Είναι δεδομένο ότι η Τουρκία αισθάνεται από τις ΗΠΑ μια ολοένα πιο αυξανόμενη πίεση, όπως δείχνει και το χθεσινό μήνυμα Πομπέο. Και μόνο το γεγονός ότι ο τούρκος υπ. Εξωτερικών ταξίδεψε μέχρι την Δομινικανή Δημοκρατία για να συναντήσει τον αμερικανό ομόλογό του δείχνει πόσο μετρούν ακόμη οι ΗΠΑ για την Τουρκία, παρά την περιφρονητική στάση που τηρεί το καθεστώς Ερντογάν απέναντι στον διεθνή παράγοντα. Το ερώτημα ωστόσο είναι τι κάνουν οι Γερμανοί, όπως λέει ο εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Κωσταντίνος Φίλης, εκτιμώντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συναινέσουν στην λήψη μέτρων στην σκληρή κατεύθυνση την οποία θα ήθελε η Αθήνα. Στην κατεύθυνση αυτή σημειώνει ότι θα πρέπει να αλλάξει στάση και η Αθήνα.
Και εφόσον οι ευρωπαικοί θεσμοί, αλλά και συγκεκριμένες χώρες συνεχίσουν να μην επιδεικνύουν την αλληλεγγύη την οποία απαιτεί η Ελλάδα, τότε θα πρέπει και εμείς να αρχίσουμε να τηρούμε διαφορετική στάση εντός της ΕΕ απέναντι σε πολιτικές που απαιτούν την ελληνική συγκατάθεση και μεταφράζονται σε μέγιστη προτεραιότητα για την Γερμανία και άλλες χώρες, όπως σε σχέση με την Ρωσία ή ζητήματα οικονομικού και εμπορικού χαρακτήρα. «Εφόσον δεν μας στηρίζουν σε αυτή την διελκυστίνδα, θα πρέπει να μην τους κάνουμε την ζωή εύκολη, τα θέματα αυτά θα πρέπει πλέον να αρχίσουν να περνούν μέσα από ένα άλλο φίλτρο, από ελληνικής πλευράς, προκειμένου να καταστήσουμε πολύ πιο δύσκολη η λήψη αποφάσεων. Δεν πρέπει να είναι τόσο δεδομένη και αυτονόητη, όσο σήμερα, η ελληνική συναίνεση», σημειώνει χαρακτηριστικά εκτελεστικός διευθυντής του Ιντσιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Πώς να εκλάβουμε το μήνυμα Πομπέο σε Τσαβούσογλου ότι είναι επείγουσα ανάγκη να μειωθεί η ένταση στην Αν. Μεσόγειο ;
Καταρχήν δείχνει ότι οι ΗΠΑ βάζουν μεγαλύτερη πίεση στην Τουρκία. Και μόνο το γεγονός ότι ο Τσαβούσογλου ταξίδεψε μέχρι την Δομινικανή Δημοκρατία για να συναντήσει τον Πομπέο είναι ενδεικτικό ότι οι ΗΠΑ μετρούν για την Τουρκία, παρά την περιφρονητική στάση που τηρεί το καθεστώς Ερντογάν απέναντι στον διεθνή παράγοντα, ακόμη και έναντι των ΗΠΑ. Ακόμη και τώρα όπου οι ΗΠΑ βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο αναφορικά με τις εξελίξεις στην Αν.Μεσόγειο, εντούτοις ο Μ.Τσαβούσογλου έσπευσε να ταξιδέψει προκειμένου να συναντήσει τον Μ. Πομπέο.
Είναι λοιπόν δεδομένο ότι η Τουρκία αισθάνεται μια αυξανόμενη προς αυτήν πίεση. Και θα φανεί μέσα στην εβδομάδα, κατά πόσο αυτή είναι αποτελεσματική. Έχει σημασία ότι η δήλωση Πομπέο μιλά για «επείγουσα ανάγκη» μείωσης της έντασης στην Αν.Μεσόγειο και όχι για «άμεση ανάγκη». Αυτό κάλλιστα θα μπορούσε να ερμηνευθεί από την Άγκυρα ως μια δυνατότητα να ολοκληρωθεί κανονικά η NAVTEX μέχρι τις 23 Αυγούστου, οπότε και η αρχικώς εξαγγελθείσα διάρκειά της. Και όπως ακριβώς με την στάση της Γερμανίας πήρε το πράσινο φως για να συνεχίσει μέχρι την παραπάνω ημερομηνία, έτσι να πράξει και τώρα. Η Ελλάδα όμως θα ήθελε η NAVTEX να λήξει πριν από τις 23 Αυγούστου, δηλαδή το Oruc Reis να επιστρέψει άμεσα στην βάση του.
