Δεν μπορούμε να μιλάμε για αλλαγή αναπτυξιακού μοντέλου, χωρίς αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα. Αναπαράγοντας την εισαγωγή στα πανεπιστήμια φοιτητών που ακόμη και πάρουν πτυχίο, βγαίνουν χωρίς προσόντα στην αγορά εργασίας.
H εισαγωγή στις μισές σχολές με βαθμολογίες κάτω του δέκα χτυπά ηχηρό καμπανάκι, σημειώνει μέσω liberal ο Κώστας Δημόπουλος, ότι το σύστημα χρειάζεται επειγόντως μεταρρύθμιση, πολλώ δε μάλλον όταν η κυβέρνηση είχε συμπεριλάβει στο προεκλογικό της πρόγραμμα τέτοιου τύπου παρεμβάσεις.
Ο καθηγητής εκπαιδευτικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου τονίζει ότι πρέπει επιτέλους τα πανεπιστήμια να καθορίζουν τον αριθμό των εισακτέων και όχι η πολιτεία, ενώ μιλά για την μεγάλη υποβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα και για την ανάγκη να σπάσει επιτέλους αυτό τον ταγκό για δύο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. «Από την μία μεριά η κοινωνία έχει εξισώσει την επιτυχία στην ζωή με την ακαδημαϊκή επιτυχία. Από την άλλη οι κυβερνήσεις, υποκύπτοντας σε αυτή την κοινωνική αντίληψη, την αναπαράγουν με την πολιτική τους και την ενισχύουν», όπως αναφέρει.
Συνέντευξη στον Βασίλη Γεώργα
- Είδαμε φέτος να περνά σε σχολές το 77% των υποψηφίων, οι μισοί εξ αυτών να μπαίνουν με βαθμούς κάτω της βάσης, δηλαδή κάτω του 10, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις υποβαθμισμένων σχολών μιλάμε για εισαγωγή με βαθμολογία κάτω του 5. Τι πιθανότητες μπορεί να έχουν αυτοί οι άνθρωποι όταν και αν αποφοιτήσουν να έχουν εφόδια;
Ελάχιστες. Καταρχήν μεγάλο μέρος αυτών των νεοεισερχόμενων φοιτητών δεν καταφέρνουν να τελειώσουν τις σπουδές τους. Χάνουν επομένως κρίσιμα παραγωγικά χρόνια της ζωής τους σε έναν αδιέξοδο δρόμο, ο οποίος στο τέλος οδηγεί σε μεγάλη φοιτητική εγκατάλειψη. Η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά φοιτητικής εγκατάλειψης ή λιμναζόντων φοιτητών, παγκοσμίως. Στην έξοδο αυτού του δρόμου και έπειτα από σπατάλη πόρων και μεγάλου χρόνου, οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ουσιαστικά εφόδια και προσόντα.
Αυτό εξηγεί κατά ένα μέρος για ποιο λόγο οι εργοδότες αναζητούν δεξιότητες στην αγορά εργασίας τις οποίες δεν μπορούν να βρουν παρά τη μεγάλη ανεργία, ειδικά ανάμεσα στους νέους. Η άλλη βέβαια αιτία γι’ αυτό, και ίσως η πιο βασική, είναι η συχνά παρατηρούμενη αναντιστοιχία των προγραμμάτων σπουδών που πολλά πανεπιστήμια ακόμη έχουν, με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Ακόμη και φοιτητές που τελειώνουν κανονικά τις σπουδές τους, έχουν εφοδιαστεί με γνώσεις αναντίστοιχες με όσα ζητά η αγορά.
- Πού οφείλεται η φετινή πτώση των βάσεων;
Καταρχήν, υπάρχουν κάποιοι τεχνικής φύσεως λόγοι που σχετίζονται με το νέο σύστημα. Αφενός φέτος απουσίαζαν οι συντελεστές βαρύτητας, δηλαδή όλα τα μαθήματα ήταν ισοβαρή στη διαμόρφωση των μορίων, ενώ για πρώτη φορά φέτος συνεξετάστηκαν τα μαθήματα της Έκθεσης και της Λογοτεχνίας στα οποία υπήρξαν χαμηλά αποτελέσματα. Ταυτόχρονα ο βαθμός δυσκολίας των θεμάτων σε κάποια μαθήματα ήταν αυξημένος σε σχέση με πέρυσι.
Αυτές είναι αλλαγές αλλά είναι τεχνικού τύπου και δεν αλλάζουν τη μακροσκοπική εικόνα ότι επί χρόνια ένας μεγάλος αριθμός υποψηφίων περνά στα πανεπιστήμια με χαμηλές βαθμολογίες, η οποία παραμένει η ίδια για αρκετά χρόνια. Είχαμε κάποιες χρονιές ορισμένες οριακές επιδεινώσεις ή βελτιώσεις του φαινομένου, ωστόσο σε γενικές γραμμές αυτό παραμένει σταθερά το ίδιο.
