Του Αλέξανδρου Σκούρα
Σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό «ΣΚΑΪ, ο κ. Κατρούγκαλος ερωτήθηκε επανειλημμένως από τον δημοσιογράφο Τάκη Χατζή σχετικά με την ανεκπλήρωτη υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ για αύξηση του κατώτατου μισθού στα προ κρίσης επίπεδα. Πρόσφατα, η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής κ. Γεννηματά ζήτησε την αύξηση του κατώτατου μισθού ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της φτώχειας, επικαλούμενη μάλιστα έρευνα του Ευρωπαϊκού
Συνδικαλιστικού Ινστιτούτου.
Από όλους τους οικονομικούς μύθους της Αριστεράς, ο κατώτατος μισθός είναι σίγουρα ο πιο λαοφιλής - και όχι άδικα. Ο κατώτατος μισθός είναι ένα ιδιαίτερα αγαπημένο μέτρο για σχεδόν όλους τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους. Ποιος θα έλεγε όχι σε περισσότερα χρήματα για την ίδια εργασία; Ομοίως, είναι ένα μέτρο που αγαπούν οι πολιτικοί. Ποιος νοήμων πολιτικός δεν θα ήθελε να μοιράζει δωρεάν χρήμα (εφόσον το μέτρο αφορά τον ιδιωτικό τομέα) στους δυνητικούς
του ψηφοφόρους;
Στην πραγματικότητα, όμως, πέρα από τους πολιτικούς και τους ήδη εργαζόμενους χαμηλόμισθους, όλοι οι υπόλοιποι χάνουν από την εφαρμογή του. Οι επιχειρήσεις είτε μειώνουν τα κέρδη τους, είτε απολύουν προσωπικό προκειμένου να αντεπεξέλθουν στα νέα κόστη. Οι άνεργοι δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο να βρουν δουλειά καθώς αυξάνεται το κόστος της πιθανής τους απασχόλησης. Οι νέοι, λόγω απειρίας, και οι μετανάστες που δυσκολεύονται ακόμη με τη γλώσσα και την κουλτούρα μιας κοινωνίας, δυσκολεύονται κι αυτοί ακόμη περισσότερο να βρουν δουλειά ύστερα από αυξήσεις του κατώτατου μισθού.
Ο κατώτατος μισθός είναι λοιπόν ένα λαϊκίστικο πολιτικό εργαλείο που δεν επιλύει κανένα από τα προβλήματα για τα οποία προτείνεται. Πώς επιλύονται αυτά; Μία από τις πιθανές λύσεις αναδείχθηκε από τον υπουργό Υποδομών και Μεταφορών κ. Σπίρτζη -άθελά του- κατά την «ανάκριση» που έκανε στον Νίκο Δρανδάκη της Beat στη διαρκή επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής. Ο υπουργός, ύστερα από σειρά εχθρικών ερωτήσεων που ανέδειξαν την αδυναμία της κυβέρνησης να αντιληφθεί πώς λειτουργεί η οικονομία της αγοράς και το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έλαβε μία άκρως ενδιαφέρουσα απάντηση από τον κ. Δρανδάκη σχετικά με την κερδοφορία της Beat: «Το 2017 η εταιρεία μας δήλωσε στην εφορία 3.700.000 ευρώ τζίρο. Από αυτά, η μισθοδοσία μας είναι 1.150.000 για έναν χρόνο [...] Αυτή τη στιγμή έχουμε 120 εργαζομένους και θα κλείσουμε τον χρόνο με περισσότερους από 220. Μιλάμε για έναν μέσο καθαρό μισθό γύρω στα 1.700-1.800 ευρώ. Δεν έχουμε κανέναν εργαζόμενο που να παίρνει λιγότερα από 1.000 ευρώ καθαρά, ούτε έναν. Αυτό συμβαίνει, γιατί είμαστε σε έναν κλάδο πολύ υψηλής εξειδίκευσης και είμαστε αναγκασμένοι να πληρώνουμε πολύ μεγάλους μισθούς».
Σύμφωνα με την αντίληψη της Αριστεράς, που θέλει τον επιχειρηματία να είναι ένας αιμοσταγής βρικόλακας που πίνει το αίμα ή -λιγότερο δραματικά- την υπεραξία των εργαζομένων, είναι παράδοξο που ο κατώτατος μισθός που δίνει ο κ. Δρανδάκης ακόμα και στους λιγότερο ειδικευμένους υπαλλήλους του δεν είναι ακριβώς στο όριο που ορίζει ο νόμος. Κάποιος που δεν καταλαβαίνει τη σχέση που συνδέει τον ανταγωνισμό, την παραγωγικότητα και το εργατικό κόστος, δεν έχει τα απαραίτητα αναλυτικά εργαλεία ώστε να κατανοήσει το γιατί η Beat έχει κατώτατο μισθό δύο φορές μεγαλύτερο από αυτόν που ορίζει το ελληνικό κράτος.
Η χώρα μας χρειάζεται επειγόντως μια κυβέρνηση που να κατανοεί πως η καταπολέμηση της φτώχειας δεν θα επιτευχθεί γράφοντας διάφορα νούμερα σε νομοσχέδια, αλλά μέσω της δημιουργικής επιχειρηματικότητας που συμβαίνει στα διάφορα γκαράζ των start-ups και στη συνέχεια στα πολυτελή γραφεία εταιρειών όπως η Beat.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Πέμπτης 22/3