Σε κάθε περίπτωση οι ΗΠΑ έχουν περάσει σε δεύτερο πλάνο σε σχέση με τα τεκταινόμενα στην Αν.Μεσόγειο. Στο παρελθόν δεν υπήρχε περίπτωση να συμβαίνουν όσα βιώνουμε και να μην ήταν πρώτοι οι Αμερικανοί αυτό που θα παρενέβαιναν για να διορθωθεί η κατάσταση. Η σύγχυση της αμερικανικής πολιτικής είναι προφανείς, λόγω των παραφωνιών του Ντ. Τραμπ. Η συχνή διχογνωμία που βλέπουμε μεταξύ Λευκού Οίκου και αμερικανικής γραφειοκρατίας, καθώς επίσης ότι ο Τραμπ είναι αρκετά ευάλωτος απέναντι σε ηγέτες τύπου Ερντογάν – οι οποίοι μπορούν να είναι χειριστικοί απέναντι του, όπως αποδείχθηκε και στο βιβλίο του Μπόλτον- δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα σε σχέση με την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Επομένως ναι μεν οι ΗΠΑ κινούνται σε μια κατεύθυνση ότι δεν επιθυμούν σύρραξη μεταξύ δύο νατοϊκών εταίρων, ωστόσο δεν είναι και πρόθυμη να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στην περιοχή. Προφανώς και δεν επιθυμούν την σύρραξη των δύο χωρών, αλλά δεν έχουν βρει και εκείνο το μείγμα πολιτικής, όπως εξάλλου και η ΕΕ, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αναθεωρητική πολιτική Ερντογάν.
Πώς να εκλάβουμε το σάλο που προκάλεσε στην Τουρκία η δημοσιοποίηση του βίντεο του Τζ. Μπάιντεν από τον Δεκέμβριο του 2019, όπου και επιτίθεται ευθέως στο καθεστώς Ερντογάν ;
Σίγουρα η επιλογή της χρονικής συγκυρίας για την δημοσιοποίηση ενός βίντεο του περασμένου Δεκεμβρίου, παραμονή της συνάντησης Πομπέο-Τσαβούσογλου, δεν ήταν τυχαία. Εκτιμώ ότι η σκοπιμότητα της δημοσιοποίησής του προκύπτει από πλευράς αμερικανών. Και δεν γνωρίζω αν επρόκειτο για μια διαρροή από πλευράς στρατοπέδου Τραμπ, προκειμένου να δείξει στην Τουρκία ότι ο Μπάιντεν θα είναι πολύ πιο πιεστικός έως και εχθρικός απέναντι στο καθεστώς Ερντογάν. Δεν ξέρω αν ήταν μια επιλογή η οποία έχει και εσωτερικό χαρακτήρα ενόψει των αμερικανικών εκλογών, προκειμένου να πιεστεί να πάρει θέση ο Μπάιντεν για την Τουρκία και γενικότερα τις εξελίξεις στην Αν.Μεσόγειο. Ούτε γνωρίζω αν ήταν μια επιλογή του στρατοπέδου Μπάιντεν, προκειμένου να δείξει στην Τουρκία τα «δόντια του».
Αν πάντως η διαρροή προήλθε από το στρατόπεδο Τραμπ, ο στόχος θα μπορούσε να είναι να δείξει προς την Τουρκία ότι μετά τον Νοέμβριο, εφόσον εκλεγεί ο Μπάιντεν, τα πράγματα για την Αγκυρα θα αλλάξουν. Και το ερώτημα αν ισχύει αυτό, είναι πως θα το εκλάβει τελικά αυτό η Αγκυρα. Αν δηλαδή θα το ερμηνεύσει ως ένα μήνυμα ότι πρέπει να επιταχύνει τις επιδιώξεις της, ώστε να προκαταλάβει τον Μπάιντεν ή αν θα το εκλάβει ως ένα φρένο το οποίο πρέπει να μπει, γιατί ενδεχομένως μετά τον Νοέμβριο, τα πράγματα μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολα για την ίδια.
