιώματα των πολιτών, και να κατοχυρώσει ότι οποιαδήποτε καταγγελία για παραβίαση των δικαιωμάτων θα βρει μια νόμιμη οδό για να εκφραστεί, έστω και μέσω γραφειοκρατικών διαδικασιών. Όλοι γνωρίζουμε ότι στη χώρα μας κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Κάποιες φορές μάλιστα ένας βασικός παραβιαστής των δικαιωμάτων μας είναι ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός που επιτυγχάνει την επιβίωσή του μέσω πελατειακών σχέσεων, και διανομής προνομίων σε διάφορες ομάδες, αποκλείοντας κάποιες άλλες.
Οι έφηβοι μπορεί να μην γνωρίζουν τι ακριβώς πρέπει να γίνει, αλλά αισθάνονται έντονη την επιθυμία να αντιδράσουν απέναντι στην κοινωνική αδικία.
Και εδώ έρχεται ο χειρισμός από τους μεγάλους του πιο δυναμικού αλλά ταυτόχρονα ευάλωτου τμήματος τής κοινωνίας, δηλ. των εφήβων, οι οποίοι ορισμένες φορές χρησιμοποιούνται ως όχημα –από καθηγητές, κηδεμόνες, μερίδα του Τύπου και πολιτικά κόμματα- για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους απέναντι στην εκάστοτε κυβερνητική πολιτική.
Η χειριστική στάση των μεγαλύτερων προς τους νεότερους έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε μια αντιστροφή των 'παραδοσιακών' προτύπων συμπεριφοράς. Οι μαθητές που καταστρέφουν τη δημόσια περιουσία, οι φοιτητές που χτίζουν την είσοδο σε αίθουσες και γραφεία κρατώντας ομήρους Πανεπιστημιακούς, οι νεαροί που τα 'σπάνε' στα Εξάρχεια, οι ομάδες νεαρών αναρχικών που βανδαλίζουν τα αστικά κέντρα, χαίρουν της ανοχής και λαμβάνουν τα εύσημα όσων επιδιώκουν την επικράτηση των προσωπικών τους συμφερόντων, χωρίς όμως οι ίδιοι να εκτίθενται ή να διακινδυνεύουν τη θέση τους.
Αυτή η τακτική εκμετάλλευσης των νέων εμποτίζει τις νέες γενιές με την αντιδημοκρατική ιδέα ότι στη χώρα μας τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει χωρίς την ωμή βία κι ότι η επίλυση των διαφωνιών με ανοιχτό κι ενημερωμένο διάλογο είναι κάτι ανέφικτο. Ως μόνη διέξοδος προτάσσονται θορυβώδεις, σπασμωδικές αντιδράσεις που δεν αλλάζουν τα κακώς κείμενα, αλλά υπονομεύουν ή διαλύουν οποιαδήποτε μορφή ισονομίας κι οργανωμένης κοινωνίας.
Η αποδοχή αυτής της κατάστασης ως κάτι 'φυσιολογικό' οδηγεί, πρώτον, στην εξαθλίωση των θεσμών και, δεύτερον, στην παραμονή όσων διαμαρτύρονται με βίαιους τρόπους σε μία αιώνια 'νεότητα', όπου τα πάντα δικαιολογούνται, κι όπου τίποτα δεν έχει πραγματική βαρύτητα. Παραμένουν 'ανώριμα' και 'κακομαθημένα' παιδιά, που, με τις ευλογίες κάποιων κομματικών μηχανισμών, θα διάγουν πιθανότατα και το υπόλοιπο του πολιτικού τους βίου ως παιδιά του ενός ή του άλλου ιδεολογικού στρατοπέδου -- χωρίς τη δύναμη να συμβάλλουν ουσιαστικά στην διαμόρφωση μιας καλύτερης κοινωνίας.
*Η κ. Εύα Στάμου είναι συγγραφέας και Δρ Ψυχολογίας. Δίδαξε Ψυχιατρική Ηθική στο Πανεπιστήμιο του Manchester κι εργάστηκε στην Ψυχιατρική Κλινική του York. Έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε διεθνή φεστιβάλ βιβλίου και λογοτεχνικά κείμενά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα δανικά, και τα λιθουανικά. Πρόσφατα έργα της: Ageing and Female Identity in Midlife (Scholars' Press, 2013), Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας (Gutenberg, 2014) και το μυθιστόρημα Η εκδρομή (Αρμός, 2016).