Τα όσα συνέβησαν φέτος με τις βάσεις είναι ένα ακόμα καμπανάκι ότι το σύστημα χρειάζεται άμεσα μεταρρύθμιση, πολλώ δε μάλλον όταν η κυβέρνηση είχε συμπεριλάβει στο προεκλογικό της πρόγραμμα τέτοιου τύπου παρεμβάσεις. Αναφέρομαι για παράδειγμα στην θέσπιση ενός ορίου για την είσοδο στα ΑΕΙ, και δεν μιλώ απαραίτητα για την καθιέρωση της βάσης του 10, η οποία δεν αποτελεί πανάκεια.
Το πρόβλημα είναι ότι η αυξομείωση των βάσεων αντικατοπτρίζει και την διακύμανση του βαθμού δυσκολίας των θεμάτων από χρονιά σε χρονιά. Υπάρχουν λοιπόν αξιόπιστες στατιστικές τεχνικές, οι οποίες έχουν δοκιμαστεί με επιτυχία διεθνώς και οι οποίες παρέχουν την δυνατότητα να εξαλειφθεί ο παράγοντας της διακύμανσης δυσκολίας των θεμάτων.
Μια αλλαγή που συζητείται εδώ και χρόνια και πρέπει επιτέλους να γίνει πράξη είναι να επιτραπεί στα πανεπιστήμια να καθορίζουν εκείνα τον αριθμό εισαγωγής των εισακτέων, ακόμη και τα κριτήρια εισαγωγής τους.
Τα τελευταία καθορίζονται επί δεκαετίες από την πολιτεία. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ζούμε ένα ταγκό για δύο. Από την μία μεριά η κοινωνία έχει εξισώσει την επιτυχία στην ζωή με την ακαδημαϊκή επιτυχία. Από την άλλη οι κυβερνήσεις, υποκύπτοντας σε αυτή την κοινωνική αντίληψη, την αναπαράγουν με την πολιτική τους και την ενισχύουν.
- Την ίδια στιγμή όμως η επαγγελματική εκπαίδευση είναι υποβαθμισμένη. Αν αυτό δεν συνέβαινε, ίσως και η κοινωνική αυτή αντίληψη κάπως να άλλαζε…
Σωστό είναι αυτό που λέτε. Η αναβαθμισμένη τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση αποτελεί τον μοναδικό εναλλακτικό δρόμο, αλλά αυτό πρέπει να κτιστεί με σύστημα και επιμονή σε βάθος χρόνου, προκειμένου να τον ανακαλύψουν οι νέοι, να τον προτιμήσουν και να αποφορτίσουν την πίεση που οδηγεί η υψηλή ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές. Σκεφτείτε ότι στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι το 75% των μαθητών κατευθύνεται στο Γενικό Λύκειο και μόλις το 25% στα ΕΠΑΛ. Σε άλλες χώρες, όπως η Ελβετία ή η Γερμανία για παράδειγμα, τα ποσοστά είναι ακριβώς αντίστροφα. Μόνο ένα 30% των μαθητών φοιτά στο ακαδημαϊκό Γενικό Λύκειο και το υπόλοιπο 70% ακολουθεί την επαγγελματική τεχνική εκπαίδευση.
- Σε μια συγκυρία σαν αυτήν, όπου έχει ανοίξει η συζήτηση για το μοντέλο της οικονομίας που θέλουμε, δίχως μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, μπορεί να δούμε αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας;
Αυτό είναι κρίσιμο, και μια συζήτηση για τα πανεπιστήμια που θέλουμε το είδος των σχολών, πόσα τμήματα πρέπει να παραμείνουν και πόσα όχι, έπρεπε να είχε ξεκινήσει χθες. Είναι κάτι που εκκρεμεί εδώ και χρόνια. Και λόγω του κορονοϊού αλλά και των γενικότερων προκλήσεων που τίθενται, πλέον είναι επιτακτική. Το ελληνικό σύστημα υστερεί και αποκλίνει από τα διεθνώς ισχύοντα συνεχώς. Και όσο περνάει ο καιρός, εάν συνεχίσουμε να μην κάνουμε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις θα αποκλίνει ακόμη περισσότερο.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για αλλαγή στο παραγωγικό μοντέλο χωρίς αλλαγή στο εκπαιδευτικό της μοντέλο. Αυτά τα δύο είναι άρρηκτα συνυφασμένα. Σε αυτή τη λογική εξάλλου κινούνται και πολλές από τις προτάσεις, αν όχι το σύνολο, όσων περιλαμβάνει η έκθεση Πισσαρίδη, η οποία συντάχθηκε με πρωτοβουλία της ίδιας της Κυβέρνησης.