Όλα δείχνουν πως στην ηγεσία του ψευδοκράτους συντελείται μια αλλαγή φρουράς. Ο εκλεκτός του Ερντογάν φαίνεται πως είναι ο νικητής των εκλογών που διεξήχθησαν στα κατεχόμενα.
Οι περισσότεροι σχολιαστές θεωρούν ότι αυτή η αλλαγή του σκηνικού θα εμποδίσει την λύση του κυπριακού προβλήματος, μεταθέτοντας την ευθύνη της μέχρι τώρα «μη λύσης» στην τουρκική αδιαλλαξία.
Βεβαίως το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2004 τους διαψεύδει.
Ας δούμε επιτέλους την αλήθεια κατάματα. Η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν επιθυμεί την διζωνική--δικοινοτική λύση για δύο κυρίως λόγους:
1.Δεν είναι διατεθειμένη να αναλάβει το οικονομικό κόστος της επανένωσης. Δεν επιθυμεί την μεταφορά πόρων από τον πλούσιο νότο στον φτωχό βορρά. Και από την πλευρά τους μπορεί να έχουν δίκιο.
Μετά την εισβολή δεν κλείστηκαν στην μιζέρια και δεν επέτρεψαν την οδύνη της καταστροφής να καθοδηγήσει το μέλλον τους. Πολύ γρήγορα η ελληνοκυπριακή πλευρά στήθηκε στα πόδια της και σταδιακά άρχισε να ανακάμπτει. Σήμερα είναι μέλος της ευρωζώνης με μια ανθούσα οικονομία, που ξεπέρασε σχετικά εύκολα την τραπεζική κρίση του 2013. Γιατί λοιπόν να θέλουν να μοιραστούν τον πλούτο που απέκτησαν με σκληρή δουλειά;
Όμως, αν όντως επιθυμούν την επανένωση του νησιού, θα πρέπει να αναλάβουν και το οικονομικό κόστος του εγχειρήματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο πλούσιος βάζει το χέρι στην τσέπη.
2.Είναι προφανές και αυτονόητο πως η τουρκοκυπριακή κοινότητα ζητεί εγγυήσεις για την λειτουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και είναι εξίσου προφανές και αυτονόητο πως αυτές οι εγγυήσεις που θα ρυθμίζουν το συνεργατικό κράτος, ουσιαστικά θα το απορρυθμίζουν. Οι αιτούμενες εγγυήσεις θα δημιουργήσουν πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που καλούνται να λύσουν. Από την άλλη πλευρά οι Τουρκοκύπριοι δεν υπάρχει περίπτωση να δεχτούν επιστροφή στην προ του 1974 κατάσταση, κάτι που υπάρχει στο πίσω μέρος του εγκεφάλου της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων. Δεν πρόκειται να δεχτούν να τεθούν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση.
Αυτή η προοπτική υπάρχει μόνον αν ο τουρκικός στρατός κατοχής εκδιωχθεί μετά από πόλεμο. Όποιος «ψεκασμένος» το πιστεύει αυτό, ας το δηλώσει δημοσίως και ας το προτείνει ως επίσημη στρατηγική της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τούτων δοθέντων μήπως η λύση του βελούδινου διαζυγίου—όπως είχε προτείνει ο Στέφανος Μάνος-- είναι η πλέον λειτουργική; Μήπως-- αφού πρώτα γίνουν εδαφικές διευθετήσεις-- η ύπαρξη δύο χωριστών κρατών που θα έχουν σχέσεις πλέον καλής γειτονίας είναι η πιο αποτελεσματική και ρεαλιστική προοπτική;
Είναι κατανοητό πως με την «επίλυση» του Κυπριακού έχουν κτιστεί καριέρες πολιτικών, δημοσιογράφων, διπλωματών, πανεπιστημιακών, καλλιτεχνών κλπ. Αλλά είναι καιρός να βάλουμε το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων μετά από 61 χρόνια από τις συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου.
Είναι καιρός να επανεκτιμήσουμε τον ρόλο των πρωταγωνιστών εκείνης της περιόδου και βγάζοντας τα συμπεράσματα μας, να κινηθούμε πάνω στην γραμμή του εφικτού και του ρεαλιστικού.
Ας μην θρηνούν κάποιοι υποκριτικά για την ήττα του Ακιντζί. Ο μετριοπαθής Ακιντζί ήταν πρόεδρος από το 2015 και η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν εκμεταλλεύτηκε αυτό το γεγονός.
Σήμερα ας αναπροσαρμόσουν την στρατηγική τους πάνω στα νέα δεδομένα, αποφεύγοντας τα λάθη του παρελθόντος, απώτατου και πρόσφατου.