Αρχίζει και διαφαίνεται πλέον ένα επαναλαμβανόμενο και ανεξήγητο μοτίβο στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, λέει στο liberal.gr, ο Κώστας Λάβδας σχολιάζοντας τις δηλώσεις Κατρούγκαλου να μπει και η Τουρκία στο ενεργειακό παιχνίδι της Αν.Μεσογείου, που έρχονται σε συνέχεια τοποθετήσεων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ ότι τα ελληνοτουρκικά πρέπει να λυθούν "με ένα έντιμο συμβιβασμό όπως έγινε και με τη Βόρεια Μακεδονία".
Δίχως να μπορεί να εξηγήσει την εμμονή της κυβέρνησης να "επιλύσει" τα ελληνοτουρκικά, ο καθηγητής του Παντείου θυμίζει με νόημα ότι "την ίδια στιγμή που η Αθήνα εμφανίζεται να αμβλύνει τις εντυπώσεις, δικαιολογώντας σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις της Τουρκίας, ο Νετανιάχου ανέφερε ότι δεν αποτελεί επιλογή ένας αγωγός προς την Τουρκία παρόλο που θα παρουσίαζε ενδιαφέρον από αμιγώς οικονομική άποψη".
Χαρακτηρίζει επικίνδυνα και λανθασμένα τα μηνύματα της κυβέρνησης προς την Άγκυρα, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι "κάθε ελληνική διαλλακτικότητα σε θέματα που αφορούν το Δίκαιο της Θάλασσας στέλνει σήματα που θα ερμηνευθούν στην Άγκυρα ως ενδείξεις υποχωρητικότητας", εξηγώντας με νόημα ότι "σε ορισμένες περιπτώσεις, η διατήρηση της εκκρεμότητας είναι προτιμότερη".
"Παρότι πολλοί φαντασιώνονται «παράθυρα ευκαιρίας», η πραγματικότητα είναι ότι η σημερινή δεινή οικονομική θέση και εξάρτηση της Ελλάδας δεν αποτελεί ευνοϊκή συγκυρία για λύσεις ευνοϊκές προς τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Αυτό σε ένα βαθμό εξηγεί και την ιστορικών διαστάσεων υπαναχώρηση με τη Συμφωνία των Πρεσπών", όπως σημειώνει ο καθηγητής του Παντείου.
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
Το κλίμα που καλλιεργείται εδώ και καιρό “να μπει και η Τουρκία στο ενεργειακό παιχνίδι” συνεχίζεται συστηματικά, με χαρακτηριστικές τις δηλώσεις Κατρούγκαλου το τελευταίο 48ωρο ότι η Τουρκία έχει δικαιώματα στους πόρους της Αν.Μεσογείου. Τι μπορεί να εξυπηρετούν τέτοιες κινήσεις “προσέγγισης”, όταν η Αγκυρα δεν έχει πάψει να αμφισβητεί το δικαίωμα σε θαλάσσιες ζώνες του Καστελόριζου, της Κύπρου, ακόμη και της Κρήτης;
Η Τουρκία είναι ανάμεσα στις λίγες χώρες που δεν αποδέχονται το σύγχρονο Δίκαιο της Θάλασσας στα ζητήματα που μας απασχολούν και κάθε ελληνική διαλλακτικότητα επ΄αυτού στέλνει σήματα που θα ερμηνευθούν στην Άγκυρα ως ενδείξεις υποχωρητικότητας. Άλλωστε η απειλή ότι η επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια σημαίνει πόλεμο (casus belli) εξακολουθεί να ισχύει από την πλευρά της Τουρκίας.
Δεν αντιλαμβάνομαι σε τι πλαίσιο εντάσσονται οι δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών από την Αττάλεια.