Τι να περιμένουμε από εδώ και πέρα, μετά και την σαφή στάση τόσο από γερμανικής πλευράς, όσο και του ‘Υπατου Εκπροσώπου Εξωτερικών Υποθέσεων Ζ.Μπορέλ, στο τελευταίο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ ;
Η Ελλάδα πρέπει να προσαρμόσει την πολιτική της στην ενδο-ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη πρεμούρα, πολλώ δε μάλλον διάθεση, από πλευράς σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών, για επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Άγκυρας. Ακόμη και στα τέλη Αυγούστου, ακόμη και στην Σύνοδο Κορυφής στα μέσα Σεπτεμβρίου, το θεωρώ εξαιρετικά δύσκολο να έχουμε την λήψη μέτρων στην σκληρή κατεύθυνση την οποία θα ήθελε η Αθήνα.
Τούτο σημαίνει ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε την πολιτική μας, να την κάνουμε πιο ρεαλιστική. Τι θα ήταν αυτό ; Τρία είναι τα βήματα. Πρώτον, προκειμένου να επανεκκινήσει ο ευρωτουρκικός διάλογος – ο οποίος περιλαμβάνει την τελωνειακή σύνδεση, την επικαιροποίηση της συμφωνίας για το προσφυγικό-μεταναστευτικό και άλλες ευνοϊκές πρόνοιες για την τουρκική οικονομία- να απαιτήσουμε αυτός να παραμείνει παγωμένος όσο η Άγκυρα συνεχίζει τις επιθετικές και προκλητικές ενέργειες σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου. Δεύτερον, εφόσον επανεκκινήσουν οι διερευνητικές επαφές Ελλάδας-Τουρκίας, τότε θα πρέπει η Αθήνα να συνδέσει την πορεία του ελληνοτουρκικού διαλόγου με την αντίστοιχη του ευρωτουρκικού. Χρειαζόμαστε δηλαδή ένα «Ελσίνκι 2». Ένα πλαίσιο, όπως και τότε, όπου η Τουρκία ναι μεν δεν είναι υποψήφια προς ένταξη, παρά μόνο τυπικά, ωστόσο σε αυτή την νέα τύπου σχέση την οποία επιθυμεί να διαμορφώσει με την ΕΕ, η Ελλάδα θα πρέπει να βάλει κανόνες και προϋποθέσεις. Θα πρέπει δηλαδή η Άγκυρα να πληροί συγκεκριμένες προδιαγραφές, έτσι ώστε ο ευρωτουρκικός διάλογος να προχωρά βήμα-βήμα, αλλά θα ακολουθεί την πορεία των επαφών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, όπως και την συμπεριφορά της έναντι της Αθήνας και της Λευκωσίας.
Εφόσον ωστόσο τόσο η Τουρκία, όσο και συγκεκριμένες ευρωπαϊκές χώρες ή ακόμη και η ΕΕ, διαφωνήσουν σε ένα τέτοιο αίτημα, τότε τι πολιτική θα ακολουθήσει η Ελλάδα ; Η κοινή λογική λέει ότι οι διερευνητικές επαφές δεν πρόκειται να προχωρήσουν…
Η κοινή λογική λέει και κάτι άλλο. Αν η Τουρκία δεν τηρήσει τις παραπάνω προδιαγραφές και δεν σταματήσει τις επιθετικές της ενέργειες απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο, τότε, εφόσον η ΕΕ δεν σταθεί στην πράξη αλληλέγγυα προς την Αθήνα, όχι όπως προχθές, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η θέση της Ελλάδας στην Ένωση θα αλλάξει. Και πολιτικές που θα απαιτούν την ελληνική συγκατάθεση και τα οποία αποτελούν μέγιστη προτεραιότητα για την Γερμανία και άλλες χώρες, όπως σε σχέση με την Ρωσία ή ζητήματα οικονομικού και εμπορικού χαρακτήρα , εφόσον δεν μας στηρίζουν σε αυτή την διελκυστίνδα, θα πρέπει να μην κάνουμε εύκολη την ζωή. Αλλά τα θέματα αυτά να περνούν πλέον μέσα από ένα άλλο φίλτρο, από ελληνικής πλευράς, προκειμένου να καταστήσουμε πολύ πιο δύσκολη η λήψη αποφάσεων. Δεν πρέπει να είναι τόσο δεδομένη και αυτονόητη, όσο σήμερα, η ελληνική συναίνεση.
