Σε αντίστοιχη θέση θα βρεθούν οι Ελληνικές Τράπεζες έναντι των περισσοτέρων ευρωπαϊκών στο «τεστ κοπώσεως» (stress tests) που θα υποβληθούν, καθώς όπως πιστοποιεί η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ) ακόμη και στο δυσμενές σενάριο οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας θα κινηθούν στο ίδιο μήκος κύματος με την υπόλοιπη Ε.Ε. Το δυσμενές σενάριο προβλέπει για την τριετία 2021 - '23 μείωση 3,6% όσο και στην Ε.Ε. Στις 31 Ιουλίου τα αποτελέσματα. Στις 31 Ιουλίου τα αποτελέσματα.
Παρά το βαρύ φορτίο των κόκκινων δανείων που κουβαλούν οι ελληνικές τράπεζες η δοκιμασία αντοχής σε ακραίες συνθήκες που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή θα γίνει με αντίστοιχους για τις εγχώριες τράπεζες σε σχέση με τις Ευρωπαϊκές, χάρη στις αντοχές που έχει αναπτύξει η οικονομία.
Στο δυσμενές σενάριο οι ελληνικές τράπεζες θα βρεθούν αντιμέτωπες μία μείωση ΑΕΠ κατά 3,6% στην τριετία 2021 - '23 (-1,8% το 2021, -2.5% το 2022 και +0,7% το 2023), ενώ την ίδια περίοδο κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη και οι άλλες τράπεζες θα κληθούν να ανταπεξέλθουν σε ένα περιβάλλον ύφεσης καθώς το ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα μειωθεί σωρευτικά στην Ε.Ε. κατά 3,6%.
Σε κάθε περίπτωση στις 31 Ιουλίου θα γνωρίζουμε ποιες ελληνικές και ευρωπαϊκές τράπεζες πέρασαν με επιτυχία και ποιες όχι, τα stress tests. Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (European Banking Authority) ανακοίνωσε τη μεθοδολογία και τις παραδοχές για τα ακραία σενάρια στα οποία θα δοκιμαστούν οι αντοχές των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ενώ όμως για τις 50 μεγαλύτερες ευρωζώνης η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων θα είναι λεπτομερής από την ΕΒΑ, για τις ελληνικές και τις υπόλοιπες μικρότερες τράπεζες το περιεχόμενο της ανακοίνωσης θα το καθορίσει ο επόπτης, εν προκειμένω ο SSM.
Το λεγόμενο βασικό σενάριο για τις ελληνικές τράπεζες στηρίζεται στις προβλέψεις τη Τραπέζης της Ελλάδος. Σύμφωνα με αυτές το ΑΕΠ της χώρας το 2021 θα αυξηθεί κατά 4,2%, το 2022 κατά 4,8% και κατά 3,7% το 2022. Οι τιμές των οικιστικών ακινήτων μετά από μία μείωση πέρυσι κατά 1,5%, θα ανακάμψουν φέτος κατά 5,1% και κατά 4,3% το 2022. Για τα εμπορικά ακίνητα προβλέπεται σταθερή αύξηση των τιμών τους κατά 0,3% κάθε χρόνο στην τριετία. Η ανεργία τέλος από 16,6% το 2021 προβλέπεται ότι θα υποχωρήσει στο 15,6% φέτος και στο 14,3% το 2022.
Όπως συμβαίνει συνήθως στις ασκήσεις αυτές το ενδιαφέρον εστιάζεται στο δυσμενές σενάριο αφού αυτό στο τέλος καθορίζει το αν θα προκύψουν κεφαλαιακές ανάγκες για τις τράπεζες και πόσες θα είναι αυτές. Το σενάριο αυτό λοιπόν στηρίζεται στις προβλέψεις που έχει κάνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου [European Systemic Risk Board (ESRB)].
Όπως προκύπτει από την ανακοίνωση της EBA τα φετινά τεστ αντοχής θα διαθέτουν λόγω των συνθηκών ακόμη και στον τρόπο που γίνει ο χειρισμός των επιμέρους στόχων. Όπως αναφέρει συγκεκριμένα «δομένων των ειδικών μακροοικονομικών συνθηκών που έχει προκαλέσει η πανδημία του Covid, σε συνδυασμό με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, φέτος, η εστίαση στους στόχους θα εξαρτηθεί από τους όρους που θα ισχύουν όταν πλησιάζουμε στην ημερομηνία της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων. Το αποτέλεσμα μπορεί επίσης να προσφέρει πολύτιμη συμβολή για τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων σχετικά με πιθανές στρατηγικές εξόδου από τα μέτρα ευελιξίας που είχε ανακοινώσει η ΕΒΑ τον Μάρτιο, ή ακόμη και σχετικά με την ανάγκη για να ληφθούν πρόσθετα μέτρα, εάν οι οικονομικές συνθήκες επιδεινωθούν περαιτέρω».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι κίνδυνοι που διαπιστώνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι οποίοι προφανώς θα επιχειρηθεί να μετρηθούν και να ποσοτικοποιηθούν στα τεστ αυτά. Η ΕΚΤ διαπιστώνει τέσσερις σημαντικές εστίες κινδύνου για τις τράπεζες αυτές αφορούν:
- Τις τιμές ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού – όπως τις τιμές των ακινήτων – οι οποίες εμφανίζονται αρκετά ευάλωτες στις διορθώσεις της αγοράς. Ειδικότερα σε κατηγορίες που οι τιμές τους είχαν αυξηθεί σημαντικά στο περιβάλλον αστάθειας που ζούμε, ο κίνδυνος της διόρθωσης είναι αρκετά υψηλός.
- Την πρόκληση για την εξυπηρέτηση τόσο του Δημόσιου όσο και του Ιδιωτικού Χρέους μετά την πανδημία. Η πρόωρη λήξη των προγραμμάτων στήριξης για δανειολήπτες είτε αυτά αφορούν σε επιχειρήσεις, είτε σε νοικοκυριά θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρό πρόβλημα.
- Στην περαιτέρω μείωση της κερδοφορίας των τραπεζών εξαιτίας της αύξησης των κόκκινων δανείων.
- Στον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο , αλλά και στον κίνδυνο ρευστότητας που έχουν αναλάβει οι τράπεζες.