Του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη
Η πρόσφατη αναταραχή στις αγορές ελληνικών μετοχών, με αιχμή τις τράπεζες, και ομολόγων, αντανακλά την πτώση της αισιοδοξίας για γρήγορη επιστροφή στην κανονικότητα μετά τη λήξη του 3ου μνημονίου, αυτού που στοίχισε στον Τσίπρα 17 ώρες διαπραγμάτευσης.
Η πτώση αυτή της αισιοδοξίας αποτυπώνεται και στην καθίζηση των δεικτών του οικονομικού κλίματος, αλλά και σε άλλους δείκτες ανάπτυξης που βγαίνουν καθημερινά στο φως.
Τι έχει αλλάξει άραγε; Υπάρχει βέβαια μια μετάδοση απαισιοδοξίας από ανάλογες κρίσεις εμπιστοσύνης που περνούν οι κοντινοί μας γείτονες, τόσο στα δυτικά όσο και στα ανατολικά. Αλλά έχουμε κι εμείς την αρρώστια μας.
Το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, αλλά και η κοινωνία γενικότερα, είναι ότι καθυστερεί να υλοποιήσει αλλαγές και μέτρα που κρίνονται αναγκαία για την εξυγίανση και την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μας μοντέλου. Ακόμα κι όταν νομοθετεί τέτοιες μεταρρυθμίσεις, η εφαρμογή είναι τόσο ληθαργική, τόσο υπονομευμένη από τα συμφέροντα που θίγονται, που περνούν οι μήνες και τα χρόνια και βρισκόμαστε καθηλωμένοι στο ίδιο περίπου σημείο.
Παράδειγμα, για να έλθουμε στην επικαιρότητα, οι τράπεζες. Με τα κόκκινα δάνεια, τόσο επιχειρήσεων όσο και ιδιωτών να αυξάνονται διαχρονικά, τίποτε δεν έχει στην ουσία προχωρήσει στην εκκαθάριση και τακτοποίησή τους. Οι διάφορες ρυθμίσεις που έχουν κατά καιρούς γίνει, απλά μεταφέρουν το πρόβλημα στο μέλλον, ενώ ακόμη και εκεί που φαίνονται τα πράγματα να προχωρούν, οι δαιδαλώδεις διαδικασίες που επιλέγονται είναι τόσο χρονοβόρες που οι ισολογισμοί παραμένουν προβληματικοί και η αμφιβολία για την επάρκεια των εποπτικών κεφαλαίων παραμένει ισχυρή.
Κάνουμε βήματα σημειωτόν, την ίδια στιγμή που ξορκίζουμε συλλογικά τη δημιουργική καταστροφή, που είναι η ανάσα στις περιπτώσεις αποτυχιών παντός είδους. Χρονοτριβούμε και παίζουμε ένα αέναο παιχνίδι καθυστερήσεων. Αγνοώντας το κόστος, το τεράστιο κόστος, που φέρει ο χρόνος. Ξεχνάμε ότι ο χρόνος είναι χρήμα. Ξεχνάμε ότι για όλα τα πράγματα στη ζωή μεγάλη σημασία έχει η επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής, το timing, που κρίνει την επιτυχία ή την αποτυχία κάθε προσπάθειας.
Καθυστερώντας να κάνουμε με ριζικό τρόπο κάτι που είναι αναγκαίο τη σωστή χρονική στιγμή, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να το κάνουμε κάποια άλλη, αργότερα. Γιατί μπορεί απλά να μην μπορούμε πια. Ή μπορεί και να μην υπάρχουμε, αφού η τυχαιότητα και η περιορισμένη διάρκεια διαφεντεύουν τη ζωή όλων μας, ατόμων και συνόλων.
Ετσι, πήξαμε στην ακινησία μας, χάσαμε τον πολύτιμο χρόνο μας και σήμερα αναλωνόμαστε με τα ίδια παλιά παραμύθια. Τη στιγμή που ο υπόλοιπος κόσμος μάς αφήνει πίσω με άλματα. Αφήσαμε τα πολλαπλά αδιέξοδα της κοινωνίας και της οικονομίας μας να μας παραλύσουν και ξοδεύουμε τον χρόνο μας με αναλύσεις. Για το τι φταίει.
Είναι ένα κέρδος και αυτό. Να καταλάβουμε, όσοι τέλος πάντων, τι πήγε και τι πάει στραβά, και τι θα έπρεπε να είχε γίνει.
Ωστόσο, δεν μπορώ παρά να θυμηθώ τον Μαρξ, στην 11η θέση του ενάντια στον Φόιερμπαχ: «Οι φιλόσοφοι μας εξηγούν με διάφορους τρόπους πώς λειτουργεί ο κόσμος, το θέμα όμως είναι πώς θα τον αλλάξουμε».
Για αλλαγή, κανείς;
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 9 Οκτωβρίου.