Ρήσεις του τύπου «δεν πιστεύουμε στον πόλεμο μεταξύ των λαών» είναι ταυτόχρονα κοινότυπες, αυτονόητα σωστές αλλά και επικίνδυνες. Διότι μπορεί να ερμηνευτούν ότι σημαίνουν πως «οι προηγούμενες κυβερνήσεις πίστευαν στον πόλεμο» ή και ότι «επειδή θέλουμε να αποφύγουμε έναν πόλεμο πάση θυσία, θα προχωρήσουμε σε οποιαδήποτε παραχώρηση αρκεί να μην διακινδυνεύσουμε ένοπλη σύγκρουση». Αυτά, όμως, δεν χρειάζονται.
Με την Τουρκία είμαστε σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, έχουμε κάποιες διαφορές που για εμάς αναφέρονται κυρίως στην υφαλοκρηπίδα ενώ για την Άγκυρα σε ποικιλία θεμάτων οπότε δεν υπάρχει καμία απολύτως βιασύνη να συρθούμε σε διαπραγματεύσεις εφ' όλης όπως πάντοτε επιθυμούσε και εξακολουθεί να επιθυμεί η Τουρκία.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η διατήρηση της εκκρεμότητας είναι προτιμότερη. Παρότι πολλοί φαντασιώνονται «παράθυρα ευκαιρίας», η πραγματικότητα είναι ότι η σημερινή δεινή οικονομική θέση και εξάρτηση της Ελλάδας δεν αποτελεί ευνοϊκή συγκυρία για λύσεις ευνοϊκές προς τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Αυτό σε ένα βαθμό εξηγεί και την ιστορικών διαστάσεων υπαναχώρηση με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Το ρωτώ γιατί η εμμονή με την “επίλυση” των ελληνοτουρκικών τροφοδοτούν ακόμη και σενάρια ότι έχουν υπάρξει παρασκηνιακές συμφωνίες της κυβέρνησης. Είναι λέτε, όλα αυτά, θεωρίες συνωμοσίας;
Υπάρχει, σε κάθε περίπτωση, ένα προβληματικό υπόβαθρο. Είναι πολύ ανησυχητική η τοποθέτηση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ ότι τα ελληνοτουρκικά πρέπει να λυθούν «με ένα έντιμο συμβιβασμό όπως έγινε και με τη Βόρεια Μακεδονία».
Με αυτό το δεδομένο, και ενώ ο Νετανιάχου δηλώνει στην τριμερή ότι για τη χώρα του δεν αποτελεί επιλογή ένας αγωγός προς την Τουρκία παρόλο που θα παρουσίαζε ενδιαφέρον από αμιγώς οικονομική άποψη, η Αθήνα εμφανίζεται να αμβλύνει τις εντυπώσεις, δικαιολογώντας σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις της Τουρκίας.
Αρχίζει και διαφαίνεται πλέον ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Ας θυμηθούμε ότι το 2017, η πρώτη επίσημη επίσκεψη προέδρου της Τουρκίας στην Ελλάδα ύστερα από 65 χρόνια, έγινε σε μια στιγμή στην οποία η κυβέρνηση Ερντογάν είχε απομονωθεί στο Δυτικό στρατόπεδο.
Και η Αθήνα της έδωσε ένα νέο διπλωματικό βήμα. Παρόλα αυτά, εκείνη η επίσκεψη είχε εξελιχθεί άσχημα, με αναφορές στη Συνθήκη της Λωζάνης, διαξιφισμούς και επίσκεψη Ερντογάν στην μουσουλμανική μειονότητα στην Κομοτηνή. Η Ελλάδα δεν κέρδισε κάτι από εκείνη την επίσκεψη, μάλλον έχασε.
Διότι εκτός από το μέλλον της Κύπρου, πρέπει κάποτε να μας προβληματίσει συστηματικά το μέλλον της Θράκης. Λυπάμαι αλλά εκεί τείνουμε να αποδεχτούμε τον εκτουρκισμό των διαφορετικών μειονοτήτων, των Πομάκων, των Αλεβιτών και των Ρομά. Ενώ θα έπρεπε να ενθαρρύνουμε τον πλουραλισμό και συνακόλουθα την εξασθένιση του επικίνδυνου ρόλου του Τουρκικού προξενείου.