Πώς σχολιάζετε την μέχρι τώρα στάση της Γαλλίας απέναντι στα ελληνικά συμφέροντα ;
Διαχωρίζω την Γαλλία από την ΕΕ. Είναι η χώρα με την οποία τα ελληνικά συμφέροντα ταυτίζονται περισσότερο από κάθε άλλη. Και θεωρώ ότι το ζήτημα με την αγορά των φρεγατών και της ευρύτερης αμυντικής συνεργασίας με το Παρίσι δεν έχει ακόμη κλείσει. Ελπίζω ότι θα ξαναπιάσουμε το νήμα και θα βρούμε κοινό τόπο. Η Γαλλία είναι μεσογειακή χώρα, πυρηνική δύναμη, μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και χώρα η οποία ασκεί επιρροή στην Γερμανία, στο σύνολο της Ευρώπης καθώς έχει διπλωματικό εκτόπισμα, σε περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Αίγυπτος, αλλά και ως ένα βαθμό τις ΗΠΑ. Τα συμφέροντα μας είναι περίπου ευθυγραμμισμένα. Άρα θα πρέπει να αποκτήσουμε σε διμερές επίπεδο ένα πιο συστηματικό δίαυλο διαβούλευσης με το Παρίσι.
Εν κατακλείδι και για να αναφερθούμε στο ζήτημα της συμφωνίας Ελλάδας-Αιγύπτου, πρέπει να πούμε ότι αυτό όχι μόνο διεμβολίζει το Τουρκο-Λιβυκό μνημόνιο, αλλά στην ουσία ακυρώνει σε ένα τμήμα του, το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Η απάντηση της Τουρκίας ήταν η έκδοση της NAVTEX και η προσπάθειά της να απομονώσει την Ελλάδα, δαιμονοποιώντας την χώρα μας και αφήνοντας εκτός κάδρου την Αίγυπτο, προφανώς γιατί δεν θέλει να ισχυροποιήσει το μέτωπο Αθήνας-Καΐρου.
Εν συνεχεία η Γερμανία λόγω του αιφνιδιασμού που προκάλεσε η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία ναρκοθέτησε στην ουσία το συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ. Ίσως και εμείς να σπεύσαμε να διεξαχθεί αυτό το συμβούλιο, δίχως να έχουμε νωρίτερα διασφαλίσει τα αποτελέσματά του. Τυχαίο δεν είναι ότι το Βερολίνο έβαλε στην ατζέντα κι άλλα θέματα (Λευκορωσία, Λίβανο), άρα η ατζέντα δεν ήταν μονοθεματική, ενώ είχε ξεκαθαρίσει εξ’ αρχής ότι δεν επιθυμεί καθόλου στην παρούσα φάση την επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας και μάλιστα στην σκληρή κατεύθυνση που ήθελαν η Ελλάδα, η Κύπρος, η Γαλλία και άλλες χώρες.
Σημειωτέων πάντως ότι η αντίδραση της Γερμανίας, όπως αυτή εκφράστηκε στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, δείχνει πόσο σωστή ήταν η ενέργεια της Ελλάδας, να συνάψει συμφωνία με την Αίγυπτο. Μπορεί η Γερμανία να μας κατηγορεί για το τάιμινγκ της συμφωνίας, ωστόσο αν η Αθήνα δεν την είχε υπογράψει, παρά προχωρούσε κατευθείαν σε διερευνητικές επαφές με την Τουρκία, είναι βέβαιο ότι το πρώτο που θα ζητούσε η Άγκυρα θα ήταν, προκειμένου αυτές να συνεχιστούν, η Ελλάδα να διακόψει τις διαπραγματεύσεις με το Κάιρο. Σε μια τέτοια περίπτωση η Αθήνα θα βρισκόταν σε πολύ δυσμενή θέση : Είτε θα αναγκαζόταν να διακόψει την διαπραγμάτευση με την Αίγυπτο, χάνοντας την ευκαιρία σύναψης της συμφωνίας, είτε θα χρεωνόταν εκείνη τον τορπιλισμό των διερευνητικών επαφών, μη αποδεχόμενη το τουρκικό αίτημα.