Σε κάθε περίπτωση, μπορεί ένας αδύναμος πολιτικά Πρωθυπουργός, και μάλιστα λίγους μήνες πριν τις εκλογές, να διαπραγματεύεται το κλείσιμο τόσο σοβαρών εκκρεμοτήτων, όπως τα ελληνοτουρκικά;
Το έχω ξαναπεί: μια κυβέρνηση που βρίσκεται ουσιαστικά σε προεκλογική φάση δεν είναι δυνατόν να δεσμεύσει τη χώρα σε μείζονος σημασίας αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής. Εκτός εάν ακολουθήσει μια μέθοδο εντελώς αντίθετη από αυτή που δυστυχώς ακολούθησε για τη Συμφωνία των Πρεσπών, δηλαδή ανοικτή, συναινετική και με πλήρη στήριξη των κοινοβουλευτικών πολιτικών δυνάμεων. Αλλά δεν βλέπω να γίνεται κάτι τέτοιο.
Τι αποκομίσατε από την τριμερή στην Ιερουσαλήμ, παρουσία του αμερικανού ΥΠΕΞ Μ. Πομπέο; Τι μηνύματα έστειλε , και ποια η επόμενη ημέρα για την Αν.Μεσόγειο;
Για το μέλλον του East Med δεν είμαι βέβαιος, κανείς δεν μπορεί να είναι αυτή τη στιγμή. Θεωρώ ότι οι ΗΠΑ αφενός στηρίζουν το Ισραήλ και αφετέρου ενθαρρύνουν συνεργασίες που θα αναπληρώσουν το κενό που δημιουργεί η σχετική αποστασιοποίηση της Τουρκίας. Αυτές είναι οι δυο βασικές διαπιστώσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα δούμε πως θα κινηθεί η κυβέρνηση Ερντογάν από την 1η Απριλίου, μετά τις τοπικές εκλογές που θα πραγματοποιηθούν στις 31 Μαρτίου σε όλη την Τουρκία. Εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα στην πορεία της οικονομικής ανάκαμψης, ενώ οι τακτικισμοί Ερντογάν την έχουν απομακρύνει από τις ΗΠΑ χωρίς να υπάρχει στην Άγκυρα στρατηγική απόφαση ρήξης με τη Δύση. Για την Ελλάδα οι διμερείς συνεργασίες με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ είναι μεγάλης σημασίας, πέρα από την προφανή αξία της συλλογικής ασφάλειας στο ΝΑΤΟ.
Αλλά για εμένα υπάρχει μια ακόμη διάσταση που είναι κρίσιμη. Αναφέρομαι στη διαχείριση των επόμενων σταδίων στη σχέση ΕΕ – Τουρκίας. Το να επαναλαμβάνουμε συνέχεια ότι «υποστηρίζουμε την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας» δεν έχει πλέον νόημα. Κάποτε είχε (και προσωπικά το στήριξα) αλλά όχι με τα νέα δεδομένα. Πρέπει σταδιακά να μπούμε σε συστηματικό διάλογο και με τους εταίρους και με την Τουρκία αναφορικά με το μέλλον των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας.
Όλοι γνωρίζουμε πια ότι πλήρες μέλος δεν πρόκειται να γίνει η Τουρκία, ανεξαρτήτως δημοσίων δηλώσεων. Όμως οι σχέσεις πρέπει κάπως να εξελιχθούν στην κατεύθυνση ενός συστήματος ειδικών ρυθμίσεων και ανταλλαγών. Το επιθυμούν και το χρειάζονται και η τουρκική οικονομία αλλά και η ΕΕ. Εκεί μπορούμε και πρέπει να διαδραματίσουμε ένα ρόλο, ουσιαστικά και συστηματικά, πέραν του πεδίου της επικοινωνίας και των δηλώσεων.
*Ο κ. Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.